Της Λαμπριάνας Κυριακού
Πάνε 40 ολόκληρα χρόνια, από εκείνο το καλοκαίρι που οι Τούρκοι πάτησαν με τη βία το νησί της Κύπρου. Οι μνήμες ξεθωριασμένες για ορισμένους, για τους πολλούς όμως, είναι μνήμες που είναι αδύνατον να ξεχαστούν, γιατί χάραξαν πολύ έντονα τη ψυχή τους.
Όπως λόγω χάρη, τις στιγμές ενός αιχμαλώτου, τις κάνεις μαρτυρίες και τις έχεις για να τις διαβάζουν οι επόμενοι και να μαθαίνουν.
Ο Κυριάκος Πανάου, γεννήθηκε στο χωριό Άσσια της κατεχόμενης Κύπρου. Ήταν μόλις 17 ετών τότε. Θυμάται έντονα τις 40 μέρες αιχμαλωσίας του. Την μεταφορά του στα Άδανα της Τουρκίας, την σκληρή αντιμετώπιση των τούρκων και την απελευθέρωση, που φάνταζε απίθανη με τον πέρασμα των ημερών. Ο Κυριάκος θυμάται και μοιράζεται μαζί μας αυτές τις 40 φρικτές μέρες που έζησε στα χέρια των Τούρκων.
«Υπάρχουν ακόμη στα αυτιά εκείνες οι φωνές των συγχωριανών μου, που φώναζαν «Έρχονται οι Τούρκοι». Ήταν 14 Αυγούστου 1974. Το χωριό ήταν ανάστατο γιατί περνούσαμε στη δεύτερη φάση της Τουρκικής εισβολής. Αποφασίσαμε κι εμείς λοιπόν με την οικογένεια μου να φύγουμε. Βγαίνοντας την πόρτα του σπιτιού μόλις 100 μέτρα, αντικρίσαμε τα Τούρκικα τανκς. Εμείς δεν βρήκαμε μεταφορικό μέσο να φύγουμε και μείναμε σε ενός άλλου το σπίτι. Εντωμεταξύ μόνο πυροβολισμούς άκουγες. Κατά τις 2:30 το μεσημέρι οι τούρκοι όρμησαν μέσα στο σπίτι. Εκεί κρυβόμασταν περίπου 20 άτομα. Μας έβγαλαν έξω και μας χώρισαν σε δυο φορτηγά. Άνδρες αλλού και γυναικόπαιδα αλλού. Μας μετέφεραν έξω από το χωριό προς τη Βατυλή. Το βράδυ, βιώσαμε και τον πρώτο ξυλοδαρμό μας από τους τούρκους – καμιά σχέση, βέβαια από τον ξυλοδαρμό που δεχθήκαμε στην Τουρκία. Να τονίσω ότι μας είχαν αλυσοδεμένα τα χέρια.
Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΑΔΑΝΑ:
Για 3 μέρες, μας άφησαν έξω από ένα χωριό. Εκεί μας έδιναν πόλιπιφ {ζαμπόν} και ζεστά αναψυκτικά. Κάποια στιγμή μας έβγαλαν έξω από αυτό το σπίτι, εμένα και 20 άλλα παιδιά και μας απειλούσαν ότι θα μας σκοτώσουν αν δεν λέγαμε, ποιοι από εμάς ήταν στρατιώτες. Ξυλοδαρμό δεχθήκαμε κατά τη μεταφορά μας στη Λευκωσία, όπου και συναντήσαμε και άλλους αιχμάλωτους. Είχε μέρα που ήμασταν 600 άτομα. Πίναμε νερό από ένα ντεπόζιτο και μας έδιναν ένα κομμάτι ψωμί με ελιές.
Ήταν 24 Αυγούστου όταν μερικούς από εμάς, με δεμένα μάτια και χέρια, μας βάλανε σε φορτηγά και μας μετέφεραν στην Κερύνεια. Εκεί μείναμε αρκετές ώρες, γιατί από το λιμάνι θα μας έβαζαν σε πλοίο και θα μας πήγαιναν στην Τουρκία. Μας επέστρεψαν πίσω γιατί, όπως μας είχαν πει, τα πλοία είχαν γεμίσει. Στην επιστροφή, σταματήσαμε πάλι στο Κιόνελι. Πάλι δεχθήκαμε ξυλοδαρμό από τους Τούρκους. Δεν ξέραμε από μας έρχονταν οι μπουνιές και οι κλωτσιές τους. Εκεί στη Λευκωσία, μας είχαν στο Γκαράζ του Παυλίδη, πάνω στο τσιμέντο, χωρίς νερό να πλυθούμε χωρίς τίποτα. Αυτό διήρκησε αρκετές μέρες. Ώσπου την 31η Αυγούστου, μας μετέφεραν πάλι στην Κερύνεια. Η μεταφορά μας στην Τουρκία ήταν γεγονός. Αποβιβαστήκαμε στη Μερσίνα και από εκεί με στρατιωτικά οχήματα μας μετέφεραν στα Άδανα. Αυτό που δεν ξεχνώ επίσης, είναι οι φωνές του κόσμου στη διαδρομή, είχαν τόσο μίσος, που απορούσαμε το γιατί.
