Ένα βιβλίο που διαφέρει… γοητεύει και ξαφνιάζει ευχάριστα με τη θεματική του: Κάθε κεφάλαιο μια ταινία ή και ένα λογοτεχνικό βιβλίο.
Μας ταξιδεύει σε άλλες εποχές, εμάς τους παλαιότερους – και να μαθαίνουν οι νεότεροι – με τι ενθουσιασμό και υπομονή περιμέναμε στην ουρά για ένα εισιτήριο μιας πολυσυζητημένης, συχνά ακατάλληλης ταινίας· κι όταν την απολαμβάναμε, μέναμε και στη δεύτερη προβολή ή βγαίνοντας έξω σχηματίζαμε πηγαδάκια με ένα σωρό ερωτήματα που κατέληγαν πάντα αναπάντητα.
Ε, λοιπόν, όλα αυτά τα ερωτήματα που στο πέρασμα του χρόνου έχουν ξεχαστεί ή ωριμάσει μέσα μας, διαβάζοντας το βιβλίο του Δημήτρη Παναγιωτάτου, έρχονται στην επιφάνεια, αποκτούν φωνή, παίρνουνε απαντήσεις, δοσμένες με εκείνη, την άλλη ματιά, την προχωρημένη του καλλιτέχνη · τη βαθυστόχαστη ματιά του δημιουργού.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τριάντα κεφάλαια που αντιστοιχούν σε εννέα θεματικoύς πυρήνες: Για τον έρωτα. Για την επιθυμία. Για τη δημιουργία. Για την παιδική ηλικία. Για την αμφισβήτηση του κόσμου. Τα πολύ προσωπικά. Για την επιστήμη. Για το παρελθόν. Για την απώλεια και τον θάνατο.
Και κάτι περισσότερο, στο βιβλίο υπάρχει πλούσιο οπτικό υλικό που καλύπτει όλες τις ταινίες και τα βιβλία που αναφέρονται σε αυτό (με φωτογραφίες, και αφίσες ταινιών, εξώφυλλα βιβλίων , ντοκουμέντα από τα προσωπικά αρχεία του συγγραφέα ), τα οποία στο σύνολο τους ενισχύουν την αφηγηματική εξέλιξη του βιβλίου.
Με την αριστοτεχνική και πρωτότυπη πένα του, ο Δημήτρης Παναγιωτάτος δεν περιορίζεται σε αυτό το βιβλίο μόνο με θέμα την επιρροή που ασκεί επάνω του ο κινηματογράφος, οι ηθοποιοί ή τα βιβλία και οι συγγραφείς που αγάπησε. Υπάρχει εξίσου δυνατή η κριτική, αναλυτική του σκέψη, ο εσωτερικός μονόλογος και η δική του κοσμοθεωρία σε έκταση και βάθος για τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο. Σε πολλά σημεία του βιβλίου, είτε ως ανήσυχο πνεύμα είτε ως οργισμένος έφηβος, ο εξομολογητικός τόνος του συγγραφέα σε παρασέρνει ονειρικά.
Λέει στη σ. 60
Έτσι κι εγώ. Ήμουν ένας έφηβος Τζέκυλ στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία του ’50: να είσαι «καθωσπρέπει», πρώτος μαθητής, να μη λες τη γνώμη σου όταν διαφέρει από την κοινή γνώμη, να είσαι αρεστός σε όλους , να ακολουθείς όσα αποφάσισαν οι άλλοι για σένα…Και ήμουνα και Χάυντ: όχι δεν σκότωνα με όπλα αλλά με λέξεις και αρνήσεις και οργή, κι ακόμα αναρωτιέμαι πού έβρισκα την τόλμη, ακόμα και το θράσος να αντιτάσσομαι σε όσα μου επέβαλλαν παρά τη θέλησή μου…
Με αφορμή το “Μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο;” όσον αφορά στο κείμενο τόσο η ακρίβεια λόγου που κρατά έντονα το ενδιαφέρον όσο και η λιτότητα της γραφής του συγγραφέα και με όπλο του τον ρεαλισμό ,από την αρχή μέχρι το τέλος, κερδίζει τον αναγνώστη όχι μόνο λόγω της θεματολογίας του,αλλά και λόγω των συναισθημάτων και των βιωμάτων που αποπνέουν την πραγματικότητα ώστε η αυτοαφήγηση της ζωής του να υπερβαίνει ακόμη και τη φαντασία μιας μυθοπλασίας .
