Στην υπηρεσία της οφθαλμολογίας, λέιζερ τελευταίας τεχνολογίας, φέρνουν την επανάσταση, συμβάλλοντας αναίμακτα στην άμεση διόρθωση των διαθλαστικών ανωμαλιών, όπως είναι η μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός, από τις οποίες πάσχει το 30 με 40% του πληθυσμού της χώρας μας.
Ο χειρουργός –οφθαλμίατρος Χάρης Μπριλάκης, μίλησε στην avecnews και τη Βάνα Λυκομήτρου.
Όταν λέμε ότι κάποιος πάσχει από κάποια διαθλαστική ανωμαλία, τι ακριβώς εννοούμε.
Αφενός έχουμε την μυωπία την υπερμετρωπία και το αστιγματισμό που αφορούν κάποια κατασκευαστική ανωμαλία του οφθαλμού, τέτοια ώστε να μην εστιάζει σωστά κοιτώντας ένα μακρινό αντικείμενο. Από την άλλη έχουμε την πρεσβυωπία, η οποία αφορά στην αδυναμία του οφθαλμού , μετά από κάποια ηλικία, να εστιάσει σε κοντινά αντικείμενα.
Από τις διαθλαστικές ανωμαλίες, η μυωπία ορίζεται ως η αδυναμία να δούμε κάτι μακρινό, (χωρίς γυαλιά βλέπουμε σε μία απόσταση ένα δια τη μυωπία μας , σε μέτρα, π.χ. με 3 βαθμούς βλέπουμε στο 1/3 του μέτρου ή 33 εκατοστά, με 5 βαθμούς στο 1/5 ή 20 εκατοστά κ.ο.κ. ) . Η υπερμετρωπία ενοχλεί κυρίως μετά τα πρώτα ενήλικα χρόνια κι όσο περνούν οι δεκαετίες τόσο σε μακρινές, όσο ακόμα περισσότερο σε κοντινές αποστάσεις, όπου αυξάνεται ο βαθμός στα κοντινά μας γυαλιά επιπλέον της πρεσβυωπίας. Τέλος ο αστιγματισμός αποτελεί μια κατάσταση , κατά την οποία οι φακοί του ματιού, αντί να έχουν το φυσιολογικό, σφαιρικό σχήμα, έχουν οβάλ σχήμα, πράγμα που δημιουργεί μια παραμόρφωση- επιμήκυνση στην εικόνα του αντικειμένου που κοιτάζουμε.
Πότε εμφανίζεται η κάθε μια από τις διαθλαστικές ανωμαλίες?
Η μεν μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός εγκαθίστανται κατά την παιδική ηλικία, την εφηβεία και τα πρώτα ενήλικα χρόνια ( με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις παθολογικής μυωπίας που αργούν να σταθεροποιηθούν) . Όσο για την πρεσβυωπία , αφορά τους πάντες. Δεν ξεκινάει ξαφνικά στα 40 με 45 όπως νομίζουμε. Στην πράξη ξεκινάει από την παιδική ηλικία, με την έννοια ότι σιγά-σιγά, το κοντινότερο σημείο που μπορούμε να δούμε χωρίς τα γυαλιά μας, απομακρύνεται από εμάς. Άρα χρειαζόμαστε όλο και πιο «μακριά χέρια» για να δούμε ένα κοντινό αντικείμενο. Οι μόνοι που έχουν ένα πλεονέκτημα προς την πρεσβυωπία είναι οι μύωπες και αυτοί εφόσον δεν φοράνε τα γυαλιά τους. Διαφορετικά αποκτούν κανονικά πρεσβυωπία όπως όλοι οι άλλοι. Δηλαδή ένας μύωπας που φοράει φακούς επαφής έχει κανονικότατα πρεσβυωπία όσο ένας συνομήλικός του που δεν έχει μυωπία.
Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η ηλικία εμφάνισης της κάθε πάθησης. Κι όσον αφορά στην πρεσβυωπία, υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που μπορεί να μην την εμφανίσουν ποτέ ?
Η ηλικία που θα εμφανιστούν μυωπία, αστιγματισμός και υπερμετρωπία, καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, ένας εκ των οποίων είναι και η κληρονομικότητα. Υπάρχει η πρώιμη μυωπία όπως και η όψιμη που ξεκινά προς το τέλος της εφηβείας. Σε ότι αφορά στην πρεσβυωπία , δεν υπάρχει κανείς που δεν θα την εμφανίσει ποτέ. Απλώς οι μύωπες έχουν πλεονέκτημα. Εξάλλου έτσι ορίζεται και η μυωπία. Είναι η κατασκευή αυτή του οφθαλμού, που σημαίνει ότι για να δει κανείς ένα αντικείμενο χωρίς γυαλιά, πρέπει να το πλησιάσει κοντά.
Μπορεί να καταλάβει από μόνος του κάποιος ότι πάσχει από κάποια από τις παραπάνω παθήσεις και πώς γίνεται διάγνωση
Σε ότι αφορά την διαθλαστική ανωμαλία από την οποία πάσχει κανείς, η μόνη διάκριση που θα μπορούσε να γίνει , θα ήταν μεταξύ μυωπίας και υπερμετρωπίας και αυτό διότι η μυωπία, τουλάχιστον μας αφήνει να βλέπουμε καθαρά κοντά. Σε αντίθεση, η υπερμετρωπία, η οποία τις πιο πολλές φορές ενοχλεί μετά την ηλικία των 20-30, μας ελαττώνει και την κοντινή όραση και την μακρινή τελικά. Για την πρεσβυωπία, όπως είπαμε το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Η διάγνωση γίνεται εύκολα όσο περνούν τα χρόνια εφόσον ελαττώνεται η κοντινή του όραση χωρίς να επηρεάζεται παράλληλα και η μακρινή όραση.
Πως αντιμετωπίζονται τα προβλήματα αυτά. Ποιες είναι οι νέες χειρουργικές μέθοδοι που εφαρμόζονται σήμερα για τη θεραπεία αυτών των τριών διαθλαστικών ανωμαλιών, αλλά και της πρεσβυωπίας .
Καταρχήν οι συντηρητικές μέθοδοι , δηλαδή γυαλιά και φακοί επαφής, είναι η πλέον διαδεδομένη μορφή αντιμετώπισης και είναι και τελείως αντιστρεπτή. Δηλαδή όποτε θέλουμε, μπορούμε να βγάζουμε τα γυαλιά μας , ή τους φακούς κι αν για παράδειγμα έχουμε μια χαμηλή μυωπία κι έχουμε περάσει την ηλικία των 40 με 50 , βγάζοντας τα γυαλιά μας , αυτό μπορεί να μας επιτρέψει να δούμε καθαρά κοντά. Πέρα από αυτό, το κύριο όπλο στην αντιμετώπιση αυτών των παθήσεων είναι το Εxcimer laser, με το οποίο μπορεί να διορθωθεί η μυωπία και η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός, μέχρι κάποιο όριο, ενώ μια παραλλαγή του λέιζερ αυτού, μπορεί να ελαττώσει και τις συνέπειες της πρεσβυωπίας . Υπάρχουν επίσης φακοί, οι οποίοι μπορούν να εντεθούν στο μάτι, είτε αφαιρώντας τον φυσικό φακό του ματιού (επέμβαση καταρράκτη) είτε διατηρώντας τον και βάζοντας τον πρόσθετο φακό μπροστά του. Αυτοί πάλι, αντιμετωπίζουν τις διαθλαστικές ανωμαλίες του ματιού χωρίς όρια σε