Στον ρόλο της πριγκίπισσας η 44χρονη βρετανίδα Ναόμι Γουότς, η οποία προτού δεχτεί να παίξει στην ταινία είχε αρνηθεί δύο φορές να υποδυθεί την Νταϊάνα επειδή.
Οπως εξηγεί, φοβόταν να υποδυθεί την διασημότερη γυναίκα της εποχής εξαιτίας της σύγκρισης που θα έκαναν οι θεατές. Η ίδια είπε ότι η ταινία δεν είχε εγκριθεί από την βασιλική οικογένεια.
Οσο για το υποκριτικό κομμάτι, η ηθοποιός είπε ότι αντιμετώπισε δυσκολίες στην προσπάθειά της να μιμηθεί τις γκριμάτσες και το βλέμμα της Νταϊάνα.
Ο γερμανός σκηνοθέτης της ταινίας, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός από την ταινία «Η Πτώση» για τις τελευταίες ημέρες του Χίτλερ (2004), δήλωσε ότι ήθελε να γυρίσει «μία ιστορία αγάπης, συγκινητική, με βάθος, μία παθιασμένη ιστορία αγάπης».
Η ταινία επικεντρώνεται στα τελευταία χρόνια της ζωής της Νταϊάνα και αναφέρεται και στις σχέσεις της με τον καρδιοχειρουργό Χασνάτ Καν και τον Ντόντι αλ Φαγέντ με τον οποίο η πριγκίπισσα σκοτώθηκε στο τροχαίο στο Παρίσι το 1997.
Με πικρόχολα σχόλια και ψυχρότητα υποδέχθηκε την ταινία ο βρετανικός Τύπος, με τους κριτικούς να κάνουν λόγο για «αδιακρισία» και «ωμότητα».
Οι Times εστίασαν στο «σπαρακτικά δυσάρεστο σενάριο», ενώ η Mirror περιέγραψε την ταινία ως μία «φτηνή και ζοφερή προσπάθεια που μοιάζει περισσότερο με μεσοβδόμαδη απογευματινή προβολή του Channel 5».
«Η Βασίλισσα της Καρδιάς έχει παρουσιαστεί σαν μία θλιβερή “γεροντοκόρη” που θα την προσπερνούσε ακόμη και η Μπρίτζετ Τζόουνς», σημειώνει ο Έντουαρντς.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος ο κριτικός της Daily Mail χαρακτήρισε την ταινία «υπερβολικά υπερβολικά ανιαρή».
«Διστάζω να χρησιμοποιήσω τον όρο “αυτοκινητικό δυστύχημα”», έγραψε ο Πίτερ Μπράντσο του Guardian. «Αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι 16 χρόνια μετά τη φρικτή εκείνη ημέρα το 1997, η Νταϊάνα πεθαίνει τραγικά για μία ακόμη φορά», σημείωσε.