Της Δέσποινας Μακρινού
Ο Αυτοκαταστροφικός Μοντιλιάνι
“Θέλω μονάχα να ζωγραφίζω , Θέλω μονάχα αυτό”
“Το καθήκον σου στην ζωή είναι να σώσεις το όνειρο σου“.
Στη σύντομη ζωή του ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι κατάφερε να ολοκληρώσει το καθήκον του στη ζωή και να σώσει το όνειρό του , κερδίζοντας την Αθανασία.
Είναι το τέταρτο και τελευταίο παιδί μιάς εβραικής οικογένειας, που ζεί και εργάζεται στο Λιβόρνο της Τοσκάνης. Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1884.
Μιά οικονομική καταστροφή σε συνδυασμό με τον κοινωνικό περίγυρο, που τους αντιμετώπιζε με καχυποψία , ανατρέπει την εσωτερική οικογενειακή γαλήνη και υποχρεώνει την μητέρα , κόρη εύπορης οικογένειας απο την Μασαλία, να αναζητήσει εργασία.
Ο μικρός Ντέντο, η “παλλομενη καρδιά”, όπως τον αποκαλούσε η μητέρα του, είναι ένα παιδί με προβληματική υγεία και μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον υπερβολικής προστασίας , κοντά στον διανοούμενο παππού του.
Κλινήρης με βαριά πλευρίτιδα και υψηλό πυρετό, ζωγραφίζει πεθαμένους, μάγισσες και διαβόλους. Στο σχολείο είναι μαθητής του τελευταίου θρανίου, με πολύ κακές μαθησιακές επιδόσεις.
Η μητέρα του αποφασίζει να τον απαλλάξει από το “βασανιστήριο” του σχολείου και να τον στρέψει στη ζωγραφική, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του.
Ο πρώτος του δάσκαλος, ο Γκιουλιέλμο Μικέλι, αναλαμβάνει να τον διδάξει σχέδιο.
Πολύ γρήγορα όμως ο μικρός Ντέντο, θα απαλλαγεί απο τις φόρμες και θα αναπτύξει το δικό του στύλ.
Στο Λιβόρνο, ο Αμεντέο, πάρα τα σοβαρά προβλήματα υγείας, ζει μιά ξέγνοιαστη ζωή , φλερτάρει τα κορίτσια της ηλικίας του και ζωγραφίζει. Τα έργα της εποχής εκείνης , δεν έχουν διασωθεί, γιατί αμέσως τα κατέστρεφε.
Λίγο πρίν την ενηλικίωσή του γράφεται στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού της Φλωρεντίας και μελετάει γυμνό σκίτσο.
Μερικά χρόνια αργότερα θα δηλώσει για τις γυμνές γυναίκες του «οι όμορφες γυναίκες, που αξίζει να ζωγραφίσει ή να σμιλέψει κανείς, μοιάζουν συχνά να επιβαρύνονται από τα ρούχα τους».
Τον επόμενο χρόνο γράφεται στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας.
Εκεί αφιερώνει χρόνο στη ζωγραφική, σε επισκέψεις μουσείων, αλλά και οίκων ανοχής. Η προτίμησή του στον κόσμο του περιθωρίου και του υπόκοσμου είναι πλέον ξεκάθαρη. Στη Βενετία συναντά τον Πικάσο και τον Ντιέγκο Ριβέρα.
Αρρωστος απο πλευρίτιδα ταξιδεύει στη Νάπολη. Ο ήλιος, η ζέστη , η καλή παρέα, βοηθάνε στην ανάρρωσή του.
Σε ηλικία 21 ετών αποφασίζει να επισκεφθεί το Παρίσι.
Στο Παρίσι, στην αρχή, ζεί πλουσιοπάροχα με τα χρήματα της μητέρας του . Αποκτά τη φήμη του πλούσιου αστού , ντύνεται κομψά, τρώει σε ακριβά εστιατόρια, πάει στην όπερα, στο θέατρο, στα μουσεία.
Σύντομα όμως θα “ξεμείνει” από χρήματα και θα αναγκαστεί να συγκατοικήσει σε ένα κοινόβιο της Μορνμάρτρης, μαζί με άλλους φτωχούς καλλιτέχνες.
Τα επόμενα τρία χρόνια στο Παρίσι, ζωγραφίζει, πίνει αλκοόλ και πάει με πολλές, αμφιβόλου ηθικής γυναίκες. Προτιμά να τον θεωρούν αλκοολικό, παρά φθισικό. Τότε στους φθισικούς απαγορευόταν η είσοδος στα μπαρ.
Βρισκόμενος σε μεγάλη ένδοια αναζητά χρήματα και ταξιδευει για τον σκοπό αυτόν στην Αγγλία.
Εκεί θα γνωρίσει τον πρώτο του έρωτα, που ακούει στο όνομα Μόντ Αμπραντέ. Απο τον έρωτα αυτόν θα μείνει μόνο το πορτραίτο της , αφού εκείνη θα εξαφανιστεί με το παιδί που απέκτησαν, στην Αμερική.
Το 1909 επιστρέφει στο Παρίσι για μόνιμη εγκατάσταση.
Κάνει την πρώτη του Έκθεση με ελαιογραφίες και σχέδια και επηρεασμένος απο την απήχηση που είχε, γράφει στην μητέρα του ” Τους ταρακούνησα”.
