Ο Thomas Steinfeld, υπεύθυνος λογοτεχνίας στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung του Μονάχου, ήθελε να το μάθει και διάβασε προσεκτικά τα πρακτικά. Γενικός Γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, και δη στον τελευταίο χρόνο της θητείας του, ήταν τότε ένας λογοτεχνικός κριτικός και συγγραφέας φυσιολατρικών στίχων από το Σκώνεν της Νότιας Σουηδίας ονόματι Anders Österling. Στις συνεδριάσεις είχε κατακεραυνώσει το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ ως προϊόν «αρνητισμού» και «μηδενισμού».
Ο Österling έβρισκε τα πεζά και τα θεατρικά του Μπέκετ «από πολλές απόψεις καταθλιπτικά», ανίκανα να προσφέρουν «και το παραμικρό κέντρισμα στο απειλούμενο αίσθημα της εποχής μας για τη ζωή». Εξίσου κατηγορηματικός υπήρξε ο Γενικός Γραμματέας και για μια ενδεχόμενη βράβευση του συνυποψηφίου Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Στα πρακτικά χαρακτηρίζει το επιτυχημένο μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ Λολίτα «ανήθικο» και επισημαίνει ότι «η όποια δεξιοτεχνία δεν έχει σχέση με τις ιδανικές προθέσεις του Βραβείου Νομπέλ». Όσο για τον Πάμπλο Νερούδα, αναρωτιόταν αν «οι κομμουνιστικές τάσεις του συνάδουν με τους σκοπούς του βραβείου».
Ο Ναμπόκοφ δεν τιμήθηκε ποτέ με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, όπως ούτε και ο Όντεν, επίσης συνυποψήφιος του Σεφέρη εκείνη τη χρονιά. Ο Μπέκετ αντίθετα τιμήθηκε τελικά με το Νομπέλ το 1969 και ο Νερούδα το 1971. Ωστόσο, αν θέλουμε να δούμε σωστά το κλίμα των ημερών εκείνων του 1963 και να κατανοήσουμε το γιατί σύσσωμη η Σουηδική Ακαδημία συντάχθηκε με την επιλογή Σεφέρη, οφείλουμε να καταλήξουμε σε ένα και μόνο ψύχραιμο συμπέρασμα: ανάμεσα σε μια σειρά σημαντικών συγγραφέων ο Σεφέρης προτιμήθηκε επειδή δεν ήταν ούτε μηδενιστής, όπως ο Μπέκετ, ούτε ανήθικος, όπως ο Ναμπόκοφ, ούτε κομμουνιστής, όπως ο Νερούδα. Και όχι μόνο δεν είχε τα κουσούρια τους, είχε και ένα απαράμιλλο ατού. Στο πρόσωπό του απονεμόταν, όπως αναφέρεται ρητά στα πρακτικά, «φόρος τιμής» στο ιδανικό του κλασσικισμού, που έφερε και φέρει το όνομα Ελλάδα.