σ. 73
Εκεί, στο μισοσκότεινο σαλόνι και φάτσα τα δωμάτια του δικού της σπιτιού έφτιαχνα ιστορίες για τους δυο μας. Δεν χρειαζόταν να μου τις εμπνεύσει κάποιος άλλος, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του Σκότι.* Τις δημιουργούσα μόνος μου. Θα τα φτιάχναμε, οι στιγμές του έρωτα θα ήταν μεγαλείο, κι ύστερα θα φεύγαμε μαζί στο εξωτερικό να σπουδάσουμε αυτό που θέλαμε (εδώ το σενάριο θύμιζε τον Μπίλι στην ταινία του Σλέσιντζερ)
Κάποια στιγμή έγινε η αρχή. Ούτε θυμάμαι πώς . Ένα ατέλειωτο παιχνίδι βλεμμάτων από τα μπαλκόνια, τα παράθυρα…
(Η συνάντηση του βλέμματος, όπως όταν αντικρίζει ο Σκότι* τη Μάντλεν).
*ήρωας στην ταινία Vertigo (Δεσμώτης του ιλίγγου) του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τo Vertigo, μια ταινία που τον σημάδεψε για πάντα ήταν ο κύριος λόγος εκτός των άλλων, ως σκηνοθέτης να γυρίσει την πρώτη του ταινία (Η νύχτα με τη Σιλένα,1986), η οποία βασίστηκε στη νουβέλα του συγγραφέα και αγαπημένου του φίλου Βασίλη Βασιλικού. Και σήμερα, μετά από δεκαπέντε χρόνια μετά, ένα βιβλίο πάλι «εμμονικού βλέμματος», όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο Δημήτρης Παναγιωτάτος για την ταινία που ετοιμάζει και βασίζεται στο αριστούργημα του Αντόλφο Κασάρες. “Η εφεύρεση του Μορέλ”.
Απαρχής του βιβλίου, συνομιλεί με τους ήρωες και τις ηρωίδες των βιβλίων και των ταινιών που ξεχώρισε και ποτέ δεν ξέχασε. Μας μιλά για την αδυναμία του στις δυνατές νουαρ ταινίες. Γιά τους απαγορευμένους έρωτες, στους ήρωες των παιδικών του χρόνων που ξεπηδούν από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα· και δεν παραλείπει τους τραγικούς ήρωες της ζωής : Το αγόρι του θυρωρού κρεμασμένο στο ταβάνι, το κορίτσι που το βασάνιζαν στο υπόγειο…
Απογειώνει παράλληλα παλιές δόξες του κινηματογράφου, αλλά και σκληρούς άντρες που άφησαν το στίγμα τους στη μεγάλη οθόνη και κάθε λογής γυναίκες, μοιραίες που έχουν μετρήσει στις ταινίες και στη ζωή του.
(Στέλλα, Σύλβια, Στρέλλα, πόρνες που δεν σέβεστε, σας θαυμάζω.Αντισταθήκατε στην υποκρισία και το ψέμα της κοινωνίας, ακόμα κι αν το πληρώσατε ακριβά ).
Μια ζωή που – σύμφωνα με την μακρά πορεία του Δημήτρη Παναγιωτάτου στην τέχνη – την διέπει η ανεξαρτησία και η ελευθερία της έκφρασης.
Απόσπασμα από το βιβλίο σ. 96
Λέω στους μαθητές μου: όταν το σενάριο σας έχει απορριφθεί και νομίζετε ότι όλα πια έχουν χαθεί, αλλά παρ’ όλα αυτά θέλετε να το γυρίσετε γιατί το πιστεύετε πολύ, δείτε αυτή την ταινία* που καταργεί τον χώρο, τον χρόνο και ό,τι κλασικό μάθατε μέχρι σήμερα. Θα νιώσετε μια αίσθηση ελευθερίας, έναν αέρα ανεξαρτησίας. Σαν να μπορεί και το σινεμά να γίνει μια απόλυτα προσωπική υπόθεση του καλλιτέχνη, όπως συμβαίνει με τη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική. Low budget, high spirit. Mε λίγα λεφτά και πολλή ψυχή. Κάνε αυτό που θέλεις.
* αναφέρεται στην ταινία (Το φίδι του Ιουνίου. 2002)
Τέλος, ο ρόλος αλλά όχι ο λιγότερο σημαντικός, στην ουσία ο πιο σημαντικός, είναι ο ρόλος , που έπαιξε η μητέρα του στις επιλογές και στην εξέλιξή του, ως άνθρωπο και καλλιτέχνη.
…απόσπασμα σ, 86
Το χολ του πατρικού μου σπιτιού, κατέληγε σ’ έναν μικρό διάδρομο. Εκεί υπήρχε το εικονοστάσιο. Διάφοροι άγιοι παρέλασαν από εκεί, δεν θυμάμαι καθόλου ποιοι. Ούτε καν αν υπήρχε Άγιος Δημήτριος. Όταν ρώτησα μια μέρα τη μητέρα μου που αγαπούσε πολύ τα βιβλία και μερικά τα είχε σαν Ευαγγέλιο– γιατί το όνομά μου ήταν Δημήτρης – ενώ δεν είχαμε κανένα Δημήτρη στην οικογένεια, μου απάντησε: « Εσύ παιδί μου, δεν είσαι ο Δημήτρης του κόσμου τούτου, είσαι του κόσμου των βιβλίων – ο Ντιμίτρι από την Ανάσταση του Τολστόι!»
…και στη σ. 86-87 ο συγγραφέας συνεχίζει,
Εγώ είχα το δικό μου εικονοστάσιο στη βιβλιοθήκη μου – πού αλλού; Εκεί παρέλασαν οι δικοί μου Άγιοι. Συγγραφείς καταραμένοι που βούτηξαν βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Και ανάμεσά τους, με τα πιο πολλά βιβλία, ξεχώριζε ο πιο αγαπημένος μου, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.
«Δεν ήταν απλά ταινίες και βιβλία που αγάπησα ή θαύμασα καλλιτεχνικά. Είναι οι ταινίες και τα βιβλία που, πέρα και πάνω από την αξία τους, μπήκαν βαθιά μέσα μου. Μου φανέρωσαν αλήθειες για τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου…».
( σημειώνει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Κι όταν φθάνεις στις τελευταίες σελίδες, με την αφήγηση μες στην επήρεια ενός διαφορετικού κόσμου που τόσα πολλά έχει να σου πει – δεν θέλεις τίποτες να λήξει και να το αποχαιρετήσεις σαν ένα φίλο που φεύγει.
Το βιβλίο δεν τελειώνει… σε έχει ήδη αιχμαλωτίσει, διαβάζεται ξανά και ξανά. Νιώθεις κάθε φορά ότι υπάρχουν λεπτομέρειες που σου έχουν διαφύγει…
Ας το απολαύσουμε
Δημήτρης Παναγιωτάτος – Βιογραφικό
Ο Δημήτρης Παναγιωτάτος γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και καθηγητής κινηματογράφου.
Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι, στο πανεπιστήμιο Paris 8 (Πτυχίο και Μεταπτυχιακό Οπτικοακουστικών Σπουδών).
Ως σκηνοθέτης και παραγωγός έχει γυρίσει επτά ταινίες μεγάλου μήκους και πολλές τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες. Τρεις ταινίες του κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε DVD στην Αμερική και την Αγγλία με τον γενικό τίτλο The Greek Fantastique: Lovers Beyond Time.
Ως συγγραφέας έγραψε βιβλία και επιμελήθηκε πολλές σειρές για το φανταστικό και το αστυνομικό στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο.
Είναι διευθυντής σπουδών και καθηγητής στο τμήμα Film Studies του New York College στην Αθήνα σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Greenwich του Λονδίνου.
Είναι τακτικός συνεργάτης της Εφημερίδας των Συντακτών σε καλλιτεχνικά θέματα, καθώς και στο περιοδικό για την αστυνομική λογοτεχνία Πόλαρ.