“Good Time” από 23 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood

Facebook
Twitter
LinkedIn

Μετά το πολλά υποσχόμενο Heaven Knows What, το ανερχόμενο δίδυμο της ανεξάρτητης αμερικάνικης κινηματογραφικής σκηνής, Josh και Benny Safdie επιστρέφουν στους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης με το Good Time, μία αγωνιώδη περιπέτεια που καθηλώνει, καθώς παρακολουθεί την ανεξέλεγκτη πορεία δύο αδελφών προς άγνωστη κατεύθυνση. Πρωταγωνιστεί ο Robert Pattinson (The Twilight Saga, Cosmopolis, Maps to the Stars, The Lost City of Z), με μία ερμηνεία ορόσημο για την καριέρα του καθώς υπηρετεί έναν κόντρα ρόλο σε μία μεθυστική, ηλεκτρισμένη ταινία που θα μείνει αξέχαστη. Ένα καταιγιστικό και ξέφρενα απολαυστικό θρίλερ, όπου οι αντιήρωες που κατοικούν σ’ αυτό τον εφιαλτικό μικρόκοσμο είναι γενναίοι και πιστοί σε έναν καθαρά προσωπικό κώδικα τιμής κεντημένο με καλές προθέσεις και λάθος χειρισμούς. Στους τίτλους τέλους ακούγεται ένα τραγούδι που έγραψε και τραγούδησε, εμπνευσμένος από την ταινία, ο θρύλος της μουσικής Iggy Pop.

Σύνοψη:

Μετά από μία πρόχειρα στημένη ληστεία που πάει στραβά, ο απεγνωσμένος και έτοιμος για όλα Connie (Robert Pattinson), έχει ελάχιστο χρόνο για να σώσει τον αδελφό του Nick (Benny Safdie) από τη φυλακή. Μέσα μία νύχτα ποτισμένη με αδρεναλίνη, ο παράτολμός Connie κατρακυλά χωρίς τέλος σε πράξεις βίας και πανικού με φόντο τις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ο χρόνος μετράει σε βάρος του αδελφού του, αλλά και του ίδιου, καθώς οι ζωές τους κρέμονται από μία κλωστή.

Διάρκεια: 100’


Με επίκεντρο το περιθώριο

Για την πυρετώδη και φρενήρη πέμπτη ταινία μικρού μήκους, οι νεοϋορκέζοι αδελφοί κινηματογραφιστές, Josh και Ben Safdie (Heaven Knows What, Daddy Longlegs) επιστρέφουν στην πόλη τους για να διηγηθούν την ιστορία δύο αδελφών μετά από μία αποτυχημένη ληστεία που καταλήγει σε ανθρωποκυνηγητό στο Κουίνς.

Στα ίχνη του The Pleasure of Being Robbed του 2008, που είναι η πρώτη τους ταινία ορόσημο, οι Safdies συνθέτουν ένα ακόμα πορτρέτο του γοητευτικού περιθωρίου της Νέας Υόρκης, όπου οι χαρακτήρες ζουν την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Αυτή τη φορά, το δίδυμο συνεργάζεται για πρώτη φορά με καταξιωμένους ηθοποιούς, τον Robert Pattinson (The Twilight Sata, Cosmopolis, The Lost City of Z) και τους υποψήφιους για Όσκαρ Jennifer Jason Leigh (The Hateful Eight) και Barkhad Abdi (Captain Phillips).

Αντλώντας έμπνευση από τις αστικές ταινίες των Sidney Lumet, Martin Scosese και William Friedkin, το Good Time δημιουργεί ένα αυθεντικό μωσαϊκό από αξέχαστα πρόσωπα και μέρη, καθώς διαδραματίζεται σε μία μόνο νύχτα, ανάμεσα σε φυλακές, νοσοκομεία και ένα παρακμιακό λούνα παρκ. Όλα αυτά χωρίς η αφήγηση να χάνει την άρρηκτη σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια.

