Η ΠΙΚΡΟΧΩΡΑ

messaris
Facebook
Twitter
LinkedIn

του Διονύση Μεσσάρη

Η καταχνιά γέμιζε θλιβερά το δωμάτιο. Ένα βαρύ μολυβένιο χρώμα αντικαθιστούσε το λυτρωτικό σκοτάδι της ανυπαρξίας. Άλλη μία μέρα δίχως σκοπό ή τουλάχιστον χωρίς προφανή σκοπό είχε μόλις ξημερώσει. Ήταν η αφορμή για να φωλιάσει η θλίψη στις καρδιές; Ίσως. Μπορεί ακόμη να έφταιγαν και τα δελτία ειδήσεων.

Τώρα τελευταία έχετε παρατηρήσει ότι μας πέφτουν λίγο βαριά; Μπορεί ακόμη να φταίει και η νυχτερινή μεσογειακή κουζίνα. Το δεύτερο βέβαια δεν αποκλείει το πρώτο. Έχετε μετρήσει πόσους σεφ βλέπουμε στα κανάλια να ανακατεύουν την ξανθιά σταφίδα με τον παστουρμά, την πράσινη παπάγια με το λούτσο; Ή ακόμη – ακόμη και με τον Αντρούτσο; Ά! ρε Μαμαλάκη είσαι και πρώτος!  Μην γελάτε! Είναι σοβαρό. Δεν είναι δείγμα πολιτιστικού εκφυλισμού. Απλά όσο απλώνεται η ανέχεια, τόσο αυξάνεται η σπέκουλα της πείνας. Εγώ προσωπικά προτιμώ να βλέπω πιάτα των 300 € παρά φόνους στην τηλεόραση. Δεν κάνουν καλό στα παιδιά, ενώ παράλληλα η παιδική παχυσαρκία ημέρα με την ημέρα, κατά περίεργο τρόπο, ελαττώνεται.

 

Η γκριζάδα επέμενε. Σκέφτηκα ότι ήρθε ο χειμώνας. Ένας χειμώνας περίεργος.  Άνοιξα δειλά την εξώπορτα περιμένοντας τα χειρότερα. Όμως μία ζεστή υγρασία τρύπωσε στα ρουθούνια μου. Μα τι στην ευχή γίνεται; Χειμώνας ζεστός και υγρός, καλοκαίρι της ερημοποίησης, πάντως αυτή δεν είναι η χώρα μας, η χώρα που ξέραμε. Ίσως να φταίνε τα χάμπουργκερς με τις παχιές αγελάδες που λιώνουν τους παγετώνες, ίσως οι αλλοδαποί που κοιμούνται κατά εικοσάδες στα πατάρια, ίσως οι παχιές οι μύγες, ίσως οι καμινάδες των καλοριφέρ που δεν δουλεύουν πια τόσο έντονα όσο παλιά, ίσως οι μείωση του όγκου των οικιακού τύπου απορριμμάτων που φτάνουν στις χωματερές. Ποιος ξέρει; Μα όμως, τρώμε λιγότερο, αφοδεύουμε λιγότερο, παράγουμε λιγότερα σκουπίδια, καίμε λιγότερο πετρέλαιο, παράγουμε συνεπώς και λιγότερο πολιτισμό και λιγότερο βιάζουμε το περιβάλλον. Αφού αυτά είναι αλληλένδετα και αφού αυτά τα κάνουμε ήδη και αφού θα τα κάνουμε τουλάχιστον μέχρι το 2030 γιατί δεν φτιάχνει το κλίμα και ο καιρός ειδικότερα;

 

Περπατώ στα σοκάκια της πολύβουης πόλης και ακούω τα άδεια βήματα μου. «Δεν είναι φυσιολογικό αυτό». Επί λόγω τιμής, ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό. Σήκωσα το κεφάλι παραξενεμένος. Η γκριζάδα είχε υποχωρήσει και ένας λαμπρός Φοίβος μεσουρανούσε περήφανα και ενοχλητικά. «Μα μία τέτοια μέρα γιατί δεν ακούω τους ήχους της καρδιάς της πόλης; που είναι οι άλλοι; Αυτό το ανυπόφορο ανθρώπινο σμάρι, που μου επιβεβαίωνε ότι είμαι ζωντανός και ότι ανήκω στην πόλη ακόμη». Άνθρωποι μακρινές φιγούρες στο τρίστρατο. Κανά δυό αυτοκίνητα μου θύμιζαν τις εποχές που άνθρωποι και οχήματα μοιράζονταν αγαπημένα τους ίδιους δρόμους, το ίδιο υπαίθριο καθιστικό, τον ίδιο αέναο και άπελπι  προορισμό. Γυρίσαμε στην χαρούμενη για τους αστούς ατμόσφαιρα του μεσοπολέμου; και αν ναι, είναι κρίμα, γιατί, αντίθετα από τότε, είμαστε τώρα άπτεροι και οι ελπίδες μας φρούδες.

