Της Μιχαέλας Αντωνίου
Γεννημένος στον σκληρό Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ο ρατσισμός ήταν καθεστώς και η διαφορετικότητα κυνηγιόταν, ο Τέννεση Ουίλιαμς είναι ένας συγγραφέας που τα κείμενά του φέρουν μια εγγενή σκληρότητα. Περιγράφουν συνθήκες οριακής καθημερινότητας, ανθρώπων ξεχωριστών.
Είναι οι ήρωες του Ουίλλιαμς που σηματοδοτούν τα έργα του. Είναι η ποιητική τους φύση που υπογραμμίζει και προβάλλει την αβυσσαλέα σκληράδα της ζωής. Και είναι οι μοίρα τους να γίνονται κομμάτια. Μήπως η εποχή μας δεν διαφέρει και πολύ από αυτήν του Ουίλλιαμς;
Γυάλινος Κόσμος του Τέννεσση Ουίλλιαμς σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου – Θέατρο Δημήτρης Χορν
Ο Γυάλινος Κόσμος είναι ένα ταξίδι στη μνήμη. Ο Τομ, κεντρικός χαρακτήρας του έργου, στέκεται απέναντι στη ζωή του και μας αφηγείται την ιστορία τη δική του, της μητέρας και της αδερφής του. Είναι ένα έργο σκληρό, ευαίσθητο και πολυδιάστατο γιατί εξετάζει τις εκφάνσεις της μνήμης, όπως αυτή ξεδιπλώνεται μέσα από το μυαλό του ήρωα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μεταφράζει, διασκευάζει και σκηνοθετεί αυτό το ενδιαφέρον κείμενο. Η μετάφραση της Ευαγγελάτου είναι σύγχρονη και καθημερινή. Όπως κάθε μετάφραση, εμπεριέχει και μια γραμμή σκηνοθεσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ευαγγελάτου έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει το κείμενο με βάση αυτή της την γραμμή. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις προσθήκες αποσπασμάτων που είναι τόσο έντεχνα ενταγμένες στην παράσταση ώστε δεν μπορούν καν να εντοπισθούν από κάποιον που δεν γνωρίζει επακριβώς το πρωτότυπο κείμενο. Ούτε στις προβολές που είναι εμπνευσμένες και προσθέτουν στην σκηνική σύνθεση την διάσταση του τετελεσμένου. Γιατί στο έργο οι χαρακτήρες δεν βιώνουν, μα αναπαράγουν το βίωμα του Τομ, όπως αυτό το έχει προσλάβει και το έχει συνθέσει ο ίδιος ο Τομ στη σκέψη του. Αναφέρομαι στο ότι η Ευαγγελάτου τονίζει ή αφήνει στο σκοτάδι στοιχεία των χαρακτήρων του κειμένου. Έτσι, ειδικά σε σχέση με τον χαρακτήρα του Τζιμ, διαφαίνεται μια ειρωνική διάθεση που τον κάνει να φαίνεται εντελώς μονοδιάστατος. Του αφαιρεί την ανθρωπιά και την ευαισθησία. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζει το έργο, την παράσταση, μα και την ερμηνευτική δυνατότητα του ηθοποιού.
Στόχος της σκηνοθέτη είναι να προβάλλει τις σχέσεις των ηρώων και να εστιάζει στις ενδοοικογενειακές εντάσεις, κάνοντας τες να φαντάζουν ότι προέρχονται από το τραπέζι ή την κουζίνα του καθένα μας. Κρατά τους ηθοποιούς περιορισμένους σε συγκεκριμένες συντεταγμένες και αφήνει το λευκό, παλιό ψυγείο, όπου μέσα «συντηρούνται» οι ευαισθησίες και τα όνειρα της Λώρας, να δεσπόζει στη σκηνή. Ο Γιώργος Πάτσας με το ψυχρό σκηνικό του και τους τοίχους καλυμμένους με τα ξεχαρβαλωμένα πλακάκια συμπληρώνει την εικόνα της αδυσώπητης καθημερινότητας. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου δημιουργεί ατμόσφαιρα και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου φτιάχνουν χώρους για να εξελιχθεί η ιστορία. Τα εξαιρετικά βίντεο του Μιχάλη Κλουκίνα δίνουν χρώμα, βάθος και διευρύνουν τη σκηνή.
Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης φαίνεται να τονίζουν περισσότερο ένα ιδίωμα του χαρακτήρα τους, κι αυτό πιθανώς να αποκαλύπτει την πρόθεση της σκηνοθέτη. Όμως αυτό κάνει την παράσταση και τους ρόλους πιο φτωχούς, πιο περιορισμένους. Η Αμάντα της Ναταλίας Τσαλίκη είναι στεγνή. Της λείπει το παρελθόν. Το βάρος που κουβαλάει η ηρωίδα και το φορτώνει στις πλάτες των παιδιών της με αποτέλεσμα να τα συνθλίψει ή να τα τρέψει σε φυγή. Περιορίζεται στο σχήμα και την όμορφή της κίνηση. Ο Τομ του Αντίνοου Αλμπάνη έχει πάθος, θυμό και ένταση, μα δεν έχει αποχρώσεις και ημιτόνια. Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς, περιορισμένος στον ρόλο του, καταφέρνει να δομήσει έναν άνθρωπο με διάθεση για ζωή, φρεσκάδα και αρρενωπότητα. Η πρωτοεμφανιζόμενη, Αμαλία Νίνου, έχει γλυκύτητα, ευαισθησία, πλαστικότητα και σκηνική παρουσία.
