του Γιάννη Αποστολόπουλου
Πολύς ο λόγος και οι ένθεν κακείθεν αντιδράσεις για την εισαγγελική αγόρευση. Με το νομικό κόσμο να την επικρίνει και την πλειοψηφία των πολιτών να την επικροτεί.
Ως άνθρωπος η εισαγγελέας λειτούργησε όπως ο καθένας με απέχθεια για το στυγερό έγκλημα και τους αδίστακτους δολοφόνους. Για την πολύκροτη υπόθεση που συγκλόνiσε την κοινή γνώμη με όλες τις φρικιαστικές παραμέτρους.
Ως εισαγγελικός λειτουργός, όμως, δυστυχώς ξέφυγε από την ιδιότητά της και τα έβαλε ακόμη και με τους δικηγόρους υπερaσπιστές, που έκαναν το θεσμοθετημένο από τους δημοκρατικούς κανόνες καθήκον τους, όσο και αν ο ρόλος τους ήταν εκ των πραγμάτων άχαρος.
Η δικαιοσύνη -παρ ότι όχι σπάνια διασύρεται από τους λειτουργούς της- απονέμεται μέσα από διαδικασίες που απομακρύνουν τον παρορμητισμό και την υπερβάλλουσα φόρτιση, που εμπεριέχεται στην προφανώς αυτονόητη αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου.
Οι οργανωμένες κοινωνίες, με τη δική τους δημοκρατική θέληση, καθόρισαν τις λεγόμενες δικονομικές εγγυήσεις για την εξασφάλιση της αντικειμενικότητας στις διαδικασίες και την αξιοπιστία στις αποφάσεις. Τη δίκαιη δίκη.
Κατά τούτο διαφέρει από την άποψη του Lynch που δέχεται το γνωστό λυντσάρισμα από τον κόσμο για τους εγκληματίες, ως τρόπο άμεσης τιμωρίας και παραδειγματισμού, με επί πλέον επιχειρήματα περί “κοινωνικής αυτοάμυνας” κατά της εγκληματικότητας.
Αναμφίβολα όμως η “απροθυμία” της δικαστικής εξουσίας σε αρκετές περιπτώσεις να ανταποκριθεί στο κοινό περί δικαίου αίσθημα αποδυναμώνει την αξιοπιστία της, για τούτο και υπάρχουν πολλά φαινόμενα αυτοδικίας. Όπου ο καθένας “παίρνει το νόμο στα χέρια του” επιβάλλοντας όσα, κατά την δική του άποψη, το δίκαιο υπαγορεύει.
Το “δια ταύτα” με την απόφαση του Δικαστηρίου στην συγκεκριμένη υπόθεση, για ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα, (ισόβια και 15 χρόνια κάθειρξη στον καθένα) αποδίδει πράγματι όσα το κοινωνικό σύνολο πίστευε για την επιβαλλόμενη τιμωρία