Ερντογάν: Ανάμεσα στην κατάρρευση των στοιχημάτων και την καθυστερημένη αναγνώριση των Κούρδων
Δρ. Μαχμούντ Άμπας*
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
14 Ιουλίου 2025
Μετάφραση : Θανάσης Κούρτης
Ο Ερντογάν δεν άφησε καμία πόρτα που να μην χτύπησε, ούτε συμμαχία που να μην φόρεσε, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να εξαλείψει το κουρδικό κίνημα. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, επικεντρώθηκε στον πόλεμο κατά της αυτόνομης διοίκησης και των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG), και στη συνέχεια στράφηκε κατά των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) και της διεθνούς συμμαχίας, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Ερντογάν σκαρφάλωσε τα τείχη της ιστορίας, αναζητώντας τους εχθρούς του παρελθόντος για να συνάψει συγκυριακές και αντιφατικές συμμαχίες. Πλησίασε τη Ρωσία, τον ιστορικό εχθρό της Τουρκίας από την εποχή των Τσάρων, περνώντας από τη σοβιετική περίοδο και τον Ψυχρό Πόλεμο, έως τις συγκρούσεις στον Καύκασο και το ζήτημα της Τσετσενίας. Επέκτεινε την πολιτική του παρουσία και προς το Ιράν, αγνοώντας την βαθιά ριζωμένη θρησκευτική αντιπαλότητα από την εποχή των συγκρούσεων μεταξύ της Σαφαβιδικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και στη συνέχεια του κρυφού σουνιτο-σιιτικού πολέμου. Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν ξεπέρασε τα βάθη της ιστορικής σύγκρουσης και της βρομιάς της, μόνο και μόνο για να σχηματίσει μέτωπο ενάντια στη συμμαχία ΗΠΑ–Κούρδων και SDF.
Επιτέθηκε λυσσαλέα στην αμερικανική παρουσία στην ανατολική όχθη του Ευφράτη, την κατηγόρησε στις ομιλίες του, και στη συνέχεια παρακάλεσε ταπεινά για σιωπή που θα επέτρεπε την υλοποίηση των σκοτεινών του σχεδίων ενάντια στους Κούρδους. Παρόλα αυτά, η Ουάσιγκτον δεν του αντέταξε παρά αδύναμες διπλωματικές δηλώσεις, με εξαίρεση κάποιες πιο αυστηρές αντιδράσεις στην αρχή της διακυβέρνησης Μπάιντεν.
Οργάνωσε πάνω από είκοσι διασκέψεις μεταξύ Αστάνα και Σότσι με φαινομενικό σκοπό το συριακό ζήτημα, αλλά ο ουσιαστικός στόχος ήταν πάντοτε η αντιμετώπιση της κουρδικής παρουσίας και της συμμαχίας της με την Αμερική. Στήριξε τζιχαντιστικές οργανώσεις από το ISIS έως τον λεγόμενο «Εθνικό Στρατό» και άνοιξε τις πόρτες σε μισθοφόρους και μαχητές από τον ισλαμικό κόσμο για να πολεμήσουν κατά των SDF και της αυτόνομης διοίκησης. Επέβαλε στους περισσότερους εξ αυτών να αγνοήσουν τη μάχη κατά του εγκληματικού καθεστώτος της Δαμασκού και προχώρησε σε παραχωρήσεις προς το Ιράν και το συριακό καθεστώς με αντάλλαγμα τη δέσμευσή τους να πολεμήσουν τους Κούρδους. Παρ’ όλα αυτά, απέτυχε να πετύχει τους στόχους του και διαρκώς ετοίμαζε εναλλακτικά σχέδια.
Υποτάχθηκε πολλές φορές στις απαιτήσεις των ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενος όλα τα διπλωματικά του εργαλεία και τις διασυνδέσεις του στο αμερικανικό λόμπι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αποδέχθηκε τους όρους των ΗΠΑ και του Ισραήλ επαναπροσδιορίζοντας την «Χαγιατ Ταχρίρ αλ-Σαμ» (HTS) ως αιχμή του δόρατος κατά της ιρανικής παρουσίας. Πράγματι, η HTS κατάφερε να καταρρίψει το καθεστώς και να εκδιώξει τις ιρανικές πολιτοφυλακές από τη Συρία.
Αυτή η επιτυχία αποθράσυνε την Τουρκία, ωθώντας τη να ενισχύσει τις επιθέσεις της κατά των SDF. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια των ίδιων της των εργαλείων και της μεταβατικής κυβέρνησης της Συρίας, άλλαξε στρατηγική. Κατευθύνθηκε προς την προσπάθεια πειθούς της Ουάσιγκτον να εγκαταλείψει την αυτόνομη διοίκηση υπέρ της κυβέρνησης του Τζολανί. Ένα από τα μέσα της ήταν η άσκηση πίεσης στον Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα και στον ειδικό απεσταλμένο για τη Συρία και τον Λίβανο, Τόμας Μπαράκ, επιδιώκοντας να επιβάλλει τις επιθυμίες της. Πίστευε ότι η εξάλειψη της αυτόνομης διοίκησης και η ενσωμάτωση των SDF στον συριακό στρατό θα αφαιρούσε τη νομιμότητα της αμερικανικής παρουσίας στην ανατολική Συρία, ανοίγοντας τον δρόμο για αποχώρησή της. Έτσι, η κουρδική υπόθεση στη Συρία θα καταρρεύσει και η Τουρκία θα μπορέσει να κυριαρχήσει στη χώρα στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά, αποτρέποντας την εξαγωγή του κουρδικού ζητήματος εντός των τουρκικών συνόρων.