 

Ο λυρισμός του δρόμου

Στην προηγούμενη ταινία τους, οι αδελφοί Safdie διηγήθηκαν την οδυνηρή καθημερινότητα μιας άστεγης και εθισμένης στην ηρωίνη νεαρής κοπέλας με φόντο τα σκληρά αστικά τοπία και συμπρωταγωνιστές ερασιτέχνες ηθοποιούς.

Στη δεύτερη συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας Sean Price Williams (Iris, Listen Up Phillip), οι αδελφοί Safdies αναδεικνύουν τον λυρισμό στους καθημερινούς αγώνες των περιθωριακών κατοίκων της πόλης. Μέσα από τις υπνωτιστικές εικόνες του Williams, η ταινία ακολουθεί τον Connie και τον Nick, όσο χαράζουν διαφορετικές πορείες κατά τη διάρκεια μιας αξέχαστης νύχτας στη σκοτεινή Νέα Υόρκη, καθώς ο Connie προσπαθεί απεγνωσμένα να σώσει τον εαυτό του και τον αδελφό του από μία φτωχική και αδιάφορη ζωή με την ελληνοαμερικανίδα γιαγιά τους που δεν μιλάει λέξη αγγλικά.

«Έχουμε εμμονή με τους χαρακτήρες που ζουν τη στιγμή» λέει ο Josh. «Ο χρόνος είναι πάντα εχθρός και το παρόν υπάρχει έξω από τον χρόνο. Οι χαρακτήρες μας δεν ξέρουν τι θα τους φέρει η επόμενη μέρα ούτε καν η επόμενη ώρα. Είναι παραμερισμένοι άνθρωποι που μπορεί να εξαφανιστούν σε ένα δευτερόλεπτο, κι αυτό είναι μέρος της ομορφιάς και της γοητείας τους».

«Στο Good Time, η εμμονή μας με τους ανθρώπους του περιθωρίου εστιάζει σε ένα διαφορετικό είδος ξεχασμένων Αμερικάνων, των οποίων η αίσθηση του τώρα υποδεικνύεται περισσότερο από την πλοκή και την αφήγηση» επισημαίνει ο Josh. «Όσο πιο πολύ αναλογιζόμασταν στοιχεία όπως ο κίνδυνος, το επείγον και ο σκοπός τόσο καταλήγαμε να κάνουμε ένα pulp thriller στο στυλ grindhouse ταινιών (ταινίες που θυσιάζουν τις ερμηνείες, το υπόβαθρο των χαρακτήρων, την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και την πλοκή προς όφελος της βίας, των σεξουαλικών σκηνών και άλλων σοκαριστικών θεαμάτων)».

Ένας λαμπερός αντιήρωας

Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Robert Pattinson με μία βαθιά ερμηνεία καθώς απελπίζεται όλο και περισσότερο εξαιτίας μιας σειράς ατυχημάτων και εμποδίων και αξιοποιεί στο έπακρο έναν από τους πιο πλούσιους ρόλους του μέχρι σήμερα. Ο ηθοποιός μάλιστα εξαφανίζεται στον ρόλο του Connie Nikas, αλλάζει την εμφάνιση του, χώνεται μέσα σε μία κουκούλα, βάφει το μαλλιά του και μιλάει με μία προφορά μίλια μακριά από το καλοαναθρεμμένο αγόρι του The Twilight Saga.

Ο ηθοποιός ήρθε σε επαφή με το μοναδικό στυλ κινηματογράφησης των δημιουργών βλέποντας και μόνο μία φωτογραφία από τα προωθητικά υλικά του Heaven Knows What που λούζει την πρωταγωνίστρια σε φως από νέον. Μαγεμένος από το θέαμα, ο ηθοποιός προσέγγισε τα δύο αδέλφια που βρισκόντουσαν στο Austin για την πρεμιέρα της ταινίας το 2015. «Ο Rob μου είπε στο τηλέφωνο ότι ήθελε να συμμετέχει στην επόμενη ταινίας μας, όποια κι αν ήταν αυτή» εξηγεί ο Josh. «Όπου και να θέλαμε να τον οδηγήσουμε, είπε ότι ήθελε να πάει».

