Στα 1963, ο τροπαιούχος Νομπελίστας μας ποιητής Γ. Σεφέρης, κατά την παραλαβή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, ξεκίνησε την καθιερωμένη ομιλία με τα εξής λόγια: «Ανήκω», έλεγε, «σε μία μικρή χώρα.
Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό, παρά τους αγώνες του λαού του, την θάλασσα και το φως του ηλίου». Προτάσσει στην έξοχη αυτή περιγραφή, όχι τυχαία, ο ποιητής, τους αγώνες του λαού μας, για τη βγαλμένη απ’ τα κόκαλα των Ελλήνων, τα ιερά, ελευθερία. «Τιμιώτερον εστίν πατρίς», να το φυσικό λίπασμα του Ελληνισμού. Και «την Πατρίδα μας την ανέστησαν οι αντρειωμένοι, που ο θάνατός τους, θάνατος δεν λογιέται», όπως επιγράφεται στα μνήματα του Γρηγόρη Αυξεντίου, του Κυριάκου Μάτση και των άλλων αϊτών της Κύπρου.
Η ελληνική ιστορία έχει ένα γνώρισμα μοναδικό ίσως στην Οικουμένη. Είναι Ιστορία αδιάλειπτων αγώνων για επιβίωση. Αμύνεται ο Ελληνισμός, από την αυγή της ιστορίας του, για να κρατήσει λεύτερο τούτο το ένδοξο αλωνάκι. «Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά, θα σημειώσει, ο πατριδοφύλακας στρατηγός Μακρυγιάννης. Μία τέτοια μαγιά ελευθερίας και αξιοπρέπειας μάς άφησαν και οι μαχητές του Κιλκίς, που δικαίως ονομάστηκε «Θερμοπύλες της Μακεδονίας».
«Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
ποτέ από το χρέος μη κινούντες».
Στην Πατρίδα οφείλουμε, χρωστάμε, γεννιόμαστε στα αγιασμένα χώματά της, για να δώσουμε και όχι γα να πάρουμε. Και το χρέος αυτό το προσδιορίζει με σαφήνεια ο εθνικός μας ποιητής Κώστας Παλαμάς:
«Χρωστάμε σ’ όσους πέρασαν, θα ‘ρθουνε, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Τέτοιοι νεκροί-κριτές της Ιστορίας μας- είναι αυτοί που λάμπρυναν το εικονοστάσι του Γένους μας, πέφτοντας υπέρ πίστεως και Πατρίδος, εδώ στο Κιλκίς. Ο αντισυνταγματάρχης Καμάρας, την ώρα που το σύνταγμά του προχωρούσε προς το Κιλκίς, βλέποντας ότι οι άνδρες του αποδεκατίζονται από τα βλήματα των βουλγαρικών πυροβόλων, ανασύρει το ξίφος του και τρέχει όρθιος στους λόχους, εμψυχώνοντας τους άνδρες του. «Θάρρος παιδιά μου», φώναζε. «Δέστε εμένα που είμαι όρθιος. Θάρρος και ασφαλώς θα τους τσακίσουμε».
Δεν τελείωσε τα λόγια του και ένα βλήμα τον τραυματίζει θανάσιμα. Λίγο πριν περάσει στην αθανασία, απευθύνει τον τελευταίο χαιρετισμό στους στρατιώτες του: «Θάρρος παιδιά. Θάρρος γενναίοι μου. Σας χαιρετώ καλά μου παλληκάρια και με την ψυχή μου όλοι εμπρός να δοξάσετε την τιμημένη Πατρίδα μας».
Είναι της μοίρας του τόπου αυτού κάθε ιδέα ριζιμιά ν’ ανθίζει ποτιζόμενη με αίμα. Και ποτίστηκε η ελευθερία με αίμα ηρώων σαν τον Καμπάνη, τον Καραγιαννόπουλο, τον Διαλέττη. «Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν, τέτοιους βγάζει το έθνος μας θα λένε», γράφει ο Καβάφης.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 είναι το πεντάσταγμα της ομοψυχίας, της ομόνοιας και της φιλοτιμίας του λαού μας. Χάρη στη διορατικότητα και τις αριστοτεχνικές ικανότητες του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, την θαρραλέα και εμπνευσμένη ηγεσία του αρχιστρατήγου βασιλιά Κωνσταντίνου και κυρίως το σθένος του λαού, διπλασίασε η Ελλάδα τα φτερά της.
