Διαβιβάστηκε στη Βουλή η απάντηση της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λυδίας Κονιόρδου για το ζήτημα του ορισμού αρχαιολογικών χώρων εντός του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό, ύστερα από ερώτηση που είχαν καταθέσει 18 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. «Το υπουργείο έχει αποφασίσει να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτελέσει σωστά το έργο και την αποστολή του» αναφέρεται στο έγγραφο που φέρνει σήμερα στη δημοσιότητα το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξέλιξη και τα στάδια υλοποίησης της επένδυσης στην περιοχή του Ελληνικού. Πράγματι, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων και οι κεντρικές υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού έχουν εφιστήσει με τα έγγραφά τους την προσοχή στο ενδεχόμενο ανεύρεσης αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια εκτέλεσης έργων εντός του ακινήτου και έχουν προτείνει ως λύση για την προστασία τους, την κήρυξη, δεδομένου ότι στην αρχαιότητα αναπτύσσονταν στην περιοχή οι Αττικοί Δήμοι, του Ευωνύμου και του Αλιμούντος, σύμφωνα με την πολιτική διαίρεση του Κλεισθένη (508/7π.Χ)» αναφέρει η υπουργός Πολιτισμού.
«Το γεγονός αυτό και δεδομένης της εκ του Συντάγματος και του Νόμου υποχρέωσης του Κράτους και ειδικότερα του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού να περιλαμβάνει στους στόχους του οποιουδήποτε αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και πολεοδομικού σχεδιασμού την προστασία των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων, το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού έχει αποφασίσει να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτελέσει σωστά το έργο και την αποστολή του» υπογραμμίζει η Λυδία Κονιόρδου και προσθέτει ότι «προτεραιότητα του υπουργείου είναι η διάσωση, προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων του χώρου της επένδυσης και σε αντίθεση με όσους καταστροφολογούν ότι η πολιτιστική κληρονομιά «διώχνει τις επενδύσεις», πάγια θέση είναι ότι η θεσμική και φυσική προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος της χώρας μπορούν και πρέπει να συνυπάρξουν με τη σύγχρονη ζωή και την ανάπτυξη, διασφαλίζοντας βιωσιμότητα και αειφορία».
Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού βρίσκεται, όπως ενημερώνει τους βουλευτές, στη διαδικασία τελικού ελέγχου και οριοθέτησης της περιοχής της επένδυσης, η οποία, βάσει των έως σήμερα ενδείξεων, πρέπει να τύχει ιδιαίτερης μεταχείρισης και προσοχής κατά την εκτέλεση των έργων. Το στάδιο αυτό πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα και συναρτάται και από το είδος των εκμεταλλεύσεων που θα αναπτύξει ο επενδυτής στο χώρο.
«Στόχος του υπουργείου είναι – και αυτό αποτελεί δέσμευση και αδιαπραγμάτευτος όρος που θα καταγραφεί – όλα τα έργα που εκτελούνται στην περιοχή να παρακολουθούνται στενά και καθημερινά από την αρχαιολογική υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού η οποία μέσω εξειδικευμένου προσωπικού, θα παρακολουθεί, θα δίδει οδηγίες, εγκρίσεις και άδειες σε συνεργασία με τις κεντρικές υπηρεσίες και θα διακόπτει, εάν απαιτείται και για όσο χρειάζεται, την εξέλιξη των εργασιών προκειμένου να αξιολογηθούν, να μετακινηθούν ή και να αναδειχθούν οι τυχόν αρχαιότητες που θα εντοπιστούν», διαβεβαιώνει η υπουργός Πολιτισμού και εξηγεί ότι «με αυτή την προσέγγιση, δηλαδή μελέτης και τεκμηρίωσης καθενός από τα κτίρια της περιοχής για το χαρακτηρισμό τους ως μνημεία ή μη, ολοκληρώθηκαν και εκδόθηκαν πρόσφατα οι υπουργικές αποφάσεις βάσει της εισήγησης της υπηρεσίας. Ειδικότερα το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ) γνωμοδότησε υπέρ του χαρακτηρισμού ως μνημείου του αγγλικού υπόστεγου (παγόδα) και υπέρ του μη χαρακτηρισμού ως μνημείων των υπολοίπων υπό εξέταση κτισμάτων».