Για τον Άγγελο Δεληβοριά
Ο ανιψιός του Φοίβος!
“Έλεγε ο Λορεντζάτος ότι το πιο σπάνιο είδος Έλληνα είναι εκείνο που φροντίζει να φτιάξει κάτι που θα αντέχει και στην απουσία του.
Ο θείος ο Άγγελος έζησε κι έπραξε μόνο έτσι. Ήταν όμως τόσο εκτυφλωτική η ομορφιά του, τόσο κιμπάρικη η έμπνευση και η τρέλα του, τόσο σκληρά θωρακισμένη η αφοσίωσή του στο έργο της ζωής του -το Μπενάκη- που τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ίδιο αφότου θα ‘φευγε. Το ‘ξεραν όλοι οι συνεργάτες του αυτό. Το δέντρο του ήθελε πότισμα και καθημερινή φροντίδα, ήθελε το ίδιο το δικό του πάθος όχι μόνο απ’ τους διαδόχους του, αλλά κι απ’ την ίδια την (αυτοκτονική κατά παράδοση) επίσημη πολιτεία που, στη σχέση της με τον πολιτισμό, δρα κυρίως ως αυτοάνοσο. Επιτίθεται η ίδια στον εαυτό της, που δεν είναι άλλος από τον πολιτισμό. «Ο πιο όμορφος Έλληνας» μου’λεγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Κι η Αρλέτα μου συμπλήρωνε «Αν υπήρχε λίγη έγνοια για τον τόπο, θά´πρεπε να τον διορίσουν διά βίου -και με το ζόρι- Υπουργό Πολιτισμού». Κι εγώ καμάρωνα, όπως καμάρωνα που έβλεπα τα μάτια του ν’αστράφτουν όταν με ξεναγούσε στην τελευταία του σπηλιά των θησαυρών, το «σπίτι της γενιάς του ‘30», στην Κριεζώτου.
Ο Άγγελος με έπαιρνε συνήθως τηλέφωνο, όταν έβγαινε στα σινεμά κάποια μεγάλη υπερ περιπέτεια. «Ανηψιέ! Βγήκε καινούργιος Σβαρτσενέγκερ. Ραντεβού στις 9 στο Ιντεάλ». Πώς να του πεις όχι; Τα ακύρωνες όλα για να δείτε μαζί το «Terminator 2» ή το «True Lies». Να τον δεις να χαίρεται σαν παιδάκι τον Σβάρτσε, τον Μπορν, τον Ίθαν Χαντ ή τον «Φυγά» και τα άλματά τους στο αδύνατο. Το ότι -βεβαίως- ο ίδιος ήταν ο αληθινός Ιντιάνα Τζόουνς ή ο πατέρας του -ο Κόνερι- ήταν κάτι που δεν χρειαζόταν να ειπωθεί. Κι ύστερα, βγαίνοντας από το σινεμά, γύριζε την κουβέντα στον Αλέν Ρενέ, στο «Πέρσι στο Μάριενμπαντ», την «μεγαλύτερη περιπέτεια που γυρίστηκε ποτέ».
Πώς είχε χρόνο για όλα αυτά; Πώς είχε χρόνο να μας βλέπει όλους μας, να έρχονται με την πολυαγαπημένη μας Μαρία σε ό,τι κάναμε με την Μυρτώ, να παίρνει πρωινά τηλεφωνήματα τη μάνα μας για πολύωρη κουβέντα και έπειτα να χάνεται στην αναδίφηση, στο Πανεπιστήμιο, στους δαιδάλους του fundraising και στη σχοινοβασία των συναντήσεων με τους ισχυρούς;
Ο ήρωάς μου αυτός, λοιπόν, σήμερα γιορτάζεται στη Σπάρτη. Από τους αρχαιολόγους, από τα παιδιά και τους διαδόχους του στο πολύτιμο του έργο στο Αμυκλαίο, στην παρακαταθήκη που άφησε εκεί πριν από 20 χρόνια. Και η Μαρίνα, η κόρη του -που έχει κι από την ομορφιά κι από την τρέλα του- με κατασυγκίνησε λέγοντάς μου πως οι αρχαιολόγοι θάθελαν να συνοδευτεί αυτό από μια σύντομη συναυλία με την κιθάρα μου στον κήπο του «Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης». Θα τραγουδήσω, λοιπόν, με ελεύθερη είσοδο για τον Άγγελο, που δεν ήταν δικός μου, που ήταν όλων μας. Αφιλοκερδώς, φυσικά, όπως έκανε επί της ουσίας πάντα εκείνος. Γιατί ήξερε πολύ καλά πως τα πράγματα που είναι όλων μας -όπως ο τόπος, όπως το υπέδαφος, όπως η μουσική- γίνονται δικά μας όταν τους δώσουμε όλη μας την καρδιά, χωρίς να περιμένουμε καμίαν ανταπόδοση. Αφού, ακριβώς, τα κάναμε δικά μας”.