Μήνες μετά, αφού είδε το Heaven Knows What και τις προηγούμενες ταινίες τους, ο Pattinson βρέθηκε στο λόμπι ενός ξενοδοχείου στο Λος Άντζελες για να συζητήσει τη συνεργασία με τους αδελφούς Safdie. Οι δημιουργοί είχαν ήδη αρχίσει να δουλεύουν για μία ταινία, που θα ξεκινήσει γυρίσματα αρχές του 2018 με executive producer τον Martin Scorsese, αλλά ο Pattinson δεν ταίριαζε στον κόσμο αυτής της ταινίας, οπότε τα δύο αδέλφια άρχισαν να δουλεύουν μία νέα ιστορία ειδικά για τον Pattinson σε συνεργασία με τον συνεργάτη τους Ronald Bronsein. Οι τρεις τους στράφηκαν σε ειδήσεις των Daily News για μικροεγκληματίες με μεγάλα όνειρα και κακοσχεδιασμένα εγκλήματα. «Η ιστορία εξερευνά την ανηθικότητα. Η καλύτερη pulp αφήγηση είναι ανήθικη, είναι επικίνδυνη και δεν έχει ηθικό πυρήνα» λέει ο Josh.

Όμως ο Connie Nikas στα χέρια του Pattinson γίνεται πιο πολύπλοκος από έναν μηδενιστή αντι-ήρωα, στα χνάρια των μεγάλων κινηματογραφικών αντιηρώων της δεκαετίας του ’70. Ο Josh εξηγεί: «Είναι σημαντικό για εμάς να αγαπάμε τους χαρακτήρες μας, είναι πάντα ήρωες. Αρνούνται να βιώσουν τη ζωή όπως τους έχει έρθει και κάνουν τα πάντα για να ξεχωρίσουν. Με τον Rob, βρήκαμε έναν φοβερά γοητευτικό και αρεστό άντρα, αλλά είχε και ένα παράδοξο. Μπορούσε να δημιουργήσει έναν περιθωριακό τύπο που όμως θέλει να συνδεθεί. Όταν γράφεις για κάποιον, πρέπει να βάλεις κάτι από τον ίδιο. Ο Rob έδωσε ευαισθησία τον Connie και αυτό το βρίσκω πολύ ελκυστικό».

Ένα ακόμα αστέρι

Εκτός από τον Robert Pattinson και την Jennifer Jason Leigh, οι αδελφοί Safdie ήθελαν πολύ να ξανασυνεργαστούν με τον Buddy Duress, που τον είχαν ανακαλύψει στην προηγούμενη ταινία τους. «Το Heaven Knows What ήταν η αποκάλυψη του Buddy Duress ως ερμηνευτή» λέει ο Josh. «Θέλαμε πολύ να συνεχίσουμε τη συνεργασία μαζί του» προσθέτει ο Benny. Αρχικά, το Good Time βασιζόταν σε άλλη ισορροπία μεταξύ του Pattinson και του Duress, όμως οι ρόλοι άλλαξαν γρήγορα όσοι οι σεναριογράφοι ανέπτυσσαν την ιστορία. «Ο σπόρος για αυτή την ταινία ήταν να βάλουμε τον Rob και τον Buddy μαζί σε μία ταινία» εξηγεί ο Josh. «Αρχικά ήταν ο Rob που είχε τον υποστηρικτικό ρόλο δίπλα στον Buddy».

Ο Duress εμφανίζεται κάπου στη μέση της ταινίας και υποδύεται έναν ελεύθερο με αναστολή τύπο, τον Ray, που συνεργάζεται με τον Connie για να πουλήσουν στα γρήγορα LSD. Ο ηθοποιός χαρίζει μια ακόμα αξέχαστη κινηματογραφική παρουσία, με την ηλεκτρισμένη του ερμηνεία στα πρότυπα των απατεώνων, όπως ο Ratso Rizzo στο Midnight Cowboy και ο Sonny Wortzik στο Dog Day Afternoon, όπως τους ερμήνευσαν οι Dusty Hoffman και Al Pacino, αντίστοιχα.