 

Βουτάω με μανία μέσα στην ανθρωποδεξαμενή, στο αγαπημένο μου καφενεδάκι. Έχω εντοπίσει ένα γυμνό τραπέζι ακριβώς στη μέση. Του έχουν σκυλέψει όλα τα καθίσματα οι γύρωθεν καρεκλοβόρες παρέες. Ευτυχώς το πεκινουά μιας ευτραφούς κυρίας έπρεπε να πάρει τις σταγονίτσες του και εξοικονομήθηκε όπως – όπως ένα κάθισμα και για μένα. Α! ρε Ελληνάρα με την καφεδιά σου την καμαρωτή! Σπίτι μπορεί να μην έχεις να φας που λέει ο λόγος, αλλά καφές – τσιγάρο – εφημερίδα σε πρώτη ζήτηση! Μα που στον οξαποδώ βρίσκονταν όλοι αυτοί γύρω μου; εργασία δεν έχουν; Αϊ να κάνουν καμιά δουλειά να μ’ αφήσουν και εμένα ήσυχο να λύσω τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας! Συγγνώμη. Το ξέρω ότι γίνομαι κακός μερικές φορές. Ενίοτε μου το λέει και η φίλη μου η Περσεφόνη, ζωή να ‘χει. Ήταν άκομψο από την μεριά μου. Έριξα μια ματιά στα πέριξ. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι ήταν συνταξιούχοι τυχεράκηδες, μίας και είχαν πάρει σύνταξη πριν το 2011. Αυτοί κερνάγανε το ένα τρίτο περίπου από τους νέους που κάθονταν γύρω μου. Βασικά πρέπει το τρίτο αυτό να ήταν άνεργοι. Μα και οι υπόλοιποι νέοι δεν φαίνονταν να κάθονται βολικά στις καρέκλες τους. Προφανώς σκέφτονταν να βρουν και αυτοί κανένα μπάρμπα για το προσεχές άμεσο μέλλον. Οι επίλοιποι ήταν παράνομα ζευγαράκια ανάξια λόγου. Φρίκη!

 

Μία δύο ρουφηξιές καφέ δεν μου έφτιαξαν την διάθεση. Αποφάσισα να κάνω ένα γρήγορο start-up στον εγκέφαλό μου και έκλεισα τα ρολά για λίγο. Απελπισία! Άνοιξα τα μάτια μου και κρύος ιδρώτας με έλουσε! Το σύστημα έδειχνε ότι είχα κολλήσει έναν ιό. «Υπερακοή σουπερμάνου» μου φάνηκε πως λεγόταν. Ότι συζητιόταν στα οκτώ διπλανά, ζατρικοειδώς ως προς εμέ τοποθετημένα, τραπέζια τα άκουγα όλα με το νι και με το σίγμα! Αυτό το φαινόμενο το είχα δει και στην τηλεόραση. Μου φαίνεται στη σειρά: «η νηπιακή ηλικία του Superman». Τελικά οι τωρινοί σεναριογράφοι δεν γράφουν πάντα μπούρδες, του τύπου «η κολασμένη ζωή της πεθεράς του Αλί Χασάν Ογλού», καμιά φορά έχουν και δίκιο. Πάντως, για να πούμε και του θεόστραβου το δίκιο, ότι πληρώνεις παίρνεις. Δεν έχουμε λεφτά, συνεπάγεται, τρώμε ληγμένα και την κάνουμε tömbeki. Ας είναι! Πάλι ξέφυγα.

