(Το κείμενο είναι απόσπασμα ανέκδοτου διηγήματος της γράφουσας και συνεχίζεται)
Ήταν μόλις τεσσάρων χρονών όταν «έφυγε» η μητέρα της. Και το έφυγε στην προκειμένη περίπτωση ήταν κυριολεκτικό γιατί έτσι της είπαν. Ότι δηλαδή «η μαμά πήγε ταξίδι». Και όταν η μικρή Βικτωρία έμαθε να μετράει καθόταν ώρες ολόκληρες μετρώντας στα δαχτυλάκια της, τις τρυπούλες στις δαντελένιες κουρτίνες της τραπεζαρίας, στο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο, που οδηγούσε στο σταθμό .
Γιατί της είχαν πει επίσης ότι η μητέρα της θα επέστρεφε με το τραίνο. Όμως περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια και η Ιζαμπώ δεν επέστρεφε. Στη μνήμη της Βικτωρίας όμως είχε μείνει ολοζώντανη η εικόνα της, όπως και το άρωμα και το άγγιγμά της. Το άρωμά της ιδιαίτερα γιατί μύριζε τριαντάφυλλο. Κι έτσι την μεγάλωσαν οι κοπέλες που είχαν στο σπίτι.
Μια κοπέλα μάλιστα ερωτεύτηκε τον γείτονα απέναντι και έβγαζε ζεστή – ζεστή την μικρούλα στο μπαλκόνι. Αυτό κόστισε στην Βικτωρία μια πνευμονία και μια χρόνια βρογχίτιδα που θα την ταλαιπωρούσε σε όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε. Τότε βέβαια η Βικτωρία συνειδητοποίησε ότι η Ιζαμπώ είχε φύγει για πάντα. Μέσα της δημιουργήθηκε ένα κενό που δεν γέμισε ποτέ. Η νέα σύζυγος ήταν μια γυναίκα απλή και καλή αλλά δεν ήταν η μητέρα της. Και η Βικτωρία δεν μπορούσε να μυρίσει τριαντάφυλλο χωρίς να βουρκώσει .
Έμαθε πολλά για την Ιζαμπώ από την μεγαλύτερη αδελφή της την Ανδρονίκη. Ότι η μαμά της σκόπευε να στείλει και τις τέσσερις κόρες στο Αρσάκειο. Αλλά ο εισαγγελέας σύζυγος διαφωνούσε. Θεωρούσε την μόρφωση των γυναικών συνώνυμη της πορνείας. Στα πενήντα του αρρώστησε από καλπάζουσα φυματίωση και άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο. Έτσι η Βικτωρία μπόρεσε τελικά να πάει στο Αρσάκειο και να σπουδάσει, να τελειώσει με άριστα την Παιδαγωγική Ακαδημία και να γίνει δασκάλα. Στην Αθήνα ήρθε πιο κοντά με τον εξάδελφό της το Δημοσθένη[1] και έγινε ο καλύτερός της φίλος. Ο Δημοσθένης της μίλησε πρώτη φορά για την αριστερά και για έναν πιο δίκαιο κόσμο. Της εξήγησε ότι δεν είχε σημασία το ότι και οι δυο ήταν αστοί, σημασία είχε ο τρόπος που σκέπτονταν. Τότε η ψυχή της Βικτωρίας άνοιξε στο φως. Λες και μια δυνατή λάμψη φώτισε ένα σκοτεινό δωμάτιο, έδιωξε κάθε σκιά, έλαμψαν οι κρυμμένες γωνιές. Μιλούσαν ώρες, της έδωσε πολλά βιβλία να διαβάσει και έτσι έμαθε για τον Μαρξ, τον Λένιν και την επανάσταση του 1917. Για τη φτώχεια στη Ρωσία πριν την επανάσταση, για τις σπατάλες των τσάρων, για την αδικία.
Η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση είναι φιλόλογος και δημοσιογράφος
1. Δημοσθένης Β. Γρίβας (1912-1947)Ήταν μέλος του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) από τη στιγμή της δημιουργίας του και υπηρέτησε ως γιατρός στο «Υγειονομικό Σώμα» του ΕΛΑΣ μέχρι την απελευθέρωση. Αναγκάσθηκε να ανέβει πάλι στο βουνό στην περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας» και εντάχθηκε ως γιατρός στο Δημοκρατικό Στρατό. Συνελήφθη μαζί με τους τραυματίες συναγωνιστές του τους οποίους αρνήθηκε να εγκαταλείψει. Μετά από δίκη-παρωδία σε στρατοδικείο εκτελέσθηκε στις 20 Ιουνίου του 1947. Ήταν 35 χρονών