απο τις ΝΗΣΙΔΕΣ της Εφημερίδας των Συντακτών
Του Γιάννη Ψυχοπαίδη*
Μαξ Ερνστ, «Η Παναγία τιμωρεί τον Χριστό μπροστά σε τρεις μάρτυρες: Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελιάρ, Μαξ Ερνστ», 1926
Η τέχνη απευθύνεται στην κοινωνία βγαίνοντας μέσα από τα σπλάχνα της και την καλεί να ξεχάσει αυτά που ήδη ξέρει, να αναρωτηθεί για το σήμερα και να νοσταλγεί το μέλλον.
Πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια από το 2004, τότε που γράφτηκε το κείμενό μου, που ακολουθεί, με τίτλο «Πολιτική-πνευματική ευθύνη και λογοκρισία».Το ανακάλυψα πρόσφατα, χαμένο μέσα σε παλιούς μου φακέλους και αρχεία, μια μαρτυρία μιας εποχής των μεγάλων αλλαγών και ανακατατάξεων στη στροφή του νέου αιώνα. Ενα κείμενο-ντοκουμέντο για γεγονότα κοινωνικής, αισθητικής και ηθικής τάξης σε μια κοινωνία που τότε κυριαρχούσε η ψευδαίσθηση ενός θολού εκσυγχρονισμού και η άκριτη προσαρμογή σε κάποιες δυτικοευρωπαϊκές φιλελεύθερες αξίες και αρχές.
Οι αντιδράσεις τότε απέναντι στο επίσημο κράτος αφορούσαν τη λογοκρισία και την απομάκρυνση ενός εικαστικού έργου από μια μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση με διεθνή εμβέλεια («Αουτ-λουκ»)∙ Το έργο θεωρήθηκε βλάσφημο και αποσύρθηκε από τον υπουργό και τους υπεύθυνους οργανωτές, απ’ αυτούς ακριβώς τους καθ’ ύλην αρμόδιους που το είχαν επιλέξει και αναρτήσει. Ισως πιστεύαμε τότε ότι τα χρόνια της μεταπολίτευσης που προηγήθηκαν θα μπορούσαν να στηρίξουν πιο σταθερά το πνεύμα μιας μη-χειραγωγημένης ελευθερίας της έκφρασης, μακριά από δόγματα, σκοταδισμούς και υστερόβουλους φανατισμούς. Σήμερα η ιστορία θα μπορούσε να επαναληφθεί ως φάρσα αλλά δυστυχώς δεν είναι καθόλου έτσι. Στο ίδιο έργο θεατές, μόνο που ούτε το έργο είναι ίδιο, αλλά και οι θεατές έχουν πάψει να κρίνουν και να αντιδρούν με τρόπο καθολικό και απόλυτο όπως θα άρμοζε σε μια συνειδητοποιημένη δημοκρατική πολιτεία απέναντι στους βανδαλισμούς μιας νέας βάρβαρης εποχής. Τα ζητήματα της ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι, όπως θέλουν να πιστεύουν πολλοί, προβλήματα που αφορούν μια περιορισμένη καλλιτεχνική κοινότητα. Μα ούτε και το υλικό της τέχνης είναι τα ιδιωτικά πάθη της ψυχής. Είναι ο αναστοχασμός της κοινωνίας πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, η αντανάκλαση των συνολικών δονήσεων ενός κόσμου έμπλεου από αισθήματα, αντιφάσεις, αδιέξοδα, ρίσκα, ελπίδες, ρήξεις, τολμηρές αναπροσαρμογές. Και πάντα η αναζήτηση μιας αλήθειας σε τόπους αχαρτογράφητους, με ό,τι οδυνηρές ή θαυμαστές συνέπειες μπορεί να ’χει κάτι τέτοιο. Η τέχνη απευθύνεται στην κοινωνία βγαίνοντας μέσα από τα σπλάχνα της και την καλεί να ξεχάσει αυτά που ήδη ξέρει, να αναρωτηθεί για το σήμερα και να νοσταλγεί το μέλλον. Πέρασαν 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση και το πρόταγμα παραμένει ισχυρό και αναγκαίο όσο