βαθμούς- ενώ με τους λεγόμενους πολυεστιακούς ενδοφακούς, μπορεί να περιοριστούν και οι συνέπειες της πρεσβυωπίας. Φυσικά εδώ μιλάμε για πιο επεμβατικές μεθόδους σε σχέση με το λέιζερ, το οποίο είναι μια επιφανειακή επέμβαση και με ακόμα πιο σπάνιες επιπλοκές. Στην πρεσβυωπία τώρα ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν πολλές μέθοδοι αντιμετώπισης, είναι ότι καμία τελικά δεν δουλεύει απόλυτα. Εκτός από το λέιζερ και τους ενδοφακούς που μπαίνουν σε επέμβαση τύπου καταρράχτη , αρκετά υποσχόμενοι είναι κάποιοι μικροσκοπικοί φακοί οι οποίοι τοποθετούνται μέσα στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού και οι οποίοι μας επιτρέπουν να δούμε κοντά, με κάποιο «κόστος» ωστόσο, λιγότερο ή περισσότερο ο καθένας, στη μακρινή όραση. Η έρευνα έχει επικεντρωθεί πλέον σε αυτούς τους φακούς κι ένας λόγος είναι ότι μπορούν τουλάχιστον να αφαιρεθούν, εφόσον ο ασθενής δεν είναι ευχαριστημένος από τις έστω και μικρές ενοχλήσεις που μπορεί να δημιουργούν στην μακρινή του όραση. Άλλες μέθοδοι όπως για παράδειγμα το CK, τείνουν να εγκαταλειφθούν επειδή το αποτέλεσμά τους, φθίνει και δεν είναι καθόλου σταθερό πέρα από το ότι η πρεσβυωπία αυξάνεται όσο περνούν τα χρόνια.
Υπάρχουν παράγοντες που λειτουργούν ανασταλτικά στο να υποβληθεί κάποιος σε επέμβαση
Για όλες αυτές τις επεμβάσεις, γίνεται ένας εκτενής προέλεγχος, όπου κοιτάζουμε κατά πόσο ο κερατοειδής χιτώνας του ματιού για την περίπτωση του λέιζερ μπορεί να δεχτεί τη λέπτυνση την οποία συνεπάγεται η εφαρμογή του λέιζερ. Δεν είναι σπάνιο και με έναν πρόχειρο υπολογισμό θα λέγαμε ένας στους πέντε ασθενείς απορρίπτεται, επειδή η ανατομία του ματιού του είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει να γίνει τέτοιου είδους διόρθωση με ασφάλεια. Επίσης για τον καταρράκτη ελέγχουμε κατά πόσο θα ήταν ένας ασθενής κατάλληλος, ώστε να τοποθετηθούν ενδοφακοί πολυεστιακοί με πολύ αυστηρά κριτήρια.
Ποιες οι επιπλοκές που ενδέχεται να προκύψουν από αυτού του είδους τις επεμβάσεις?
Απάντηση: Σε ότι αφορά το λέιζερ, η χειρότερη άμεση επιπλοκή είναι η μόλυνση η οποία είναι σπάνια (μια στις πέντε χιλιάδες) ενώ σε βάθος χρόνου, ο μεγαλύτερος φόβος είναι η «εκτασία», δηλαδή η παραμόρφωση του κερατοειδούς επειδή λεπτύναμε περισσότερο απ΄ό,τι έπρεπε τον συγκεκριμένο οφθαλμό. Και για αυτή την επιπλοκή όμως, υπάρχει πλέον αντιμετώπιση, όπως και για άλλες, λιγότερο σημαντικές επιπλοκές, αλλά θα πρέπει πάντα να μην ξεχνάμε ότι οι επιπλοκές δεν συγχωρούνται τόσο εύκολα, σε μια επέμβαση, η οποία γίνεται σε υγιή οφθαλμό. Γιατί δεν θεωρείται φυσικά άρρωστο το μάτι που έχει απλώς μια διαθλαστική ανωμαλία ή την πρεσβυωπία που όλοι θα αποκτήσουμε.