Ο ηθοποιός ήταν στη φυλακή όταν το Heaven Knows What έκανε πρεμιέρα στη Βενετία και το Τορόντο και έκλεβε τις εντυπώσεις του κοινού και των κριτικών για την καταπληκτική του ερμηνεία ως Mike. Οι αδελφοί Safdie βοήθησαν τον ταλαντούχο ηθοποιό να γραφτεί σε μαθήματα υποκριτικής μετά την αποφυλάκιση του. «Ο Buddy διατηρεί ακόμα κάτι το ακατέργαστο μέσα του, αλλά είναι κάποιος, σαν τον Barkhad Abdi, που εμφανίζεται επίσης στην ταινία, που εμφανίστηκε από το πουθενά και έμαθε να παίζει εμπειρικά, πριν μελετήσει την υποκριτική τέχνη με πιο παραδοσιακό τρόπο» εξηγεί ο Benny.

 

Ο ιστός της ιστορίας

Με τον Pattinson να αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Josh και ο Bronstein συνέθεσαν μια λεπτομερή βιογραφία του Connie Nikas για να τροφοδοτήσουν τον πολυάσχολο ηθοποιό, που ακόμα γύριζε το The Lost City of Z, με στοιχεία που χρειαζόταν για να πλάσει τον χαρακτήρα του. «Ο Rob προέρχεται από ένα προάστιο στο Λονδίνο και έπρεπε να αφομοιώσει πολύ γρήγορα τον άγριο κόσμο στο Κουίνς, είχε την πιο δύσκολη δουλειά στην ταινία» παραδέχεται ο Josh. «Ο Buddy μπορούσε να αντλήσει υλικό από τη ζωή του, αλλά ο Rob όχι, οπότε δουλέψαμε για μήνες καθώς εξελίσσαμε τον χαρακτήρα του Connie στο σενάριο».

Σε αυτό το στάδιο, ο Connie αναδύθηκε ως ένας όχι ιδιαίτερα πολυμήχανος εγκληματίας με περίπλοκο παρελθόν, με προβληματική εφηβεία που τον οδήγησε σε μία σύντομη φυλάκιση. Παράλληλα, αναπτύχθηκε η σχέση του με τον αδελφό του. «Όταν ο Connie μπαίνει στη φυλακή, αρχίζει να σκέφτεται τι πήγε λάθος» εξηγεί ο Josh. «Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να επανορθώσει τα λάθη που έχει κάνει σε βάρος του αδελφού του, να βρει έναν τρόπο να είναι ελεύθεροι, να σωθούν από έναν απελπιστικό κόσμο με κακοπληρωμένες δουλειές και άλλες παγίδες».

Παρ’ όλο που το 98% του υλικού αυτού δεν εμφανίζεται στην ταινία, βοήθησε τον Pattinson να ενσαρκώσει τον Connie. «Μου άρεσαν οι βιογραφίες που μου έστελναν» σημειώνει ο Pattinson. «Δεν ήταν θολές ιστορίες για το πώς ο Connie πήγε φυλακή όταν ήταν μικρός, αλλά έδιναν συγκεκριμένους λόγους γιατί συνέβη αυτό, πόσο χρόνο έμεινε μέσα, πότε βγήκε και πώς ένιωθε που έκλεβε αυτοκίνητα».

Οι αδελφοί Safdie και ο Bronstein άλλωστε μελέτησαν πραγματικούς εγκληματίες που λήστευαν τράπεζες με ασυνήθιστους τρόπους.

Τα δύο αδέλφια

Όταν ολοκληρώθηκε το σενάριο, η σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια έγινε το κεντρικό στοιχείο της ιστορίας. Το σενάριο εξετάζει την αγάπη ανάμεσα στα δύο αδέλφια που οδηγεί τον Connie στα άκρα. «Μπορώ να καταλάβω την ανάγκη να σταθείς στον αδελφό σου μέχρι το τέλος» παραδέχεται ο Benny. «Είναι κάτι που μας έχει εντυπωθεί από μικρή ηλικία. Η παιδική μας ηλικία είχε πολλή φασαρία και δράματα και ήμασταν η μόνη σταθερή ο ένας για τον άλλον».

Ο Benny αποφάσισε να αναλάβει τον ρόλο. «Ο Rob κι εγώ γράφαμε γράμματα για βδομάδες ως Nick και Connie συζητώντας τις ζωές μας. Αναπτύξαμε μία βαθιά ιστορία από την οποία μπορούσαμε να αντλήσουμε στοιχεία. Βοήθησε τον Rob να δημιουργήσει ένα πλούσιο παρελθόν για τον Connie ενώ μου επέτρεψε να καταλάβω τι πυροδότησε τον Nick. Όπου και τον βάλεις, αν είναι μόνος και κανείς δεν τον ενοχλεί, είναι χαρούμενος. Ξέρει να υπερασπίζεται τους άλλους, αλλά μέσα στη φυλακή, δεν ξέρει τα όρια του. Δεν καταλαβαίνει τις συνέπειες».

Ο Benny είχε μάθει να αυτοσχεδιάζει στον ρόλο του Nick και μάλιστα σε κάποια φάση της προετοιμασίας πέρασε από εξέταση νοητικής κατάστασης. Υιοθέτησε τον χαρακτήρα του ρόλου όσο έκαναν πρόβες και εκτελούσε κάποια καθήκοντα συν-σκηνοθέτη ενώ ήταν ακόμα στον ρόλο. «Ήταν μια πρόκληση γιατί έπρεπε να μπω σε μία τρύπα όπου δεν είχα πρόσβαση σε κάποια συναισθήματα» παραδέχεται ο Benny. «Είχα κάνει μαθήματα πυγμαχίας και είχα πάρει βάρος για έναν άλλο ρόλο, αλλά κατάλαβα ότι ήταν η ώρα να τα αξιοποιήσω εδώ. Η παρουσία του Nick έχει να κάνει με τον χαρακτήρα, δεν είναι κάποιος που σπρώχνεις ή αγνοείς, είναι πιο ευερέθιστος και σύνθετος. Δεν μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις του».

Δουλεύοντας στη στιγμή

Και ο Pattinson μπήκε στο πετσί του Connie πριν αρχίσει το γύρισμα και δοκίμασε τη δυναμική μεταξύ των δύο αδελφών σε μία επίσκεψη σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. «Μιλήσαμε με τους υπαλλήλους όπου ο Nick θα παραγκωνιζόταν γιατί είναι διαφορετικός» εξηγεί ο Benny. Ο Pattinson, τον οποίο οι θαυμαστές αναγνωρίζουν στον δρόμο  βρήκε τον αυτοσχεδιασμό συναρπαστικό. «Προσπάθησα να εξαφανιστώ μέσα στον Connie, οπότε ήμουν αόρατος στον δρόμο όταν κάναμε γύρισμα» λέει ο ηθοποιός. «Νόμιζα ότι θα με καταλάβουν. Μεγάλο μέρος της προετοιμασίας ήταν να μη σκέφτομαι ότι είμαι διάσημος. Ανησυχούσα συνέχεια ότι θα με αναγνώριζαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης και ότι ο ρεαλισμός της ταινίας θα κατέρρεε».

Η ταινία κράτησε τον Pattinson στην τσίτα όσο γυριζόταν, κι έτσι ζούσε τη στιγμή όπως ο Connie. Αντλώντας έμπνευση από την ατελείωτη ενέργεια των αδελφών Safdie, έγινε ατρόμητος και έτοιμος για οτιδήποτε μπορεί να προέκυπτε σε αυτή την παραγωγή. «Έγραφαν επί τόπου διαλόγους που ήταν από τους καλύτερους που έχω διαβάσει»

λέει ο Pattinson. «Σκεφτόντουσαν διαλόγους σε πέντε λεπτά και τους αποκαλούσαν πρόχειρους. Υποτίθεται ότι εγώ θα τους άλλαζα κατά βούληση. Αλλά κατέληγα να λέω ό,τι είχαν γράψει ακριβώς γιατί ήταν τέλειο».

