Εξαρθρώθηκε πολυμελής εγκληματική οργάνωση που διέπραττε την τελευταία δεκαετία, κλοπές πορτοφολιών από επιβάτες Μέσων Μαζικής Μεταφοράς στην Αττική.
Όπως προέκυψε από τη προανάκριση, οι συλληφθέντες είχαν συγκροτήσει εγκληματική οργάνωση, με διαρκή δράση τουλάχιστον την τελευταία 10ετια και διέπρατταν, επί καθημερινής βάσεως, κλοπές σε βάρος επιβατών του «ΜΕΤΡΟ» και του «Η.Σ.Α.Π.», από τους οποίους αφαιρούσαν πορτοφόλια ή άλλα αντικείμενα (π.χ. κινητά), ενώ στην συνέχεια διαμοίραζαν τα χρήματα μεταξύ τους, ή διέθεταν τα κλοπιμαία σε κλεπταποδόχους, αποκομίζοντας έτσι μεγάλα παράνομα οικονομικά οφέλη.
Οι περισσότερες κλοπές πορτοφολιών έχουν διαπραχθεί σε βάρος αλλοδαπών τουριστών διαφόρων εθνικοτήτων, από όλο τον κόσμο.
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης (modus operandi), προέκυψε ότι τα μέλη της είχαν κατανείμει μεταξύ τους διακριτούς ρόλους, δρώντας μεθοδικά και οργανωμένα, ως ακολούθως :
Με αφετηρία κεντρικούς σταθμούς του «ΜΕΤΡΟ» και του «Η.Σ.Α.Π.» («Ομόνοια», «Ευαγγελισμός», «Μέγαρο Μουσικής», «Πανόρμου», «Σύνταγμα», «Μεταξουργείο», «Καλλιθέα»), ενώνονταν σε προκαθορισμένες ομάδες, συνήθως των (3) έως (10) ατόμων και εισέρχονταν σε συρμούς, δείχνοντας «ιδιαίτερη προτίμηση» στα δρομολόγια από και προς το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη κίνηση τουριστών.
Για να μην κινούν υποψίες, τηρούσαν συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κανόνες, έτσι ώστε να προσαρμόζονται στις επικρατούσες συνθήκες και το περιβάλλον και να εκλαμβάνονται ως τουρίστες.
Αναλυτικότερα, μέλη της οργάνωσης κατά τη διάρκεια των δρομολογίων άλλαζαν συνεχώς συρμούς και βαγόνια, αναζητώντας κατά κύριο λόγο ανυποψίαστους τουρίστες ή ηλικιωμένους ή γενικότερα επιβάτες που είχαν το πορτοφόλι ή το κινητό τους σε τσέπη του παντελονιού τους.
Για την επίτευξη του σκοπού τους και προκειμένου να καλύπτουν τις κινήσεις των χεριών τους, χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα εφημερίδες, χάρτες, τσαντάκια, σακάκια, ζακέτες και άλλα παρεμφερή αντικείμενα.
Επιπλέον, προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτοί, αποσπούσαν την προσοχή του θύματος με τη δημιουργία τεχνητού συνωστισμού, από τη συμμετοχή άλλων μελών της ομάδας, έτσι ώστε ο ένας να δράσει με μεγαλύτερη ευκολία.
Πιο συγκεκριμένα τα μέλη της εκάστοτε ομάδας, περικύκλωναν το υποψήφιο θύμα και την στιγμή που ο ένας το έσπρωχνε, άλλο μέλος της ομάδας, συνήθως ο πιο «ελαφροχέρης», το προσέγγιζε και άρπαζε το πορτοφόλι, ή το κινητό του, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ταυτόχρονα, οι υπόλοιποι εγκλώβιζαν το θύμα, διασφαλίζοντας τη διαφυγή του δράστη.
Αυτός που αφαιρούσε το αντικείμενο το παρέδιδε άμεσα σε άλλο μέλος, και με αυτή την μορφή «σκυταλοδρομίας», ο τελευταίος απομακρυνόταν από το βαγόνι και αποβιβαζόταν στην επόμενη στάση, ενώ τα υπόλοιπα μέλη «σκόρπιζαν» σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Αφού απομακρύνονταν, ερευνούσαν τα πορτοφόλια αφαιρώντας από μέσα χρήματα κ.λπ. έγγραφα και στη συνέχεια τα απέρριπταν σε κάδους ή υπονόμους, κοντά στους σταθμούς και συνέχιζαν τη δράση τους.
