της Δήμητρας Κυρανούδη
H Ζωρζέτ Τσιγγιρίδη είναι ελληνογερμανίδα σολίστ του Μπαλέτου Στουτγάρδης, χορογράφος και πρώτη χορολόγος της Γερμανίας που διέπρεψε για πάνω από 70 χρόνια.
«Αν δεν περάσεις ως μπαλαρίνα από το Παρίσι, τη Μόσχα και το Λονδίνο δύσκολα μπορείς να σταθείς στη σκηνή του παγκόσμιου κλασικού μπαλέτου. Ο κόσμος του μπαλέτου είναι δύσκολος, σκληρός. Κάθε μέρα ξεκινάς από την αρχή. Πρόβα και ξανά πρόβα. Και στην παράσταση πάντα μπορεί να κάνεις λάθη. Αλλά από τα λάθη μαθαίνεις». Με λίγα, απλά λόγια, χιούμορ, αυτοσαρκασμό και μια πηγαία, ανεπιδήδευτη κομψότητα, αποτέλεσμα μιας γνήσιας αστικής ανατροφής μακρινών εποχών, μας υποδέχθηκε η ελληνικής καταγωγής Γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφος Ζωρζέτ Τσιγγιρίδη στο σπίτι της λίγο έξω από την Στουτγάρδη.
Ένα φιλόξενο σπίτι που κουβαλά στην κυριολεξία μέσα του όλη την ιστορία του 20ου αιώνα, ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του παγκόσμιου μπαλέτου αλλά και μπόλικη Ελλάδα. Τοίχοι γεμάτοι ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα παιδικά της χρόνια, τους γονείς και τους παππούδες της αλλά και φυσικά από τις αναρίθμητες παραστάσεις μπαλέτου και τους σπουδαίους σολιστικούς ρόλους που ερμήνευσε σε όπερες και χοροθέατρα όλου του κόσμου. Μια γεμάτη ζωή μέσα στον χορό για τον χορό
«Ο χορός είναι ένας αλλά εγώ είχα την τύχη να έχω δύο καριέρες, ως σολίστ μπαλαρίνα και ως χορογράφος-χορολόγος», λέει η ίδια. «Δεν φτάνει μια μικρή συνέντευξη για να μιλήσει κανείς για τα 70 και πλέον χρόνια που πέρασα στο Μπαλέτο της Στουτγάρδης», λέει η ίδια χαριτιλογόντως. Και πράγματι έτσι είναι, άλλωστε οι ειδικοί του κλασικού χορού και ο διεθνής τύπος έχουν μιλήσει πολλές φορές για το «φαινόμενο Ζωρζέτ». Ξεκίνησε χορό σε ηλικία επτά ετών στο συντηρητικό προπολεμικό Μπαλέτο της Στουτγάρδης, στην ίδια μάλιστα αίθουσα έμελλε να διδάξει αργότερα η ίδια σε πολλές γενιές νεότερων χορευτών. Ξεχώρισε εξαρχής, αν και ήταν μικροκαμωμένη και δεν είχε τις τυπικές αναλογίες μιας μπαλαρίνας. Η εξέλιξή της ήταν όμως αστραπιαία. Σπουδές κλασικού μπαλέτου στο Παρίσι, όπου μαθήτευσε δίπλα σε αυστηρές ρωσίδες μπαλαρίνες αλλά και στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Σε ηλικία μόλις 17 χρονών, το 1945, έκλεισε το πρώτο της συμβόλαιο στο Μπαλέτο της Στουτγάρδης ως επαγγελματίας πλέον μπαλαρίνα. Οι επόμενες δεκαετίες ήταν καθοριστικές για την ίδια αλλά και την πορεία του κλασικού μπαλέτου.
Ημερομηνία σταθμός στην καριέρα της ήταν δίχως αμφιβολία το 1961, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του Μπαλέτου ο διάσημος νοτιοαφρικανός χορογράφος Τζον Κράνκο. Δίπλα του η Ζωρζέτ, πλέον μια καταξιωμένη σολίστ, μυήθηκε στο λεγόμενο σύστημα Benesh Movement Notation, έναν νέο τρόπο καταγραφής και διδασκαλίας κλασικών έργων μπαλέτου σε ένα ειδικό πεντάγραμμο προσαρμοσμένο στις ανάγκες του χορού. Κάθε κίνηση του κεφαλιού, κάθε διάταση των χεριών, κάθε πιρουέτα αλλά και το παραμικρό βήμα καταγράφονται σχολαστικά σαν νότες πάνω στο χαρτί, όπως εξηγεί με λεπτομέρεια η Ζωρζέτ, δείχνοντάς μας μερικές από τις αυθεντικές παρτιτούρες του Τζον Κράνκο. Η Ζωρζέτ ήταν μάλιστα η πρώτη ειδικός χορολόγος (choreologist) στη Γερμανία, έχοντας κάνει επιπλέον εξειδικευμένες σπουδές πάνω στο σύστημα Benesh στην ομώνυμη Ακαδημία του Λονδίνου. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Κράνκο το 1975 σε μια πτήση από τη Νέα Υόρκη, η Ζωρζέτ ανέλαβε πλέον η ίδια τη συνέχιση της κληρονομιάς του Τζον Κράνκο στην ήδη καταξιωμένη «Σχολή Κράνκο», που ήδη λειτουργούσε στη Στουτγάρδη ως ανώτατη κρατική σχολή μπαλέτου. Η Ζωρζέτ Τσιγγιρίδη αποχώρησε από την ενεργό δράση μόλις τον Ιούλιο του 2017, κι έχοντας γιορτάσει με κάθε τιμή το 2015 τα 70 χρόνια αδιάλειπτης συνεισφοράς στο Μπαλέτο της Στουτγάρδης.
