Του Χρήστου Βλαχογιάννη
Οι Έλληνες ξέρουμε να πονάμε αλλά και να χαιρόμαστε. Όλα με τη ψυχή μας! Όλα με την υπερβολή μας. Μα πάνω απ’ όλα ξέρουμε να πολεμάμε για την ανάγκη και το φιλότιμο.
Μια τέτοια ιστορία είναι το έπος που έγραψε η εθνική μας ομάδα απέναντι στην Ακτή. Ένα παραμύθι με απρόσμενο happy end. Ένα παραμύθι που αξίζει μέχρι… δεκάρας στον ελληνικό λαό. Το βάλσαμο που απαλύνει τις πληγές μας και ξεθωριάζει το γκρίζο της καρδιάς μας.
Λίγες στιγμές εθνικής υπερηφάνειας δε θα γιατρέψουν το πόνο μας. Μπορούν όμως να δείξουν το δρόμο γι’ αυτά που έρχονται και τι μπορούμε να πετύχουμε αν πραγματικά το θελήσουμε. Αρκεί όμως αυτό από μόνο του;
Με παλιά υλικά δε χτίζεις καινούργια πράγματα και η ιστορία τούτου του τόπου έχει δείξει ότι παραμένουμε στο χτες, απολιθώματα κι απομεινάρια. Με τα ίδια φθαρμένα πρόσωπα να κινούν τα νήματα κι έναν κουρασμένο λαό να ψάχνει μέσα τη νεανική απογοήτευση – αδιαφορία και τη γεροντική άνοια το σύγχρονο μοντέλο που θα μας βγάλει από το τέλμα.
Για να βάλεις τη μπάλα στο «πλεκτό» πρέπει ν’ αποφασίσεις να παίξεις το παιχνίδι. Να ματώσεις, να πονέσεις, να προσπαθήσεις. Χωρίς εγγύηση για το αποτέλεσμα, αλλά και χωρίς να κλείνεις το μάτι στον αντίπαλο. Αν όμως δεν μπεις στο γήπεδο και προσπαθήσεις να πάρεις το ματσάκι στην παράγκα, δε θα μάθεις ποτέ τι μπορούσες να πετύχεις.
Ένας Σαμαράς μας έκανε υπερήφανους και δυστυχώς δεν είναι ο «Αντωνάκης μου». Ένας Σαμαράς με κρύο αίμα, μα ελληνική καρδιά. Ένας Σαμαράς που είχε τα κότσια να πάρει τη μπάλα και μαζί στις πλάτες του όλο τον ελληνικό λαό. Και μακάρι να ακολουθήσει το παράδειγμά του και ο πρωθυπουργός, αλλιώς θα μείνουμε «εδώ κι εμείς για να ‘χει πάντα συντροφιά η εθνική μας μοναξιά».
Υ.Γ: Αυτή η εθνική ομάδα άκουσε πολλά. Λοιδορήθηκε, χτυπήθηκε, άντεξε και έδειξε πως το ποδόσφαιρο «χαρτογραφεί» πολλές φορές το DNA μιας χώρας. Γι αυτό ότι και να γίνει από δω και πέρα, θα παραμείνουν νικητές στη καρδιά μας.