ποτέ. Συστράτευση, αλληλεγγύη, αυταπάρνηση και συλλογική μάχιμη πορεία ευθύνης, στηρίζοντας όλους αυτούς που αγωνίζονται για την ανανέωση μιας δημοκρατικής κοινωνίας, προτάσσουν το σώμα και το πνεύμα τους για την ελευθερία της έκφρασης, δεν αφήνουν να ξεχάσουμε όλα όσα διεκδίκησαν και κέρδισαν οι προηγούμενες γενιές, κρατάνε ζωντανό το πνεύμα των μεγάλων ιδεών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Οι εκατοντάδες σπουδαστές των τεσσάρων Σχολών Καλών Τεχνών του τόπου θα έπρεπε σήμερα –και για λόγους αξιοπρέπειας της τέχνης που ευαγγελίζονται ότι θα υπηρετήσουν ως δημιουργοί– να ξημεροβραδιάζονται στα σκαλιά της Εθνικής Πινακοθήκης σ’ ένα δυναμικό «παρών» με τη μαζική φυσική τους παρουσία για να δηλώνουν έμπρακτα τη στήριξή τους στο Ανώτατο Πνευματικό Ιδρυμα – την Κιβωτό αυτήν της τέχνης τους, ανεξάρτητα από τις όποιες επιλογές της.
Και να σταθούν –φυσικά πνευματικά εμπόδια– ενάντια στους άφρονες που βανδαλίζουν την τέχνη και εξευτελίζουν την Δημοκρατία, αυτοί οι εθνικοί εκπρόσωποι που έχουν συνταγματικό καθήκον να φυλάνε τις Θερμοπύλες των εμβληματικών πνευματικών θεσμών του κράτους.
Η Τέχνη βάλλεται και μαζί η κοινωνία στο σύνολό της. Στους καιρούς των πιο σκοτεινών προμηνυμάτων επωάζεται ένας βάρβαρος Μεσαίωνας.
Σήμερα φιμώνεται η τέχνη και οι ιδέες, αύριο θα αναρωτιέται η κοινωνία φιμωμένη γιατί πιάστηκε στον ύπνο.
Σήμερα, που θεωρούμε ότι έχουμε αφήσει πίσω μας την Ελλάδα της καταστολής, της λογοκρισίας και της απαγόρευσης, την Ελλάδα των εξόριστων ιδεών και των νέων Παρθενώνων, με κάτι τέτοιες πράξεις ανοίγεται διάπλατα ο ασκός του Αιόλου για να επανέλθουν οι αντιδημοκρατικοί εφιάλτες του παρελθόντος
Ο χρόνος που πέρασε άφησε και κάποια ανεξίτηλα αρνητικά σημάδια στην πολιτιστική ζωή. Η μεγαλύτερης κλίμακας εικαστική εκδήλωση των τελευταίων χρόνων, το «Αουτ-λουκ», μια έκθεση που φιλοδόξησε να παρουσιάσει μια διατομή της διεθνούς καλλιτεχνικής δημιουργίας, δέχτηκε βαριά πλήγματα εκ των έσω. Πλήγματα που έφεραν στο φως μια σειρά από ζητήματα πολιτικής και πνευματικής ευθύνης, οργανωτικές δυσλειτουργίες και διανοητικές και ιδεολογικές συγχύσεις.
Το «Αουτ-λουκ» -εκδήλωση οργανωμένη από το επίσημο κράτος με την πλουσιοπάροχη κάλυψη του υπουργείου Πολιτισμού ως ο κορμός της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας– στάθηκε το αντικείμενο και ο στόχος μιας βίαιης κριτικής και μιας εξίσου βίαιης λογοκρισίας. Ετσι, ενώ η έκθεση διένυε ήδη τον πρώτο μήνα της λειτουργίας της –είχε εγκαινιαστεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος και είχε ξεναγηθεί στα επί μέρους έργα– κάποιες συγχυσμένες φωνές ανακάλυψαν τη «βλάσφημη» πτυχή κάποιου ζωγραφικού πίνακα, δημιουργώντας ένα εφήμερο, τηλεοπτικής αισθητικής και περιεχομένου, λαϊκό δικαστήριο. Με συνοπτικές διαδικασίες και υπουργική εντολή το «βέβηλο» έργο αποκαθηλώνεται.