Ο διάσημος ηθοποιός συνήθισε να ανταποκρίνεται στην ανορθόδοξη προσέγγιση των δύο δημιουργών. «Γυρίζαμε ένα κυνηγητό μέρα μεσημέρι και δεν είχαμε άδειες» εξηγεί ο Pattinson. «Ο Josh και ο Benny κρατούσανε τα μόνιτορ και σκηνοθετούσαν ενώ έκλειναν έναν δρόμο με τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν ατρόμητοι». Του έκανε εντύπωσε ο μοναδικός τρόπος κινηματογράφησης των αδελφών Safdie, που ήταν τόσο φρενήρης όσο οι σκηνές στα σενάρια τους. «Υπάρχουν άνθρωποι που διαπρέπουν μέσα στο χάος, κι αυτό είναι ένα προτέρημα που έχουν οι σκηνοθέτες» εξηγεί ο ηθοποιός. «Καμία φορά αναρωτιέμαι αν επιβάλουν το χάος στις ζωές τους, γιατί μοιάζουν να το απολαμβάνουν».

Το βρώμικο αστικό

Η ταινία διαδραματίζεται στο Κουινς και γύρω από αυτό, όπου ο Josh και ο Benny πέρασαν την εφηβεία τους, και παίζει το δικό του ρόλο, αντίστοιχα σημαντικό με τους χαρακτήρες της ταινίας. Όπως στη μέχρι σήμερα δουλειά τους, οι δημιουργοί θέλησαν να αιχμαλωτίσουν τις αποχρώσεις της γειτονιάς τους. «Μία από τις πιο φοβερές ταινίες όλων των εποχών είναι το Saturday Night Fever, που διαδραματίζεται στην ιταλοαμερικανική κοινότητα στο Μπρούκλυν» επισημαίνει ο Josh. «Το Κουίνς  που ξέρουμε και αγαπάμε έχει την αίσθηση αυτής της κοινότητας σε σχέση με την εθνολογική σύσταση της. Θέλαμε να αιχμαλωτίσουμε την ενέργεια της γειτονιάς με τον τρόπο του Saturday Night Fever». Ο Connie Nikas, με τα όνειρα του να ξεφύγει από το Κουινς είναι η εκδοχή του Tony Manero από τους αδελφούς Safdie. «Ξερώ τον Connie. Τον έχω ξανασυναντήσει» λέει ο Josh. «Είναι ο τύπος του ξερόλα που έχει πρόσβαση στο Μανχάταν, αλλά δεν θα ζήσει ποτέ εκεί».

Το Κουίνς είναι η γενέτειρα πολλών διάσημων προσωπικοτήτων όπως οι Simon & Garfunkel, Donald Trump και The Ramones. Υπάρχουν σημεία που κυριαρχούν συγκεκριμένες εθνικότητες. «Το Κουινς μοιάζει απομονωμένο, αλλά είναι και φοβερά ποικιλόμορφο, με αναπάντεχες τοποθεσίες και φοβερές εικόνες που θέλουμε να αιχμαλωτίζουμε στη δουλειά μας» εξηγεί ο Josh. «Αυτά τα μέρη τα βρίσκεις μόνο σε ιδιαίτερες γειτονιές και αναδεικνύονται τέλεια στο φιλμ».

Αλλά και η ψυχολογία του περιθωρίου καταγράφεται στην ταινία. «Οι άνθρωποι είναι περήφανοι να λένε ότι είναι από το Κουίνς, αλλά υπάρχει η ανάγκη να ξεφύγουν και να τα καταφέρουν στη μεγάλη πόλη, γιατί το Μανχάταν θεωρείται το κέντρο της Νέας Υόρκης» εξηγεί ο Josh. «Πολλοί άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν μέχρι εκεί κι αυτό θεωρείται τραγικό».