Την ίδια εποχή γνωρίζει και γίνεται φίλος με τον Γαλλο ζωγράφο Μωρίς Ουτριγιό, με τον οποίον “μπεκροπίνουν” τα βράδυα. Μάλιστα αναφέρεται στον Τύπο της εποχής ότι ” έφαγαν” πόρτα, όταν τύφλα απο το μεθύσι ο μέν Μοντιλιάνι απήγγειλε Δάντη ο δε Ουτριγιό έκανε στριπτίζ.
Ο Μοντιλιάνι ζεί μέσα στην αυτοκαταστροφή του. Απαρνιέται τον κυβισμό, απορρίτπει τους καλλιτέχνες της εποχής, τις ίντριγκες , τη διαπλοκή, τους εμπόρους τέχνης, μισεί και απορρίπτει κάθε συμβατική σχέση.
Η γνωριμία του με τον γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι , δίνει νόημα στη ζωή του και τον στρέφει στην γλυπτική. Δημιουργεί αριστουργήματα.
Εως το 1915 ασχολείται αποκλειστικά με την γλυπτική . Ωστόσο η σκόνη και τα θραύσματα απο το μάρμαρο, επιδεινώνουν την ήδη προβληματική υγεία του.
Την ίδια εποχή, γνωρίζει την Ρωσίδα ποιήτρια Αννα Αχμάτοβα , που συναντησε ένα βράδυ, ενώ εκείνη βίωνε τον μήνα του μέλιτος με τον άντρα της.
Επι ένα χρόνο ζούν παράνομα μαζί, υπο την σκιά του ανυποψίαστου συζύγου της.
Χωρίζουν κάτω απο άσχημες συνθήκες και εκείνη επιστρέφει στον άντρα της.
Ο Αμεντέο συνεχίζει το οδοιπορικό της αυτοκαταστροφής του. Τρώει λίγο , πίνει , περνάει τις νύχτες με εκδιδόμενες γυναίκες.
Αρρωσταίνει σοβαρά με αναιμία και αναγκάζεται να επιστρέψει για λίγο στο Λιβόρνο.
Επιστρέφει και πάλι στο Παρίσι. ‘Αρρωστος και πάμπτωχος, ανταλάσσει τα σκίτσα του, για ένα ποτήρι κρασί.
Ερωτεύεται την Αγγλίδα ποιήτρια Μπιατρίς Χέιστινγκς, η οποία και τον εθίζει στα ναρκωτικά.
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκει τον Μοντιλιάνι με την επιθυμία να στρατευθεί. Απορρίπτεται όμως για λόγους υγείας. Αυτό τον ενοχλεί πολύ . Βρίσκει και πάλι καταφύγιο στο ποτό και τα ναρκωτικά.
Απο το 1915 έως το 1920 ο Μοντιλιάνι ζωγραφίζει πάνω απο τριακόσιους πίνακες.
Τον Δεκέμβριο του 1917 γίνονται τα εγκαίνια της πρώτης του ατομικής έκθεσης στην Μπέρτ Βέιλ, όπου εκτίθενται τα γυμνά πορτραίτα του.
Ωστόσο η συντηρητική κοινωνία του Παρισιού, σκανδαλίζεται και η αστυνομία απαγορεύει την Έκθεση. Είναι η μοναδική ατομική Έκθεση που είδε εν ζωή.
Το 1918, και ένω ο πόλεμος ήταν σε εξέλιξη , ο Μοντιλιάνι άρρωστος και πάμπτωχος και πάλι, ζητάει απεγνωσμένα χρήματα απο παντού .” Στείλτε μου χρήματα. Εχω μείνει απένταρος. Βρίσκομαι σε τέλμα” έγραφε.
Σε ηλικία 33 ετών γνωρίζει την 19χρονη Ζαν Εμπιτέρν, που θα γίνει και η γυναίκα της ζωής του. Μετακομίζουν στην Κυανή Ακτή και εκεί αποκτούν μία κόρη.
Οι πιο δημοφιλείς πίνακες του ( 25 στον αριθμό ) είναι αφιερωμένοι στο πορτραίτο της αγαπημένης του, της μελαγχολικής Ζαν.
Ζούν τον απόλυτο έρωτα. Στις 7 Ιουλίου του 1919 δεσμεύεται γραπτώς ότι η Ζαν θα γίνει γυναίκα του. Δεν πρόλαβε. Η υγεία του πάει απο το κακό στο χειρότερο.
Ζωγραφίζει με μανία, γιατί γνωρίζει ότι το τέλος πλησιάζει. Ο τελευταίος του πίνακας είναι η προσωπογραφία του Έλληνα μουσικού Μάριου Βάρβογλη.
Στις 24 Ιανουαρίου του 1920 σε ηλικία 36 ετών, πεθαίνει απο φυματιώδη μηνιγγίτιδα στο νοσοκομείο Σαριτέ. Η τελευταία του φράση ήταν ” Αγαπημένη Ιταλία”.
Κηδεύτηκε με όλες τις τιμές, που αρμόζουν σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ. Η ταφόπλακα γράφει ” Ο θάνατος τον χτύπησε τη στιγμή που κατακτούσε την δόξα”.
Την επομένη της κηδείας του, η Ζαν, έγκυος στον ένατο μήνα, αυτοκτονεί, πέφτοντας απο τον πέμπτο όροφο του διαμερίσματος στο οποίο έμεναν.
“Θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γή”.
Σε μία απο τις τελευταίες νύχτες της ζωής του , επιστρέφοντας σπίτι μετά απο μεγάλο μεθύσι, ο Μοντιλιάνι οργισμένος παραληρεί ” Οχι φίλους, δεν θέλω φίλους”.