Το τέλος ενός από τους διασημότερους λογίους του 18ου αιώνα σφραγίστηκε από τη δολοφονία του. Τον Ιούνιο του 1768 ο Γιόχαν-Γιόαχιμ Βίνκελμαν δολοφονείται με στιλέτο σε ταπεινό πανδοχείο της Τεργέστης. Ήταν μόλις 50χρονών. Το μυστήριο δεν λύθηκε ποτέ. Ταξίδευε inkognito και έπεσε θύμα ληστείας; Ή μήπως τον σκότωσε ένας τυχαίος, εφήμερος εραστής;
Ο Βίνκελμαν γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1717 στο Στένταλ της Σαξωνίας. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης. Η καριέρα του στον χώρο των αρχαιογνωστικών επιστημών υπήρξε εντυπωσιακή και τον αδόκητο χαμό του θρήνησε τότε όλος ο πνευματικός κόσμος της Γερμανίας. Αργότερα ο Γκαίτε χαρακτήρισε τον 18ο αιώνα «εκατονταετία του Βίνκελμαν».
Το πάθος του Βίνκελμαν για τη μελέτη της αρχαιότητας τον αποδέσμευσε από το πατρικό εργαστήρι. Ο ίδιος ο πατέρας του ήταν ο πρώτος που αποδέχθηκε το πάθος του γιου. Τον έστειλε σε ένα κλασσικό σχολείο με έμφαση στα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά. Στα μέσα του 18ου αιώνα εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος έξω από τη Δρέσδη, την εποχή που ανεγείρονταν τα μεγάλα μνημεία της πόλης, ο Ναός της Παναγίας (Frauenkirche) ή η Πινακοθήκη Τσβίνγκερ.
Και τότε ακριβώς ο Βίνκελμαν προκαλεί ένα πρωτόγνωρο θόρυβο με τις απόψεις του. Στη μελέτη του «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική» ανακηρύσσει τα ελληνικά αγάλματα ως το υψηλότερο ιδανικό της τέχνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Βίνκελμαν διαφοροποιείται για πρώτη φορά από τον κλασσικισμό των Γάλλων και Ιταλών συγχρόνων του που προσανατολιζόταν κατά βάση στη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Και θεμελιώνει έτσι τη γερμανική ελληνολατρία που στην εποχή της γένεσής της ήταν μια πνευματική επανάσταση.
Τότε διατύπωσε και την άποψη, που θα γίνει αργότερα σύνθημα της κλασσικής περιόδου της Βαϊμάρης γύρω από τον Γκαίτε, τον Σίλερ και τον Χέρντερ, ότι τα αρχαία γλυπτά (για παράδειγμα το Σύμπλεγμα του Λαοκόοντος) διαθέτουν «ευγενική απλότητα και γαλήνιο μεγαλείο». Η ρήση αυτή σήμαινε απόρριψη των παιχνιδισμάτων του ροκοκό και του μπαρόκ. Σήμαινε τη θεμελίωση ενός πνευματικού παρελθόντος για τον γερμανικό λαό, στηριγμένου στη διανοητική καθαρότητα της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή ήταν η καίρια συμβολή του Βίνκελμαν στην πνευματική ιστορία της νεώτερης Ευρώπης.
Στη συνέχεια πήγε στη Ρώμη, όπου ανακάλυψε τους λογοτεχνικούς και αρχαιολογικούς θησαυρούς της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, της Πομπηίας και της Ηράκλειας. Έτσι προέκυψε το 1764 το κεφαλαιώδες έργο του «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας», με το οποίο θεμελίωσε ουσιαστικά την αρχαιολογία και την ιστορία της τέχνης εισάγοντας μεταξύ άλλων και τη διάκριση των καλλιτεχνικών περιόδων σε φάσεις ανάπτυξης, ωριμότητας και παρακμής.
Έγινε διάσημος σε ολόκληρη την Ευρώπη, διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Βατικανό και τη Ρώμη, έγινε μέλος πολλών φημισμένων ακαδημιών του καιρού του. Δεν επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα. Στο τελευταίο του ταξίδι πριν επιστρέψει στη Γερμανία κατέληξε στο πανδοχείο της Τεργέστης. Ο δολοφόνος του ανέφερε κατά την ανάκριση ότι είχε βρει στη βαλίτσα του θύματος ένα βιβλίο γραμμένο «σε μια παράξενη γλώσσα». Ήταν τα έπη του Ομήρου.