Ξαφνικά διάσημοι

Για χρόνια, οι αδελφοί Safdie έχουν χτενίσει τους δρόμους της Νέας Υόρκης αναζητώντας ανθρώπους και μέρη για τις ταινίες τους, πάντα με το κριτήριο να δείξουν το στοιχεία της ζωής στον δρόμο. Ο Josh ανακάλυψε την Arielle Holmes, την πρωταγωνίστρια του Heaven Knows What, όταν έκανε διάλειμμα για φαγητό από τη δουλειά της. «Το ταλέντο γίνεται η ψυχή της ταινίας. Βλέπεις κάποιον στον δρόμο, σου κάνει εντύπωση και μπορεί να αρχίσεις να μιλάς» εξηγεί ο Josh. «Μετά τους βγάζεις μερικές φωτογραφίες. Μπορεί να δώσουν στοιχεία στην ταινία με αυτόν τον τρόπο».

Για το Good Time, αναζήτησαν μία ευρεία γκάμα χαρακτήρων, από γιαγιάδες και αστυνομικούς περιπολίας μέχρι νεαρά κορίτσια που μόλις αποφυλακίστηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της 16χρονης Taliah Webster, που κάνει το ντεμπούτο της ως Crystal. Το μυστικό κλειδί είναι να υπάρχει το στοιχείο του αιφνίδιου σταρ, όπως το χαρακτηρίζουν οι δημιουργοί. «Έχουν μια δύναμη που σε κάνει να θες να μάθεις περισσότερα για αυτούς» λέει ο Josh.

Ένα τέτοιο αιφνίδιο αστέρι είναι η μετανάστρια από την Αϊτή Gladys Mathon, την οποία ανακάλυψαν στον δρόμο και υποδύεται τον ρόλο της Gladys, της γυναίκας που συναντά τον Connie σε ένα ασθενοφόρο. «Η Gladys εμφανίστηκε στην οντισιόν με ένα απίστευτο φουλάρι και ψηλόμεσο παντελόνι» εξηγεί ο Benny. «Τα αγγλικά δεν είναι η μητρική της γλώσσα και δεν έλεγε σωστά όλες τις ατάκες, αλλά ό,τι έλεγε ήταν αυθεντικό, ακόμα και ποιητικό. Μπορούσε να πει οτιδήποτε και να ακούγεται ειλικρινές. Είχε μια σαγηνευτική αίσθηση και αποθέωσε την ερμηνεία της παρ’ όλο που άλλαζε συνέχεια τους διαλόγους. Έκανε τα πάντα καλύτερα με την παρουσία της και τον τόνο της φωνής της».

Ένα ακόμα αιφνίδιο αστέρι ήταν ο ψυχίατρος που υποδύεται ο Peter Verby, μία ισχνή, φελινική παρουσία που την πρωτοβλέπουμε να παίρνει συνέντευξη στον Nick στην αρχή της ταινίας. «Όλοι όσοι βλέπουν την ταινία αναρωτιούνται ποιος είναι αυτός, νομίζουν ότι είναι ένας καρατερίστας από τη δεκαετία του ’70 ή του ‘80» εξηγεί ο Josh. «Αλλά στην αληθινή ζωή είναι ένας δικηγόρος ποινικών υποθέσεων που καμία φορά εκπροσωπεί μικροεγκληματίες. Κατέληξε να βοηθά τον Rob να σχηματίσει τον χαρακτήρα του, καθώς μοιραζόταν ιστορίες όλων αυτών των ανθρώπων που έχει εκπροσωπήσει και του θύμισαν τον Connie Nikas».