Η αμερικανοτουρκική αποκλιμάκωση που ακολούθησε όλη αυτή την ένταση δεν ήταν τυχαία, αλλά είχε περίπλοκο υπόβαθρο, που είναι γνωστό στους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές. Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ περίμεναν την εξουδετέρωση της ιρανικής απειλής και την αποδυνάμωση των ιρανικών πολιτοφυλακών σε τέτοιο βαθμό ώστε να χάσουν κάθε επιρροή. Η Τουρκία κατανοεί πλήρως αυτή την εξίσωση, και γι’ αυτό αναγκάστηκε να μετριάσει τη ρητορική της και να επιστρέψει σε μια πραγματικότητα που τα τουρκικά καθεστώτα αποφεύγουν εδώ και καιρό: την αναγνώριση των Κούρδων ως έθνος και τη συμμετοχή τους στον πολιτικό διάλογο ως μια πολιτική πραγματικότητα που δεν μπορεί να εξαφανιστεί, ακόμα κι αν αυτή η διαδικασία παρουσιάζεται μέσα από το αφήγημα της νίκης κατά της τρομοκρατίας. Στην πράξη, όμως, έχει ήδη αποδεχθεί πολλά, από τον διάλογο του Προέδρου της Δημοκρατίας με έναν φυλακισμένο Κούρδο ηγέτη, έως συμφωνίες των οποίων οι λεπτομέρειες δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί, αλλά αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθούν.
Αν δεν υπήρχε ο βαθύς ρατσισμός που διαποτίζει τη δομή του τουρκικού κράτους, και αν ο Ερντογάν δεν φοβόταν τον δρόμο, που έχει εμποτιστεί με μίσος κατά των Κούρδων, θα είχε γλιτώσει την Τουρκία από έναν αιώνα βίας και καταστροφής, και θα είχε επιλέξει εδώ και καιρό αυτό που γνωρίζει καλά: ότι όσα ξοδεύει η Τουρκία για να πολεμήσει τους Κούρδους, αν τα επένδυε στην ειρήνη και τη συμφιλίωση, σήμερα θα ήταν μια από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου – πολιτισμικά, οικονομικά και κοινωνικά. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα αρχίζει να κάνει δειλά βήματα προς αυτή την αλήθεια και αποδέχεται με δυσκολία τον διάλογο με έναν λαό που στερήθηκε ακόμα και το δικαίωμα να προφέρει το όνομα της πατρίδας του: Κουρδιστάν.
Αν η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) είναι ειλικρινής και δεν παίζει τα γνωστά της παιχνίδια, και αν ο κουρδικός λαός αποκτήσει τα εθνικά του δικαιώματα –έστω και με τη μορφή μιας ομοσπονδίας που θα κατοχυρωθεί στο τουρκικό σύνταγμα και θα εγκριθεί από το κοινοβούλιο– τότε η Τουρκία μπορεί να μετατραπεί σε ένα πρότυπο κράτος, ενεργοποιώντας τις δυνατότητες του κουρδικού λαού και τους πόρους του Κουρδιστάν για την οικοδόμηση μιας πατρίδας στην οποία όλοι θα επιθυμούν να ζήσουν. Αν δεν το κάνει, το μέλλον της θα είναι παρόμοιο με των υπόλοιπων χωρών της Μέσης Ανατολής, που οδεύουν προς διάλυση και κατάρρευση, υπό το βάρος γεωπολιτικών αλλαγών τις οποίες η κυβέρνηση Ερντογάν και τα τουρκικά εθνικιστικά κόμματα κατανοούν καλά και προσπαθούν να προλάβουν με κάθε τρόπο –έστω και με μισή αναγνώριση και μισή συνύπαρξη με την αλήθεια που τόσο πολέμησαν.
Αν η Τουρκία δεν συμφιλιωθεί με την κουρδική της πραγματικότητα, θα καταρρεύσει κάτω από τα ίδια τείχη που ύψωσε για να την αρνηθεί. Ένα κράτος που φοβάται το παρελθόν του και τρέμει το όνομα «Κουρδιστάν», δεν θα έχει θέση στους χάρτες του αύριο. Θα το καταπιούν οι εξελίξεις, όπως κατάπιαν και άλλα κράτη που ήταν ισχυρότερα, και η ιστορία θα γράψει πως η ξεροκεφαλιά της άρνησης γκρέμισε μια αυτοκρατορία πριν καν γεννηθεί.
*Μαχμούντ Αμπάς είναι Πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής