Στη φίλη που έφυγε νωρίς

Facebook
Twitter
LinkedIn

του Διονύση Μεσσάρη

 

Έφυγες εσύ μικρή μας ενωρίς,

ως πεπρωμένου άδικου θυσία

και σαν κάθε μιά αγνή ψυχή, πιστή

σε απρόσμενης τροπής τραγωδία.


Σου έτυχε το φορτίο το βαρύ

που η σκληρή η Λάχεση ορίζει,

μα κι’ ευσήμων αποτελεί το γέρας,

φτερά που σε αγνές καρδιές χαρίζει.


Υπήρξες της ζωής ένας ναυαγός

γοργοσχίζοντας τα νήνεμα νερά

μα και σκαρί που δέρνει η καταιγίδα

πικρά αφροπαλεύοντας τη μοίρα.


Σκέψη γιγαντωμένη μα και πλατειά,

ευήκοη στων δικών σου τις ρήσεις,

και με το γλυκό άτολμο τρόπο σου

κανενός συμβουλή δεν θα στερήσεις.


Το γέλιο σου αλέγρο ακόμ’ αχεί

και των διαβατών το ξάφνιασμα θέλγει

μιμήσεις απίθανες, παίξιμο θείο,

σκέψεις λεπτές, δίψα ζωής, μεγαλείο!

Σε κρυόλευκα καθίσματα και πάγκους

ανάμεσα ξεγλιστρά η μορφή σου

σαν το λαβωμένο πουλί «Έρχομαι…»

Ω, η αθώα, η παιδική θωριά σου.

Περνά μια σκέψη απατηλή. Γιατί;

Σέρναμε αλλόφρονες βήμα βαρύ

στις πλάκες τις βαριές τις σκονισμένες

κι απ’ του δακριού την άχνη νοτισμένες.

 

Έκπληκτοι όλοι, όσους προσπέρασες

με σκοτεινό το βλέμμα σε κυκλώνουν

στου λυτρωτικού του τέλους την πηγή

της λήθης το νερό, γιατί πρωτόπιες;

Κι εσύ; Αχ, με κείνα τα μαύρα μάτια

της λεπτής της θλίψης τα σταλάγματα,

απ’ του νικηφόρου αγώνα το στρατί

στου πικροχάροντα τα κελεύσματα

Με απορία να λες: «Μα τι έκανα;

Mην δεν ήμουν η φίλη σας, η καλή;

Μην δεν ήμουν συντρόφισα σπουδαία;

Δεν ζήτια του καθενός σας την παρέα;»

Πράγματι! Εσύ πουλάκι μας γλυκό,

με τους οικείους σου τα χέρια δέσαν.


Κι εμείς, ανάμεσα σ’ αγνώστους και καπνούς.

Στους ίδιους τους καπνούς που σε σκοτώσαν!

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.