Στη συνέχεια έτερα μέλη της οργάνωσης, με υποστηρικτικό ρόλο, έσπευδαν και παραλάμβαναν τα κλοπιμαία, έτσι ώστε αυτά να μην παραμένουν στην κατοχή των ομάδων «κρούσης», ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό, τον εντοπισμό τους με τα κλοπιμαία, σε τυχόν γενόμενο αστυνομικό έλεγχο.
Κατόπιν, τα αρχηγικά μέλη καθόριζαν τα μερίδια που αντιστοιχούσαν για κάθε μέλος της ομάδας.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω τη δράση τους, «προσλαμβάνονταν» προσωρινά περιφερειακά μέλη με βοηθητικό ρόλο, τα οποία λάμβαναν ως «ημερομίσθιο» περίπου 20-30 ευρώ, ανεξάρτητα των κλοπιμαίων που θα αποκόμιζαν.
Τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης είχαν αποφασιστικό ρόλο, καθορίζοντας την λειτουργία της οργάνωσης, ρυθμίζοντας τα επί μέρους θέματα σε όλα τα στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα:
• Ήταν υπεύθυνοι για «τη σύνθεση» των μελών της σπείρας που θα συγκροτούσαν κατά περίπτωση την «ομάδα κρούσης»,
• αποφάσιζαν το «ωράριο δράσης», (κυρίως μεταξύ των ωρών αιχμής όπου παρατηρείται μεγαλύτερη επιβατική κίνηση),
• επέλεγαν τα δρομολόγια, όπου θα δρούσαν οι ομάδες, φροντίζοντας να καλύπτουν διαδρομές και στις δύο γραμμές του «ΜΕΤΡΟ», καθώς και την γραμμή του «Η.Σ.Α.Π.», έτσι ώστε να καλύπτεται όλο το δίκτυο και οι ομάδες να μην παραμένουν συνεχώς στο ίδιο σημείο, με κίνδυνο να επισημανθούν.
Επιπρόσθετα, τα μέλη της οργάνωσης, στο πλαίσιο του «επιχειρησιακού σχεδιασμού», φρόντιζαν έτσι ώστε οι ομάδες να επιχειρούν σε διαφορετικά σημεία και να μην αλληλοκαλύπτονται, εκτός περιπτώσεων που εντόπιζαν μεγάλα «γκρουπ» τουριστών, οπότε και συνέκλιναν στο «επίμαχο» σημείο.
Έχοντας γνώση των μεθόδων της αστυνομίας, λάμβαναν μέτρα αντιπαρακολούθησης, φροντίζοντας να παραμένουν αθέατοι σε «τυφλά» σημεία, που δεν καλύπτονται από κάμερες ασφαλείας, ώστε να μην καταγράφεται η συνεχής παρουσία τους σε συγκεκριμένο χώρο, ενώ η έξοδος από τους σταθμούς, γινόταν πάντα επιβλέποντας για τυχόν αστυνομική παρουσία, ώστε να απομακρυνθούν προσωρινά, ή και να αναστείλουν προσωρινά τη δράση τους.
Επίσης, σε όλα τα στάδια της παράνομης δράσης τους λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες, χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα καταχωρημένα σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών, ασιατικής καταγωγής.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε ορισμένες περιπτώσεις, επέκτειναν την παράνομη δραστηριότητά τους, επιλέγοντας να μετακινούνται ανά την επικράτεια σε τουριστικά νησιά τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε σε αθλητικούς αγώνες, γιορτές και πανηγύρια, όπου συρρέει πλήθος κόσμου και παρατηρείται συνωστισμός.
Για την μεγιστοποίηση των κερδών τους, διέθεταν τα κινητά τηλέφωνα και λοιπά τιμαλφή σε συγκεκριμένο κλεπταποδόχο, που διατηρεί κατάστημα στο κέντρο των Αθηνών, είτε μέσω ταξιδιωτικού πρακτορείου τα διοχέτευαν στην Αλβανία, ενώ εξαργύρωναν το συνάλλαγμα που αποκόμιζαν από τις κλοπές σε ανταλλακτήρια στο κέντρο των Αθηνών.