Για τη Ζωρζέτ Τσιγγιρίδη όμως όλη αυτή η συναρπαστική ζωή και η λαμπερή καριέρα δεν ήταν εύκολη, ούτε δεδομένη. «Από μικρή έπρεπε εγώ, όπως και η ζωγράφος αδερφή μου Ελαία, να παλέψουμε μόνες για όλα». Ο πατέρας τους, Χρήστος Τσιγγιρίδης, καταγόταν από τη Φιλιππούπολη. Σπούδασε μηχανολογία στο Πολυτεχνείο της Στουτγάρδης κι εκεί γνώρισε τη μητέρα της Ζωρζέτ και της Ελαίας, τη Βελγίδα Μαρί Λουίζ Φόγκελ, γόνο παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας κοσμηματοπωλών, που όμως πτώχευσαν στον μεσοπόλεμο. Μετά το γάμο ο Χρήστος Τσιγγιρίδης αποφασίζει να αφήσει το εμπόριο καπνού που έκανε στη Γερμανία και με τα χρήματα που κέρδισε αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο εφηβικό του όνειρο πραγματικότητα: να επιστρέψει στην πατρίδα και να ιδρύσει έναν σύγχρονο ραδιοφωνικό σταθμό, κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα του μεσοπολέμου. Όπερ και εγένετο. «Το Ράδιο Τσιγγιρίδη που εξέπεμπε από τον Λευκό Πύργο ήταν το πρώτο στην Ελλάδα» λέει με καμάρι η Ζωρζέτ, «η ιστορία του πατέρα μου είναι κομμάτι της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας». Πράγματι. Η οικογένεια ζούσε μεταξύ Στουτγάρδης και Θεσσαλονίκης για κάποια χρόνια, η μητέρα των κοριτσιών όμως πέθανε νωρίς κι έτσι ο πατέρας τους αποφάσισε να τις αφήσει στη γιαγιά τους στη Γερμανία για να συνεχίσει ο ίδιος το ρηξικέλευθο ραδιόφωνο. Έπειτα ήρθε ο πόλεμος και το οικογενειακό δράμα συνεχίστηκε.
«Ο πατέρας μας φυλακίστηκε στην Ελλάδα από τους ναζί όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον πέρασαν για κατάσκοπο επειδή είχε γυναίκα Γερμανίδα. Επικοινωνούσαμε με γράμματα. Δεν τον είδαμε ξανά. Πέθανε αμέσως μετά τον πόλεμο», θυμάται η Ζωρζέτ. Παρόλαυτα αυτά δεν το έβαλε κάτω η ίδια, το δικό της όνειρο ήταν ο χορός. «Θυμάμαι ακόμη τον φόβο από τις βόμβες στον πόλεμο. Φοβόμουν κάθε μέρα μήπως πέσει μια βόμβα στο Μπαλέτο και χάσω και αυτό», θυμάται η ίδια συγκινημένη. «Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή απο το να προχωρήσω. Κι αυτό λέω στους νέους χορευτές, παρά τις δυσκολίες, να φεύγουν μπροστά», λέει η ίδια.
Αλλά ακόμη κι αν γνώρισε μικρή την Ελλάδα κάτω από αντίξοες συνθήκες συνεχίζει να τη λατρεύει. Πλέον δεν θυμάται πολλά ελληνικά, αν και ο πατέρας τους επέμενε έστω και εξ αποστάσεως να μάθουν ακόμη και αρχαία. «Η Ελλάδα είναι παντού και είναι τα πάντα για μένα. Ο ήλιος, η μουσική, ο χορός. Οι παραδοσιακοί χοροί είναι υπέροχοι και εξαιρετικά δύσκολοι. Κάθε καλοκαίρι πηγαίνω στη Χαλκιδική, δεν μπορώ διαφορετικά, είναι για μένα σημαντικό» λέει χαρακτηριστικά. Όμως θυμάται και τη Θεσσαλονίκη των αμυδρών εκείνων παιδικών της αναμνήσεων. Την οικογενειακή βίλα στην αριστοκρατική Βασιλίσσης Όλγας, με τον μεγάλο κήπο που έφτανε ως τη θάλασσα. Κι όπως λέει η ίδια με νοσταλγία:«Δεν υπάρχει δυστυχώς πια. Έγινε μάλλον πολυκατοικία».
πηγη: dw