Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Σάββατο, 21 Μαρτίου. Ακούω τα ηχογραφημένα μηνύματα στα Ελληνικά και σε ξένες γλώσσες που ακούγονται από τις ντουντούκες των περιπολικών στις παραλίες και στις πλατείες
και τους δρόμους να καλούν, να «διατάζουν» περίπου τους ανύποπτους, αδιάφορους και ανώριμους πολίτες να φύγουν και να επιστρέψουν στα σπίτια τους την ώρα που «κλείνουν» τα πάρκα και οι τόποι αναψυχής ενώ έχουν ήδη κλείσει τα θέατρα και οι κινηματογράφοι και τα σχολεία και τα γήπεδα καθώς ο φονικός covid-19 επελαύνει σ΄όλο τον κόσμο και σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους. Αυτός, ο ίδιος ο covid-19 που εμείς ονομάσαμε επί τα Ελληνικότερα «κορωναιό» ο οποίος έχει φτάσει στη γειτονιά μας κι εμείς κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε. Δεν καταλαβαίνουμε, αγνοούμε τις συμβουλές που φοβάμαι ότι σύντομα θα γίνουν διαταγές ενώ θα απαγορευτεί γενικά η κυκλοφορία, θυμίζοντας δικτατορία. Δεν θέλουμε να καταλάβουμε. Δεν φοράμε μάσκες, δεν φοράμε γάντια, πλημμυρίζαμε μέχρι χτές τα σούπερ μάρκετ και τις λαικές αγορές , γεμίζαμε τα καφενεία μέχρι που τα έκλεισαν και φεύγαμε σωρηδόν για τα «χωριά» μας και τα «νησιά» μας πιθανότατα «κουβαλώντας και εκεί τον ιό, μέχρι που απαγορεύτηκαν κι αυτές οι μετακινήσεις.
Τι πάμε να κάνουμε; Πόσο πιο έξυπνοι είμαστε εμείς από τους γιατρούς, τους επιστήμονες που ξενυχτάνε στα νοσοκομεία κι αυτούς που αγωνίζονται στα εργαστήρια να βρουν αντίδοτο, εμβόλιο που θα νικήσει τον ιό;
Τα χρόνια του ’86-’87 , τότε που η Άλκηστη Πρωτοψάλτη τραγουδούσε τον «Άδωνι» του Κραουνάκη, με την πρόσκληση του «Έλα να πάμε οι δυο μας μια βόλτα» έχουν περάσει. Όχι ανεπιστρεπτί. Αλλά –έστω- προσωρινά. Μέχρι να ξαναγίνουν οι γειτονιές και οι παραλίες της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, όλων των τόπων της Ελλάδος και τα νησιά μας τόποι προσβάσιμοι και ακίνδυνοι για το τον Έλληνα. Γιατί ΤΩΡΑ, δεν είναι. Ούτε οι δυο μας, ούτε οι τρεις μας, ούτε κανένας δεν μπορεί να πάει μια βόλτα.
«Όπου κι αν πας θα’ σαι πάντα εδώ
Θα’ χεις κλειδί και θ’ ανοίγεις την πόρτα
Όμως φοβάμαι μωρό μου μην φύγω εγώ
Έλα, να πάμε οι δυο μας μια βόλτα»
Δεν μπορεί και δεν πρέπει- κανένας να προσκαλεί:
«Ό, τι κι αν ζήσουμε το’ χουμε δει
Σαν μια σκηνή από άλλη ταινία
Κι όλος ο κόσμος μωρό μου μπορεί και το ζει
Έλα, κερνάω καφέ στην πλατεία»
Δεν μπορώ να πω στη γυναίκα μου να πάμε μια βόλτα γιατί «φοβάμαι μωρό μου μην φύγω εγώ». Και γιατί ΣΗΜΕΡΑ «όλα μοιάζουν ένα τίποτα, και κυκλοφορούν ανύποπτα».
Δεν μας επιτρέπεται να κυκλοφορούμε ανύποπτα. Δεν μπορεί να πάμε για καφέ στην πλατεία που πηγαίνουν τεκνά και φρικιά και αράζουνε και αθλητές και που πηγαίνει και μία χοντρή νευρικιά Κυριακή να της φύγει το στρες».
Ζούμε σε μιαν άλλη εποχή. Όσο κι αν τόσοι πολλοί από εμάς κάνουμε ότι δεν το καταλαβαίνουμε. Αν συνεχίσουμε, πολύ σύντομα, δεν θα μπορεί «όλος ο κόσμος μωρό μου να το ζει».
Τελεία και Παύλα.