Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου
Συχνά τις αγαπημένες Κυριακές που βρισκόμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι ο πατέρας έκλεινε την αναφορά του στους Τούρκους “Αϊ! σιχτίρ τσογλάν”*. Αλλά όταν ήταν πολύ θυμωμένος για κάτι που είπαν, κάνει ή πει κατά της Ελλάδος έλεγε “Κιοπόγλου κιοπέκ”*. Εμείς καμαρώναμε γιατί νομίζαμε ότι έτσι αντιστεκόμαστε στα επεκτατικά σχέδια της γείτονος χώρας. Μα εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι, η μητέρα, σερβίροντάς μας κοτόσουπα, έδρεψε τας δάφνας ανακοινώνοντας μας κάτι πολύ σημαντικό.
Μητέρα: Κλεόβουλε, κι εσείς παιδιά μου, θέλω να σας αναγγείλω κάτι πολύ σοβαρό. Αποφάσισα να γίνω πόρνη.
Πατέρας: (μετά από παύση). Αγαπητή μου Δωροθέα, με αναγκάζεις να σου θυμίσω κάτι που σου είχα πει από την πρώτη μέρα του γάμου μας. Όσον εγώ θα ζω δεν υπάρχει η παραμικρά περίπτωσις να σε αφήσω να εργαστείς… Εμένα έτσι με γαλούχησε ο πατέρας μου. Βούλη, μου είπε να μην αφήσεις τη γυναίκα σου να εργαστεί ποτέ.
Μητέρα: Βούλη μου, οι εποχές…Τα οικτρά οικονομικά μας…Πρέπει να με νοιώσεις κι εμένα, αισθάνομαι άσχημα να σου ζητώ συνεχώς χρήματα…Ξέρεις, Βούλη, πόσες επλούτισαν με αυτό το επάγγελμα; Η Αλκυόνη Ρέμπελου του αντιεισαγγελέως, η Ανδρονίκη του Προέδρου Συμβουλίου της Επικρατείας, η Σουσάνα Σαλαβριώτου του εφόρου, η Γεωργία Σταματέλλου του βιομηχάνου*
Ολόκληρο κατεβατό η μαμά όλης της αφρόκρεμας της κοινωνίας. Πείθεται ο Βούλης, αλλά τονίζει “Με δοκιμήν. Αν δεν τα καταφέρεις θα σταματήσεις. Συμφωνούμε; Εγώ θα σε βοηθήσω με όλας μου τας δυνάμεις, θα δανειστώ χρήματα, θα αναλάβω τα τρεχάματα, τις εφορίες και τα λοιπά, αλλά αν δεν επιτύχεις…”
Μητέρα: Έχεις τον λόγον της τιμής μου!*
Η τιμή, τιμή δεν έχει. Και χαράς τον που την έχει. Στέναξαν τα ντουβάρια του δωματίου που ξαναβάφτηκε σε χρώμα αρμόζον της περιστάσεως. Από το τρίξιμο των σομιέδων σεισμός στη γειτονιά. “Κουνήσου, κουνήσου,” έλεγε ο μπαμπάς μεγάλη ουρά περιμένει. Ούτε λεπτό δε σηκωνόταν η μαμά από το κρεβάτι.
Ήταν όμως περίοδος κατοχής, μνημονίων, άλλων τινών και ασταθείας του νομίσματος. Κι όσον η μητέρα εκινείτο οριζοντίως τόσον αι τιμαί ανήρχοντο καθέτως. “Απεφάσισε τότε να κινηθεί ορθία μήπως και οριζοντιωθούν αι τιμαί”* Άβολη στάση, κουραστική, γι αυτό συνέχισε ξαπλωτή. Το διαμέρισμα εσείετο εκ θεμελίων. Τρίξανε και τα θεμέλια της μαμάς. Έρχεται ο γιατρός κ. Ευθυμίου
Ευθυμίου: Τί εργασίαν κάνει η σύζυγός σας;
Πατέρας: Είναι…εταίρα
Ευθυμίου: Το φαντάστηκα. Η πέμπτη μου περίπτωσις σήμερα. Και όλες με πνευμονία. Και πόσες ώρες είναι ξαπλωμένη, κύριε Ζαχαρούλη;
Πατέρας: Δεκαοκτώ, γιατρέ, εργάζεται σκυλίσια.
Ευθυμίου: Θα πρέπει να μείνει εκτός εργασίας, τουλάχιστον δεκαήμερον, άρα δε θα ξαπλώσει δέκα ημέρας ώσπου να την ξαναδώ.
Πατέρας: Ορθή, γιατρέ, ορθή. Ποτέ πια στο κρεβάτι. Ορθή!