«Έλληνας ομοφρονέοντας χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι», οι Έλληνες είναι ανίκητοι όταν ομοψυχούν, έγραφε ο ιστορικός Ηρόδοτος. Στο εγερτήριο σάλπισμα που απευθύνει η Πατρίδα, ανταποκρίνονται Έλληνες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
Δύο χιλιάδες Κύπριοι κατατάσσονται το φθινόπωρο του 1912 στον ελληνικό στρατό, αφήνουν το νησί και παίρνουν την ανηφοριά, παίρνουν τα μονοπάτια, να βρουν τα σκαλοπάτια, που παν στην Λευτεριά, κατά τα ωραία λόγια του ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
«Η Πατρίς έχει ανάγκην στρατιωτών και χρημάτων. Είναι αι δύο χείρες αυτής, τας οποίας κινούσα θα έχει και του Θεού την βοήθειαν. Ιδού το καθήκον των Κυπρίων», έγραφε τον Μάιο του 1913 η κυπριακή εφημερίδα «Πατρίς». 400.000 δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη, μαζεύουν οι πάμφτωχοι τότε Κύπριοι και τις στέλνουν στον Βενιζέλο.
Εξήντα, περίπου, Κύπριοι εθελοντές, σκλάβοι απελευθερωτές, όπως προσφυώς ονομάστηκαν, σκοτώνονται στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Είκοσι περίπου σκοτώνονται ή τραυματίζονται βαριά στην Μάχη του Κιλκίς.
Ξεχωριστή και συγκινητική ανάμεσά τους η μορφή του τότε δημάρχου Λεμεσσού Χριστόδουλου Σώζου, ο οποίος εκλιπάρησε κυριολεκτικά τον Βενιζέλο για να πετύχει την κατάταξή του, λόγω ορίου ηλικίας. Χαρακτηριστικό του ήθους του είναι το παρακάτω απόσπασμα από επιστολή που έστειλε στην γυναίκα του, λίγο προ του τέλους του: «…Αν είμεθα ηγέται υπόδουλων λαών, οφείλομεν διά του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των». Σκοτώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1912, στο Μπιζάνι, δίπλα στον τόπο όπου έπεσε ένας άλλος εθελοντής, ο ποιητής και βουλευτής Λορέντζος Μαβίλης, που πριν παραδώσει το πνεύμα του πρόφερε τούτα τα ατίμητα λόγια: «Περίμενα πολλές τιμές από τούτο τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα».
Ο φοιτητής της Νομικής Αθηνών Κωνσταντίνος Κοιλανιώτης από τη Λεμεσό της Κύπρου, κατατάσσεται εθελοντικά στον στρατό, διότι, όπως γράφει «θα ήτο εντροπή διά πάντα Κύπριον και μάλιστα εν Αθήναις διαμένοντα, να μη σπεύσει εις την φωνήν της Πατρίδος». Σκοτώθηκε στις 20 Ιουνίου του 1913 στο Κιλκίς. Έκανε το χρέος του.
Ο Αργυρός Δρουσιώτης, από την Δρούσια της Πάφου, περιγράφει με ζωντάνια την τριήμερη εποποιία, μιας και ο ίδιος πολεμά στο Κιλκίς, με το 7ο σύνταγμα της 5ης Μεραρχίας. Γράφει στο ημερολόγιο που κρατά στα διαλείμματα της μάχης.
19 Ιουνίου, 5μ.μ.: Η μάχη διήρκεσε 9 ώρες. Υπήρξε σφοδρότατη, τα τηλεβόλα και το τουφέκι δεν σταμάτησαν στιγμή. Το τάγμα μου ήτο εις την πρώτην γραμμήν, εις την επικινδυνοτάτην θέσιν, εκτεθειμένο εις όλα τα πυρά του εχθρού. Αμέτρητες σφαίρες και οβίδες επέρασαν τα αυτιά μου.
20 Ιουνίου, έξω του Κιλκίς, νοτίως: «Είμεθα εκτεθειμένοι εις τας οβίδας του εχθρού. Εις τα άλματα που κάμνομεν, αι σφαίραι έρχονται σαν χαλάζι. Πολλοί φονεύονται και τραυματίζονται. Οι μισοί των αξιωματικών μας τίθενται εκτός μάχης.
