Γράφει ο Γιάννης Αποστολόπουλος
Το αντιπροσωπευτικότερο και δημοκρατικότερο εκλογικό σύστημα είναι αναμφίβολα η απλή αναλογική. Δηλαδή κάθε ψήφος να έχει απόλυτη αντιστοιχία και αναλογικότητα προς τον αριθμό των βουλευτικών εδρών.
Από το σύστημα αυτό αρχίζουν οι διάφορες παρεκκλίσεις με τις αντίστοιχες επιχειρηματολογίες.
Κατ αρχήν η πρώτη παρέκκλιση είναι το όριο που τίθεται για την δυνατότητα εκπροσώπησης στη Βουλή. Έτσι για την Ελλάδα αν ένα κόμμα δεν συγκεντρώσει τουλάχιστον 3% των ψήφων, μένει εκτός Βουλής. Ενώ με τη λεγόμενη ανόθευτη αναλογική θα αρκούσε ποσοστό 0.33 περίπου για την εξασφάλιση βουλευτικής έδρας. Το κατώτατο όριο προφανώς λειτουργεί σε βάρος των μικρών και υπέρ των μεγαλύτερων κομματικών σχηματισμών.
Η επιχειρηματολογία που προβάλλεται για το κατώτατο όριο είναι η αποφυγή μεγάλου κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων σε μικροομάδες και η προώθηση κατά το δυνατόν συνένώσεων σε μεγαλύτερα σχήματα με προσέγγιση απόψεων.
Έτσι με το σύστημα αυτό, που θα ισχύσει στις εκλογές της 21 Μαίου, τα κόμματα που θα ξεπεράσουν το όριο του 3% θα πάρουν αναλογικά και τις έδρες που αντιστοιχούν στο σύνολο των ψήφων των εκτός Βουλής μικρών κομμάτων. Όσο μεγαλύτερο είναι αυτό το άθροισμα των ψήφων, τόσο περισσότερο ενισχύονται τα μεγαλύτερα κόμματα και τόσο μικρότερο ποσοστό ψήφων θα απαιτείται για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Συνεπώς, αν χωρίς τους ψήφους των εκτός Βουλής κομμάτων απαιτείται το 50%, με τον συνυπολογισμό και των ψήφων αυτών το αναγκαίο ποσοστό μειώνεται ανάλογα, περίπου στο 45-47%.
Βασική προϋπόθεση του συστήματος της απλής αναλογικής, που δυσχεραίνει αν δεν καθιστά αδύνατη την αυτοδυναμία, είναι η δυνατότητα εξασφάλισης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με σύμπραξη περισσότερων του ενός κομμάτων.
Είναι δεδομένο ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες , που έχουν παρόμοια αναλογικά εκλογικά συστήματα, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι ο κανόνας.
Στην Ελλάδα, τουλάχιστον ως προς την κρατούσα φρασεολογία, κανένας πολιτικός σχηματισμός δεν φαίνεται διατεθειμένος να συνεργαστεί με έναν από τους δύο διεκδικητές της εξουσίας Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ. Και προφανώς οι βλέψεις εστιάζονται κυρίως προς το τρίτο κόμμα ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που όμως με αμφίπλευρο έντονo επικριτικό λόγο επιχειρεί να κατοχυρώσει και αναπτύξει τον ρόλο του ως τρίτου πόλου.
Ίσως σε κάποια άλλη χώρα θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί τη συνεργασία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, αλλά στην Ελλάδα, με τις παρούσες συνθήκες, αυτό δεν ισχύει ούτε καν ως ανέκδοτο. Στην πολιτική βέβαια τίποτα δεν αποκλείεται.
Πάντως είναι δεδομένο, ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας, κατά την μεταδικτατορική περίοδο δεν είναι κάτι το ασύνηθες, με παράκαμψη των προεκλογικών αντιπαραθέσεων και δογματισμών.
Στις εκλογές της 18/6/1989 με παραλλαγή της απλής αναλογικής, ο Κων/νος Μητσοτάκης με τη ΝΔ, παρότι συγκέντρωσε ποσοστό 45%, δεν εξασφάλισε αυτοδυναμία. Έτσι υπήρξε συνεργασία με τον ενιαίο τότε Συνασπισμό, με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη (ΝΔ), με σκοπό να προωθηθεί άμεσα η «κάθαρση» για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Και η σύντομη θητεία της συγκυβέρνησης έληξε στις 5/9/1989.
Νέα κυβέρνηση συνεργασίας έχουμε στη συνέχεια υπό τον Ζολώτα, με συμμετοχή των κύριων αντιπάλων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αφού και πάλι ο Κων. Μητσοτάκης στις εκλογές της 5/11/89 δεν εξασφάλισε αυτοδυναμία.
Τρίτη φορά εκλογές με την απλή αναλογική στις 8/4/90, με τη ΝΔ να εξασφαλίζει 150 έδρες και με την προσχώρηση του Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ, καταφέρνει να σχηματίσει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κων/νο Μητσοτάκη.
Και βέβαια έχουμε πάλι αλλαγή του εκλογικού συστήματος με μπόνους για το πρώτο κόμμα κ,λ,π.
Άλλη κυβέρνηση συνεργασίας έχουμε το 2011, με την παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, και σχηματισμό τρικομματικής, ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ,, με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο και την επιβολή του μνημονίου.
Ακολουθεί η κυβέρνηση Σαμαρά με συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, μετά τις εκλογές της 17/7/12.
Και τέλος μετά τις εκλογές του Σρπτεμβρίου 2015 έχουμε την κυβέρνηση συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ του Καμένου και πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Τότε αποφασίζεται νέα αλλαγή του εκλογικού συστήματος με επαναφορά της απλής αναλογικής.
Έτσι, πέρα από την θεωρητική αξιολόγηση της απλής αναλογικής ως αντιπροσωπευτικότερου εκλογικού συστήματος, θα κριθεί για μια ακόμη φορά ως προς την δυνατότητα εξασφάλισης της απαραίτητης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για σχηματισμό κυβέρνησης. Και αυτό προϋποθέτει κομματικές συνεργασίες, κάτι που παρά το συνήθως φορτισμένο προεκλογικό κλίμα, δεν αποκλείεται..
Διαφορετικά θα πάμε στην δεύτερη αναμέτρηση με την λεγόμενη ενισχυμένη αναλογική, που ψήφισε η παρούσα κυβέρνηση. Και προφανώς ενισχύει τo πρώτο κόμμα με επί πλέον έδρες, εφόσον περάσει το όριο του 25%.
Για την αυτοδυναμία τότε θα χρειάζεται ποσοστό 37%. Αν πάλι έστω και με συνεργασίες δεν εξασφαλίζονται οι 151 έδρες, πάμε για νέες εκλογικές αναμετρήσεις…
Κλείνοντας θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι με τις συνεχείς-και όχι άδολες-αλλαγές του εκλογικού συστήματος, μπορεί ένα κόμμα να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία με μικρότερο ποσοστό ψήφων και αντίθετα με μεγαλύτερο ποσοστό να μην έχει αυτοδυναμία. Ένα αρνητικό μέρος του πολιτικού παιχνιδιού….