Μετά από μια τέτοια επέμβαση υπάρχει ενδεχόμενο να έχουμε εξέλιξη της πάθησης κι αν ναι, μπορεί ο ασθενής[1] να υποβληθεί σε συμπληρωματική επέμβαση ?
Υπάρχει ένα ποσοστό υποτροπής, υποδιόρθωσης ή υπερδιόρθωσης, ακόμα και στα λέιζερ που θεωρούνται η πιο ακριβής μέθοδος διόρθωσης και σε ένα ποσοστό, κατά μέσο όρο ένα με δύο τοις εκατό, μπορεί να χρειαστεί συμπληρωματικά να εφαρμοστεί μια πολύ μικρότερη ποσότητα λέιζερ, προκειμένου να έχουμε τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και στις άλλες παθήσεις μπορεί να υπάρχει ένα μικρό ποσοστό αστοχίας, αλλά με τον συνδυασμό των μεθόδων που αναφέραμε, μπορεί τελικά να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Πόσο διάστημα χρειάζεται να περάσει από την κάθε επέμβαση, ώστε να καταλάβει ο υποβαλλόμενος τα αποτελέσματα?
Στα λέιζερ , το διάστημα στο οποίο μπορούμε να αξιολογήσουμε ένα αποτέλεσμα σαν μόνιμο και να αποφασίσουμε αν χρειάζεται περαιτέρω διόρθωση, εξαρτάται από το μέγεθος της διαθλαστικής ανωμαλίας που επιδιώκουμε να διορθώσουμε. Κατά μέσο όρο μέσα σε τρεις με έξι μήνες, ξέρουμε ποιο είναι το οριστικό αποτέλεσμα. Οι πιο πολλές περιπτώσεις πάντως, συνοδεύονται από άμεση αποκατάσταση της όρασης. Δηλαδή μέσα σε μια ημέρα ή το πολύ μια εβδομάδα.
Όσον αφορά στην πρεσβυωπία. Κάποιος που έχει υποβληθεί σε επέμβαση για μια άλλη πάθηση, μπορεί να προχωρήσει στο ίδιο μάτι σε επέμβαση για την πρεσβυωπία?
Θα μπορούσε. Βέβαια θα πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι το λέιζερ για πρεσβυωπία θεωρείται μη αντιστρεπτό σε περίπτωση που ο ασθενής δεν είναι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και γι αυτό δεν θεωρείται πρώτη επιλογή. Οι φακοί όμως οι οποίοι βρίσκονται τώρα στο στάδιο της έρευνας, μπορούν κάλλιστα να τοποθετηθούν σε έναν κερατοειδή ο οποίος, έχει υποστεί διόρθωση διαθλαστικής ανωμαλίας με λέιζερ πιο πριν. Με άλλα λόγια εάν οι μικροσκοπικοί φακοί που μπαίνουν στον κερατοειδή κριθεί ότι έχουν καλό αποτέλεσμα, χωρίς κόστος για την μακρινή μας όραση, τίποτα δε εμποδίζει ένα μάτι το οποίο έχει προηγουμένως κάνει διόρθωση μυωπίας, υπερμετρωπίας αστιγματισμού με λέιζερ, να τους χρησιμοποιήσει. Η οριστική λύση για τη πρεσβυωπία πάντως, θα ήταν να τεθεί ένας εσωτερικός φακός για το μάτι, ο οποίος να είναι ελαστικός όπως ένας νεανικός φυσικός φακός του ανθρώπινου οφθαλμού. Τέτοιος ακόμα δυστυχώς δεν υπάρχει, αλλά με τις προόδους που γίνονται, δεν αποκλείεται στις επόμενες δυο δεκαετίες να μπορέσει να παραχθεί. Και τότε η επέμβαση καταρράκτη θα μπορεί να διορθώσει πραγματικά αξιόπιστα και την πρεσβυωπία που συνοδεύει την γήρανση.
____________________________________________________________________________
Συνέντευξη:
Βάνα Λυκομήτρου
______________________________________________________________