Φτάσαμε στις φυλακές των Αδάνων. Στο προαύλιο, εκεί που μας έγραφαν ένα – ένα, μας ξυλοκόπησαν ως καλωσόρισμα. Στο γείτονα μου τον Παντελή, τον παρπέρη, του έμπηξαν την ξιφολόγχη στην πλάτη.
Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ:
Όποιος τον έζησε, μόνο έτσι μπορεί να τον χαρακτηρίσει. Δεξιά και αριστερά του Διαδρόμου υπήρχαν κελιά, με στρατιώτες που μας χτυπούσαν με ότι μπορείς να φανταστείς. Ένας διάδρομος 100 μέτρων, που ένας θεός ξέρει πως καταφέραμε και τον περάσαμε για να πάμε στο δικό μας το κελί. Εκεί μας είχαν ένα κρεβάτι και νερό για να πλυθούμε.
ΑΠΟ ΤΑ ΑΔΑΝΑ ΣΤΑ ΑΤΙΓΙΑΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΡΣΙΝΑ:
Ήμουνα ο κρατούμενος με τον αριθμό 1003. Αυτός ήταν ο αριθμός που μου καρφίτσωσαν και μένα. Ενώ προηγουμένως μας είχαν κουρέψει και αργότερα μας είχαν φωτογραφίσει. Στα Άδανα μείναμε 13 μέρες. Καθημερινά μας έβγαζαν στο προαύλιο των φυλακών, και εκεί οι Τούρκοι στρατιώτες, μας σκότωναν στο ξύλο. Το φαγητό δεν ξεχνιέται. Ήταν ότι πιο αηδιαστικό είχα φάει ποτέ. Το πρωί χυλό, το μεσημέρι νερόβραστα ρεβίθια – φασόλια μελιτζάνες, ανακατεμένα όλα μαζί. Το μόνο που άξιζε, ήταν το νερό.
Στις φυλακές υπήρχε και ένας τουρκοκύπριος διερμηνέας. Τους βοηθούσε στην ανάκριση. Κάθε μέρα, μας αράδιαζαν μια λίστα ονομάτων από Ελληνοκυπρίους που έψαχναν. Αλίμονο να έμπλεκες τα πράγματα…
Τα ξημερώματα της 19ης Σεπτεμβρίου 1974, μας βάλανε στα φορτηγά και μας μετέφεραν στα Άδανα και κατά το βράδυ στη Μερσίνα. Η μεταφορά στη Μερσίνα έγινε με λεωφορεία και το σπουδαιότερο, δεν μας είχαν δεμένα τα μάτια και τα χέρια, για να δούμε την περιοχή, όπως μας μετάφρασε ένας Έλληνας της Τουρκίας.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΛΕΜΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ – ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ:
Επιβιβαστήκαμε στα πλοία για να επιστρέψουμε στην Κύπρο. Δεν ήταν ότι χαιρόμασταν που επιστρέφαμε. Δεν είχαμε αίσθηση για τέτοια. Φτάνοντας αντικρίσαμε τον Πενταδάκτυλο καμένο. Μας κατέβασαν στο «Πέντε Μίλι» στην Κερύνεια. Εκεί ακριβώς που έγινε η απόφαση. Ήμασταν ήδη συναισθηματικά νεκροί. Μας πήγαν σε μια Τουρκική συνοικία της Λευκωσίας.
Στις 23 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς – μετά από 40 μέρες αιχμαλωσίας – ξυλοδαρμών και βασάνων, μας μετέφεραν στο Λήδρα Πάλλας, όπου έγινε η ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ:
Μέχρι το απόγευμα της 23ης Σεπτεμβρίου, ήμασταν Ελεύθεροι. Ελεύθεροι όμως από τις άσχημες αναμνήσεις, δεν είμαστε ακόμη και τώρα, 39 χρόνια μετά. Δεχθήκαμε τις κακουχίες και τους εξευτελισμούς των Τούρκων, όμως πάνω στην ατυχία μας φανήκαμε τυχεροί γιατί γυρίσαμε πίσω στην πατρίδα μας, στους συγγενείς μας και είδαν ξανά τα μάτια μας το φως.”
{youtube}OT72LZ_sfiQ{/youtube}