Μια παράσταση που προσθέτει στην ιστορία του Γυάλινου Κόσμου στην ελληνική σκηνή.
Ο Ορφέας στον Άδη του Τεννεσσή Ουίλλιαμς σε σκηνοθεσία Barbara Weber – Εθνικό Θέατρο
Στον Ορφέα στον Άδη ο Ουίλλιαμς μεταγράφει τον μύθο του Ορφέα. Του νεαρού που με τη μουσική του μάγευε την πλάση, μα διαμελίστηκε γιατί δεν απέτισε την δέουσα τιμή στον Διόνυσο. Έτσι κι ο Ορφέας του Ουίλλιαμς, ο Βαλ με το φιδοτόμαρο, σαγήνευσε με τη μουσική του, μα κάηκε ζωντανός γιατί δεν ακολούθησε τους νόμους της κοινωνίας του. Ο Γιώργος Δεπάστας μεταφράζει με θεατρικότητα. Φτιάχνει μια γλώσσα ρευστή, που ακουμπά το θεατή. Προφανώς συγγράφει και την εισαγωγή καθώς και το φινάλε της παράστασης, που οριοθετούν το έργο και το εντάσσουν στην βιτρίνα ενός μουσείου, αν και δεν αναφέρεται πουθενά στο πρόγραμμα της παράστασης. Αυτό πρέπει να είναι ένα στοιχείο που το εισάγει η σκηνοθέτης της παράστασης, Barbara Weber, και με αυτό τον τρόπο αλλάζει άρδην τη δομή του έργου. Από έργο ψευδαίσθησης, το κάνει αντικείμενο εξέτασης. Το γεγονός ότι την ενδιαφέρει να τονισθεί η πολιτική διάσταση του κειμένου δεν σημαίνει αποκλειστικά ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει τεχνικές που παραπέμπουν στον Μπρεχτ. Δεν είναι αυτός ο μόνος τρόπος για να γίνει πολιτικό θέατρο. Ένα έργο που είναι θεματικά τόσο επίκαιρο μπορεί να αγγίξει την καρδιά της κοινωνίας χωρίς βοηθήματα.
Παρόλ’ αυτά η διασκευή της έχει ενδιαφέρον. Ο μουσικός, συντονιστής της παράστασης, είναι πάνω στη σκηνή διαρκώς και οι υπόλοιποι ηθοποιοί κατά καιρούς παρατηρούν και σχολιάζουν τη δράση. Βέβαια, η ανάγνωση τον σκηνικών οδηγιών φορές κουράζει και κάνει την παράσταση να τραβά σε μάκρος. Όμως είναι ενταγμένες έξυπνα και καλοπαιγμένες. Συνολικά, η παράσταση είναι καλοστημένη. Οι ηθοποιοί κινούνται αρμονικά και οι σκηνές εναλλάσσονται γοργά. Το εξαιρετικό σκηνικό του Michel Schaltenbrand παρουσιάζει έναν ολόκληρο κόσμο πάνω στην σκηνή. Τα νέον που αναβοσβήνουν στους ρυθμούς του τρένου καθώς απομακρύνεται σου αφήνουν την πίκρα του ταξιδιού που δεν έγινε. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου συμπληρώνουν το σκηνικό. Η Ιωάννα Τσάμη φτιάχνει όμορφα και καλαίσθητα κοστούμια. Και ο Άγγελος Τριανταφύλλου ως μουσικός, μα και εκτελεστής της μουσικής υποστηρίζει την σκηνική σύνθεση.
Η Λέηντυ της Λυδίας Φωτοπούλου είναι παθιασμένη και αποφασισμένη. Όμως, αν η Λέηντυ του έργου του Ουίλλιαμς είχε τόσο πάθος όσο η Φωτοπούλου στη σκηνή, δεν θα έμενε εγκλωβισμένη σ’ αυτό το αλλόκοτο μαγαζί με έναν άντρα που σιχαίνεται και την βασανίζει. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου ως Βαλ δεν γοητεύει. Η Γιούλικα Σκαφίδα παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα Κάρολ, μια σύγχρονη Amy Winehouse. Η Μισέλ Βάλλεϋ είναι μια ύπαρξη χαμένη, που ψάχνει να κρατηθεί από κάπου. Η Άλκηστις Πουλοπούλου και η Θέμις Μπαζάκα φτιάχνουν ένα ωραίο δίδυμο που παραπέμπει σ’ έναν παράδοξο χορό αρχαίας τραγωδίας. Η πρώτη δημιουργεί ένα άχαρο, καταπιεσμένο πλάσμα, που απεγνωσμένα αναζητά μέσα της – και έξω της – μια Μέριλιν Μονρό. Και η δεύτερη μια χαζοβιόλα, αντιπαθέστατη παντρεμένη γεροντοκόρη. Ο Νίκος Αλεξίου σχηματοποιεί έναν εξαιρετικό Ντέηβιντ Κατρήρ. Η λευκή, ξερακιανή φιγούρα του Γιώργου Κοτανίδη είναι υπέροχα σκοτεινή και ο ρόλος του μετρημένος με ακρίβεια μοιρογνωμονίου. Ο Μηνάς Χατζησάββας, ακολουθώντας την φιλοσοφία της σκηνοθεσία της παράστασης, στέκεται απέναντι στον Τζέημπ Τάλμποτ τον κριτικάρει και τον αποδίδει με ιδιαίτερη σκληρότητα, όταν αυτό απαιτείται.
Μια παράσταση που θα ξεχαστεί.