Το ζήτημα της ποιότητας ενός έργου τέχνης και το πώς αυτή μπορεί να οριστεί είναι ουσιώδες, αλλά δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης. Το ζήτημα αυτό έπρεπε να είχε τεθεί προκαταβολικά και, εν πάση περιπτώσει, είναι υποχρέωση του υπουργείου και των διοργανωτών να κρίνουν και να χρεωθούν την κρίση τους και τις επιλογές τους. Εφόσον όμως αποφασίζεται μια τέτοια έκθεση με αυτές τις συμμετοχές, χρέος των υπευθύνων είναι και θα παραμένει πάντα η διαφύλαξη και η προστασία με σθένος, της δημοκρατικής αρχής της προσωπικής επιλογής και της ελεύθερης έκφρασης.
Ακόμη και διαφωνώντας πρέπει –σύμφωνα με τις μεγάλες ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού– να δώσουμε και τη ζωή μας για να μπορέσει και το τελευταίο αμφιλεγόμενο ή βλάσφημο έργο να εκφράσει ελεύθερα τις ιδέες του – όποιες κι αν είναι.
Οι ιδέες αντιμετωπίζονται με ιδέες. Οχι με μέτρα κατασταλτικά μιας σκοταδιστικής λογοκρισίας, αλλά με νηφάλιες, παθιασμένες και άφοβες αντιπαραθέσεις. Αντ’ αυτού το υπουργείο έσπευσε να επιβάλει την αποκαθήλωση του έργου, αναζητώντας στο βιαστικό λογοκριτικό κουκούλωμα το λιγότερο δυνατό πολιτικό και ιδιωτικό κόστος.
Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν πάντα οι αδαείς, οι φανατισμένοι, οι ιδεολογικά εγκλωβισμένοι, οι πολιτικά καιροσκόποι. Αυτοί που θα απειλούν με κάθε ευκαιρία με αυτοδικία στο πείσμα κάθε νομιμότητας και διαρκώς θα συμπαρασέρνουν στον ανορθολογισμό προς ίδιον όφελος.
Το υπουργείο Πολιτισμού, αν ήθελε πράγματι να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να σεβαστεί το όνομα και την αποστολή του, θα έπρεπε να υπερασπιστεί αυτό πρώτο την ίδια του την πρωτοβουλία. Να σταθεί παραδειγματικά και διδακτικά όρθιο, θαρραλέο και αποφασιστικό απέναντι σε κάθε οργισμένη φωνή των δογματικών και μισαλλόδοξων.
Το επίσημο κράτος φανερώθηκε πνευματικά ανελεύθερο και αθωράκιστο. Αυτοί που θεσμικά είναι υπόχρεοι να εναντιωθούν μπροστά στη βαρβαρότητα, προβάλλοντας και διδάσκοντας τον πολιτισμό απέναντι σε κάθε πράξη ανελευθερίας, αυτοί ακριβώς σπεύδουν, συνυπολογίζοντας πολιτικό και ιδιωτικό κόστος και συμφέρον, να γίνουν οι πρώτοι λογοκριτές. Αβουλοι και μοιραίοι, καταπατούν χωρίς δεύτερη σκέψη τις αρχές που κατ’ εξοχήν κλήθηκαν να στηρίξουν.
Σήμερα, που θεωρούμε ότι έχουμε αφήσει πίσω μας την Ελλάδα της καταστολής, της λογοκρισίας και της απαγόρευσης, την Ελλάδα των εξόριστων ιδεών και των νέων Παρθενώνων, με κάτι τέτοιες πράξεις ανοίγεται διάπλατα ο ασκός του Αιόλου για να επανέλθουν οι αντιδημοκρατικοί εφιάλτες του παρελθόντος.
Ο λεγόμενος «πολιτισμός των πολιτισμών», αυτό το επηρμένο ιδεολόγημα των εθνικών οραμάτων, δεν πρέπει να εκφυλιστεί σε μια αντιδημοκρατική, αντιπνευματική παρωδία.
*Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης είναι εικαστικός καλλιτέχνης