 

Οι ιστορίες από τα διπλανά τραπέζια ξεδιπλωνόταν η μία μετά την άλλη. Ένας νεαρός εξηγούσε ότι πρόσφατα δραπέτευσε για την Αυστραλία ακολουθώντας τις διευκολύνσεις κάποιων επιτηδείων. Εκεί η πρωθυπουργός τον είχε αντιμετωπίσει εχθρικά. «Δεν σας ζητήσαμε εμείς να έρθετε εδώ», για αυτό και επέστρεψε. Ένας άλλος έφυγε για την Γερμανία και εκεί έτρωγε ξύλο από το Γερμανικό παράρτημα της Χρυσής Αυγής. Μία άλλη σκεφτόταν να πάει στην κεντρική Ευρώπη για σπουδές, μίας και την είχαν διώξει από άλλη γειτονική χώρα λόγω αλλαγής πλεύσης του εκεί Υπουργείου Εξωτερικών κι δεν είχε χρήματα να προπληρώσει τα ενοίκια, Ελληνίδα βλέπεις. Μία κοπελίτσα έκλαιγε σιωπηλά και έλεγε ότι την απέλυσαν και τώρα πια δεν δουλεύει κανείς στο σπίτι. Ένας πρώην ορεσίβιος φοιτητής έλεγε πως μάλλον δεν μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές και έτσι θα γυρίσει στο μανάβικο του πατέρα του, αντίο κοινωνικές επιστήμες. Αρκετά με την οικονομική μιζέρια. Σκέφτηκα να αλλάξω κανάλι. Επόμενος τομέας: ανθρώπινες σχέσεις.

 

Ένας μεσήλικας σκεφτόταν να συνδεθεί μόνιμα με μία όμορφη γνωστή του, αλλά τον ξένιζε το γεγονός ότι αυτή χρώσταγε πολλά σε δάνεια και κάρτες, ενώ αυτός έψαχνε κάπου να ακουμπήσει «οικονομικά» ο ίδιος. Μία υπέροχη πρασινομάτα εξηγούσε στον απαρηγόρητο μονάκριβο της ότι τελικά αποφάσισε να παραμείνει με τον μισητό της άνδρα, μίας και της ενέπνεε περισσότερη οικονομική ασφάλεια. Κάποιος άλλος τα είχε «μπλέξει από την Κική και την Κοκό πια θα διαλέξει», που λέει και το τραγούδι, δεδομένου ότι η μία ήταν τέλεια αλλά η άλλη είχε «λεφτά» αισθήματα. Ένας κυριούλης με τραγιάσκα περιέγραφε τις τεταμένες σχέσεις με την νύφη του επειδή πλέον μένουν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι για λόγους οικονομίας. Φτάνει πια αγανάκτησα. Μου φαίνεται ότι όσα κανάλια και να αλλάξω πάντα στο επιμύθιο θα υπάρχει το ελλείπον χρήμα. Μα τι ζημιά έχουμε πάθει που τα πάντα συναρτώνται με αυτό; Πήρα τον ομματιόνε μου και έφυγα.

 

Περπατώ αργά δίπλα από τις μουριές. Είναι τυχερές. Γλύτωσαν τον χειμώνα του 42 και με συντροφεύουν περπατώντας δίπλα μου μέχρι να φτάσω σπίτι. Οι φυλλωσιές τους μου σκεπάζουν την σκέψη. Με στηρίζουν στα αδέξια βαδίσματα της νύχτας. Το θρόισμα τους παρηγορητικό. Είναι ψυχοπονιάρικα δένδρα. Τις αγαπώ παρόλο που μου κάνουν χάλια το αυτοκίνητο. Κοιτάζω τις ρίζες τους, γερά δεμένες με το χώμα. Το χώμα μίας γης, ποτισμένης με ιδρώτα, δάκρυα, αίμα και κορμιά ηρώων. Η γη μίας χώρας ένδοξης και τιμημένης όσο καμία άλλη σε αυτόν τον πλανήτη. Τόσο ζηλεμένη που δέχτηκε και δέχεται έναν ασύλληπτο αριθμό παρείσακτων ανθρώπων και νοοτροπιών, από καταβολής κόσμου. Αυτή η ιερή χώρα, το σήμα κατατεθέν του πολιτισμού αυτού του πλανήτη, έπεσε θύμα αυτών των συλήσεων και ως φαίνεται έχει για άλλη μία φορά γονατίσει και τρώει τα παιδιά της. Είναι πια μία πικροχώρα. Έχει ξαναπέσει στο αέναο παιχνίδι των κακουχιών ενός ακήρυχτου αυτή τη φορά πολέμου. Είθε ο τίμιος ιδρώτας και τα δάκρυα των παιδιών της να ξεπλύνουν την πίκρα για πάντα. Καλοί μου φίλοι κουράγιο. Έφτασα σπίτι μου. Αντίο σας.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.