Μοναστήρι Αγίου Μηνά στη Χίο.
Το Μοναστήρι της μεγάλης σφαγής!
Της Δέσποινας Μακρινού
Απρίλης 1822. Περισσότερα από 3.000 γυναικόπαιδα κυνηγημένα από τον Τούρκο κατακτητή κατέφυγαν εκεί για να γλιτώσουν.
Πάνω στα περίφημα ψηφιδωτά άφησαν την τελευταία πατημασιά τους τα μικρά του νησιού. Το αποτύπωμα, από τον βίαιο θάνατο τους, παραμένει ανεξίτηλο στον ιερό χώρο του μοναστηριού. Οι μικρές ματωμένες πατουσίτσες βρίσκονται ακόμη εκεί παρά το πέρασμα του χρόνου.
Το όμορφο νησί αποδεκατίστηκε, σφαγιάστηκε, αιμορράγησε, μαύρισε από το βαρύ και αβάστακτο πένθος.
Το Μοναστήρι το τελευταίο καταφύγιο σπιλώθηκε, λεηλατήθηκε, κάηκε μαζί με το έμψυχο κυνηγημένο πλήθος.
Ο Άγιος Μηνάς δεν κατάφερε παρά τις δυσκολίες που πρόβαλε, να αντισταθεί και να προστατεύσει τους απελπισμένους κατοίκους.
Ακολούθησε η μεγάλη σφαγή. Η σφαγή της Χίου. Η μεγαλύτερη ίσως σφαγή σε μία άνιση μάχη χωρίς αντίσταση.
Το όμορφο φυσικό περιβάλλον γέμισε μικρά και μεγάλα κορμιά.
Ο Γάλλος ζωγράφος, ο φανατικός φιλέλληνας Ευγένιος Ντελακρουά, αποτύπωσε με μελανά χρώματα τη μεγάλη σφαγή και κατάφερε να επηρεάσει χιλιάδες ευρωπαίους πολίτες.
Ο Βίκτορ Ουγκώ έγραψε το ποίημα «Το Ελληνόπουλο» το οποίο και μεταφράστηκε από τον Κωστή Παλαμά.
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ’ την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μεσ’ στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω.Να!