Σαν χθες πριν 18 χρόνια, μας άφησε η ελεύθερη, ευαίσθητη και επαναστατική ψυχή της Κατερίνας Γώγου… Τραγικό γεγονός είναι ότι σήμερα κηδεύεται και ο άντρας της και σκηνοθέτης
Παύλος Τάσιος [“Παραγγελιά” (1980), “Νοκ Άουτ” (1986)…] σαν να “επέλεξε” αυτή τη μέρα για να ανταμώσει και πάλι κοντά της.
Για τους πολλούς, η Κατερίνα Γώγου είναι γνωστή σαν μια καλή ηθοποιός του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου. Η εικόνα του χαριτωμένου, ατίθασου, τσαμπουκαλεμένου τρελοκόριτσου είναι αποτυπωμένη στις πάμπολλες ελληνικές ταινίες, κυρίως της Φίνος Φιλμ, αλλά και στη μνήμη των Ελλήνων.
Η Γώγου ηθοποιός όμως, των δεκαετιών του ’60 και του ’70, συμπορεύτηκε, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, παράλληλα με τη ηθοποιία, και με την ποίηση. Παρουσίασε, μέσα από τα ραγισμένα ποιήματά της, ένα ξεχωριστό ποιητικό πρόσωπο, που σημάδεψε την ελληνική ποίηση.
«Ντούκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος. Κι ας ήξερε πως κι η Κατερίνα Κροκανθρώπους αναζητούσε. Αλλά κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είν` ο στόχος, το νου σου, ε;». «Πρέζες υπάρχουν πολλές, αλλά η ηρωίνη σκοτώνει», της τραγουδούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Κατερίνα έδειχνε να συμφωνεί: «Μιλάω για την ηρωίνη γιατί αποδεκάτισε τα παιδιά»…
Λίγα λόγια για την πορεία της…
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιούνη 1940. Από πολύ μικρή, 5 χρονών, ως παιδί θαύμα, δούλεψε σε παιδικούς θιάσους και στη συνέχεια επαγγελματικά, σαν ηθοποιός στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες(“Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959”, “Άπονη ζωή/1964”, “Δεσποινίς Διευθυντής/1964”, “Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965”, “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971” κ.ά.) , ενώ στο θέατρο έπαιξε από επιθεώρηση μέχρι τραγωδία(θίασος Κ. Κουν). Πρωταγωνίστησε στις εξής ταινίες : α) «Το & βαρύ πεπόνι»(Π. Τάσιου, 1977 κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), β) «Παραγγελιά»(Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και γ) «Όστρια»(Α. Θωμόπουλου, 1984 / συνεργάστηκε στο σενάριο / πήρε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο).
Η Κατερίνα Γώγου παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο και απέκτησαν μια κόρη, την Μυρτώ Τάσιου.
Η μεγάλη της αγάπη, όμως, ήταν η ποίηση. «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω “ποιητής” Μην κλειστό στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές
αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν» έγραφε.
Από το γλυκό κοριτσάκι των ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, η Κατερίνα Γώγου μετατρέπεται στην επαναστατική ποιήτρια που αρχίζει να γράφει «για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι’ αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» όπως έλεγε η ίδια σε παλιότερη συνέντευξη της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».
Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης έχει αποκαλέσει την Κατερίνα Γώγου «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων». Σύχναζε στα Εξάρχεια και τασσόταν υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε τρόπο διαμαρτυρίας. Συνελήφθη πολλές φορές, ανακρίθηκε και εξευτελίστηκε. Στις 18/03/1991, έγραψε ένα γράμμα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με τον τίτλο «Ξεχάσατε τον Πετρόπουλο», στο οποίο εξέφραζε την αλληλεγγύη της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν στη φυλακή. Όταν η 17Ν σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου δέχτηκε τα μεσάνυχτα την επίσκεψη δύο αστυνομικών, που έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους σαν ύποπτη. Ένας αυτόπτης μάρτυρας
είχε καταθέσει ότι είδε μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος και η αστυνομία κατέληξε σε κείνη,χωρίς να έχει
αποδείξεις ή να μπορέσει εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει οποιεσδήποτε υποψίες. Οι σχέσεις της με τις αστυνομικές αρχές ουδέποτε υπήρξε καλή, το 1986 είχε κάνει μάλιστα και μήνυση στον υπουργό Δημόσιας Τάξης επειδή κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε από αστυνομικούς.
«Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε η ίδια.
Πηγή: Άνεργοι Δημοσιογράφοι