Ορθή την θάψανε την κ. Δωροθέα “Για να αναπαυθεί και στην άλλη ζωή, αφού τόσο πολύ κουράστηκε ξαπλωμένη σ΄ ένα κρεβάτι”. Ιδέα που έμελλε να φέρει επανάσταση στην ταφή των νεκρών, αφού δεκάδες ανεπτυγμέναι χώραι υιοθέτησαν την ορθίαν ταφήν των νεκρών, για να λύσουν τα δισεπίλυτα προβλήματα που ταλάνιζαν επί έτη τας κυβερνήσεις των”*
“Έχει ξεπεράσει κάθε ευπρέπεια” επιτίθεται οργίλη η Ελένη Βλάχου, μόλις βλέπει δημοσιευμένο στην “Καθημερινή” το διήγημα “Το επάγγελμα της Μητρός μου” και απολύει τον συγγραφέα της Μέντη Μποσταντζόγλου, τον χιλιολατρεμένο Μποστ.
“Η κ. Βλάχου έχει χάσει το χιούμορ της” λέει ο Μέντης και ευθυτενής γυρίζει την πλάτη του. Χρόνια αργότερα ο Θανάσης Παπαγεωργίου κάνει θεατρική διασκευή του διηγήματος και το παρουσιάζει στο Θέατρο “Στοά”. Ο κόσμος καταχειροκροτεί. Καταχειροκροτεί και την “Φαύστα”, την “Μήδεια” ,στο κατάμεστο Ηρώδειο και το τελευταίο έργο του “Ρωμαίος και Ιουλιέτα”. Όταν μπαίνει στο ρωμαϊκό Ωδείο για να παρακολουθήσει με την λατρεμένη αξιοπρεπέστατη συμβία του Μαίρη την παράσταση, ο κόσμος όρθιος τον υποδέχεται παραληρώντας
-Θα ήλθε κάποιος επίσημος, ψιθυρίζει ο Μέντης
-Εσένα υποδέχονται, του απαντά εκείνη
Ένα κρυφό δάκρυ βγαίνει στα βλέφαρα του. Λίγο αργότερα κλείνει τα μάτια για πάντα. Έχει φροντίσει να αφήσει την παρακαταθήκη του. Παίζοντας με την ανορθογραφία ζωγραφίζει “Τον Νώε τη γηναίκα του και άλλα ζώα”. “Την Ελλάδα με τα παιδιά της Πειναλέοντα και Ανεργίτσα”, “Το θρηλικόν “Μανίλα” που διστιχός ολίγον αργότερον εβηθήσθη”. Και γελάει τρανταχτά με την ημιμάθεια, τη δηθενιά, το νεοπλουτισμό και την εθνικοφροσύνη.
Γεννημένος στην Βασιλεύουσα των Πόλεων, στο “Λέφκομά” του αυτοβιογραφείται σαρκάζοντας “Ο ιστορικός κλάδος των Μποστ πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Μέσης Ανατολής. Πρόγονος του ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Ιωάννου Μποσταντζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανεν, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι΄αυτόν. Εμένα με εβάπτισαν Χρύσανθο, ο Ορέστης Μακρής που νόμιζε από το πολύ μεθύσι πως ήταν υπνωτισμένος έδωσε εντολή να πέσει η αυλαία με τη βοήθεια ενός μέντιουμ. Έτσι διά της ζωοποιού δυνάμεως του μέντι έκλεισε η κουρτίνα κι εμένα μού ΄μεινε”.
Στην χούντα τον κρατούν στην Ασφάλεια χωρίς κορδόνια στα παπούτσια και ζώνη στη μέση. Τραβάει το παντελόνι του με τους αγκώνες για να μην του πέσει. Αξύριστος, άπλυτος, νηστικός για μέρες. Λέει θυμόσοφα ” Κι αυτό θα περάσει. Οι βλάκες φοβούνται πως θα αυτοκτονήσω”**
Οι βλάκες! Όσο κι αν ψάχνω άλλο δεν μπορώ να βρω για τα αίτια της νόσου τους, πάρεξ του Μέντη “Ο Άγιος Φανούριος βοήθημα δια κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών Γκα-Τσού και Βου-Σβου-Νί”
Κατά τ΄άλλα και για όλους τους άλλους “Εφχόμεθα ο βίος σας να είναι πολή ανθόσπαρτος κέ εφτηχύς”: Μέντης Μποσταντζόγλου γενειθής 23 Μαγήου 1918.
~~~~~~~~~~
*Μποστ,Το επάγγελμα της μητρός μου, σε θεατρική διασκευή Θανάση Παπαγεωργίου
** Από κείμενο που έχει γράψει ο γιος του Μποστ Κώστας Μποσταντζόγλου, για τα 24 χρόνια από το θάνατο του πατέρα του, το 1995.