Οι αγνοί και οι καταραμένοι

Η ατμοσφαιρική ηλεκτρονική μουσική που συνοδεύει την ταινία γράφτηκε από τον συνθέτη Daniel Lopatin που εδρεύει στο Μπρούκλυν και ηχογραφεί με το ψευδώνυμο Oneohtrix Point Never. Οι αδελφοί Safdie ήθελαν έναν μοντέρνο ηλεκτρονικό ήχο για την ταινία καθώς και να αιχμαλωτίσουν μέσα από τη μουσική την ηλεκτρισμένη ενέργεια που έχουν οι χαρακτήρες. «Η μανία είναι ένα συναίσθημα που γεννάει αυτή η ταινία» εξηγεί ο Josh. «Θέλαμε μία μουσική που να έχει πάντα αυτή τη συχνότητα». Η μουσική γράφτηκε σε 9 εβδομάδες. «Έγινε η ψυχή της ταινίας μας» λέει ο Josh. «Κάθε οπτικό στοιχείο έχει τον ήχο του, μέχρι και το πορτοκαλί φούτερ με κουκούλα που φοράει ο Connie σε μία σκηνή. Η μουσική ήταν ένας ακόμα χαρακτήρας στην ταινία».

Ο Lopatin ηχογράφησε ένα τραγούδι με τον θρύλο Iggy Pop, που έγραψε στίχους αφού είδε υλικό από την ταινία, χωρίς την παρουσία ή την καθοδήγηση των δημιουργών. Η συνεργασία έδωσε το The Pure and the Damned που παίζει στην τελευταία σκηνή όπου ο Nick βαδίζει διστακτικά στην καινούρια του ζωή. «Ο Iggy είδε τον Connie ως καταραμένο και τον Nick  ως αγνό» εξηγεί ο Josh. «Υπονοεί ότι ο αγνός ενεργεί από αγάπη μόνο, όπως και ο καταραμένος. Το τραγούδι υπογραμμίζει την ιδέα ότι ο Connie έχεις καλές προθέσεις καθώς η ταινία καταλήγει σε ένα αδιάλλακτο συμπέρασμα».

Η συνεισφορά του Iggy Pop βοήθησε τους αδελφούς Safdie να δουν τους χαρακτήρες κάτω από ένα άλλο πρίσμα. Δεν είναι ανήθικοι εγκληματίες, αλλά σύνθετοι άνθρωποι με πολλές αποχρώσεις που αναζητούν μία καλύτερη ζωή. Ο Josh εξηγεί: «Καθηλώθηκα όταν άκουσα τον μονόλογο του Iggy που λέει ότι θέλει να ξεμπερδέψει με τα νήματα που τον κρατάνε, είδα ξεκάθαρα ότι ο Connie έχει καλή πρόθεση, απλώς έχει πιαστεί στα δίχτυα. Η ληστεία ήταν ο τρόπος του να δώσει στον αδερφό του μια καλύτερη ζωή. Είχε έναν σκοπό, ήθελε να περάσουν καλά, παρά τις προσπάθειες πολλών που στέκουν εμπόδια στον δρόμο τους».

Ο Benny προσθέτει: «Ήταν καταπληκτικό να ακούς ένα τραγούδι που εκφράζει τη μεριά του Connie και του Nick. Ο Iggy ένιωσε τον δεσμό μεταξύ τους και τη μοιραία θέση του Connie. Μπορεί να ήθελε να σώσει τον αδελφό του, αλλά γαντζώθηκε στα δίχτυα της ζωής και της γραφειοκρατίας. Αυτό το τραγούδι αιχμαλωτίζει την ουσία της ταινίας».


Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Josh Safdie, Benny Safdie

Σενάριο/ Ronald Bronstein, Josh Safdie

Παραγωγοί: Sebastian Bear-McClard, Oscar Boyson, Jean-Luc de Fanti, Terry Douglas, Paris Kasidokostas Latsis

Παίζουν: Robert Pattinson, Benny Safdie, Jennifer Jason Leigh, Barkhad Abdi, Buddy Duress, Taliah Webster, Peter Verby, Gladys Mathon, Necro

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Sean Price Williams

Μουσική: Oneohtrix Point Never

Μοντάζ: Benny Safdie, Ronald Bronstei

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.