21 Ιουνίου, έξω του Κιλκίς, βορείως: Περί την μεσημβρίαν εισερχόμεθα νικηταί εις το Κιλκίς, το κέντρον των Βουλγάρων κομιτατζήδων». Θα κλείσει ο ηρωικός Κύπριος το ημερολόγιο εκείνη την ημέρα με την εξής προτροπή προς την οικογένειά του: «Εαν φονευθώ, αποθνήσκω ευχαριστημένος, διότι ελάβαμε εκδίκηση από το δόλιον έθνος το οποίο απειλούσε γη και ουρανό ότι θα εξαφανίσει το αιώνιον γένος μας. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να μη λυπηθείτε, αλλά να το θεωρείτε ευτύχημα, διότι το μακεδονικόν χώμα εποτίσθη με αδελφικόν, κυπριακόν αίμα».
Στο Κιλκίς θα πολεμήσει και ο Μακεδονομάχος Γεώργιος Αργυρίου (Κυπραίος), από την Πέγεια της Πάφου, που στη συνέχεια εγκαταστάθηκε και έζησε ως τον θάνατό του το 1977, στην πόλη που πολέμησε για τη λευτεριά της.
Η τριήμερη Μάχη του Κιλκίς, μαζί με την ταυτόχρονη Μάχη του Λαχανά, είναι η ενδοξότερη, κρισιμότερη και η πλέον πολύνεκρη μάχη της νεοελληνικής Ιστορίας. Με τη νίκη αυτή σώθηκε η Μακεδονία, σώθηκε και η Ελλάδα, κατά την εύστοχη ρήση του Ίωνα Δραγούμη.
Η Ήπειρος, Μακεδονία, τα νησιά του Αν. Αιγαίου και η Κρήτη ενσωματώνονται οριστικά στον εθνικό κορμό, ξεπλένεται η ντροπή του ’97 και η Ελλάδα αποκτά κύρος και ισχυρή παρουσία μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Περίπου 8.000 νεκροί και τραυματίες στρατιώτες είναι το υψηλό τίμημα. Και είναι δυστυχώς λυπηρό το γεγονός που τα βιβλία Ιστορίας του δημοτικού σχολείου δεν αναφέρουν τίποτε για τη γιγαντομαχία του Κιλκίς. «Οι νεκροί πεθαίνουν όταν λησμονιούνται», λέει ο ποιητής. Η άδικη αυτή αποσιώπηση στα σχολικά βιβλία πρέπει να διορθωθεί, οι νεκροί ήρωες περιμένουν.
«Παιδεία εστί ου την υδρία πληρώσαι, αλλά ανάψαι αυτήν», η παιδεία είναι άναμμα ψυχής, έλεγε ο Πλάτων, και οι ψυχές των νέων ανάβουν με πρότυπα τόλμης και αρετής, ανιδιοτέλειας, φιλοπατρίας και ηρωισμού, όπως των μαχητών του Κιλκίς.
«Όλα τα έθνη για να υψωθούν, πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού, που πρέπει να γυρίσει πίσω», έλεγε ο συγγραφέας Δημήτρης Καμπούρογλου.
Να στραφούμε πίσω, όχι με την έννοια του άκαρπου συντηρητισμού ή της στείρας προγονολατρίας, αλλά για να αντλήσουμε δυνάμεις και έμπνευση, θάρρος και υπερηφάνεια, από τα χρυσοφόρα εθνικά μας κοιτάσματα, που είναι οι αγώνες του λαού μας για την ελευθερία, να γυρίσουμε πίσω για να πατήσουμε γερά στα δύο πολυτίμητα τζιβαΐρικά μας, που είναι η γλώσσα και ο πολιτισμός μας από τη μία μεριά, και η ελληνοσώτειρα Ορθόδοξη Εκκλησία από την άλλη, Εκκλησία που με το ταπεινό και ασκητικό πνεύμα των πατέρων της και την φιλοκαλία της κομίζει πρόταση ζωής πανανθρώπινης εμβέλειας.
Τελειώνω τον μνημόσυνο λόγο για τους ήρωες της Μάχης του Κιλκίς, με τα αγέρωχα και αισιόδοξα λόγια του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, που βάζει στο στόμα του ο εθνικός ποιητής της Κύπρου και εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης.
«Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ‘ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ‘που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!»
Ομιλία του δάσκαλου Δημητρίου Νατσιού, που εκφωνήθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Κιλκίς στις 21-6-2000, παρουσία Κυπρίων.