Σαν σήμερα στις 23 Οκτωβρίου το 1925 γεννήθηκε στην Ξάνθη ο Μάνος Χατζιδάκις
Γιός αστικής οικογένειας έρχεται σε επαφή από πολύ νωρίς με την μουσική, μαθαίνοντας πιάνο και βιολί. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.Το 1938 ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό ατύχημα, και σε συνδυασμό με την έναρξη του Β` Παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια του θα βρεθεί σε δεινή οικονομική θέση. Εκείνη την περίοδο ο Χατζιδάκις εργάζεται για βιοπορισμό ως εκφορτωτής, παγοπώλης, βοηθός νοσοκόμος κα.
Η πρώτη εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο “Τελευταίος Ασπροκόρακας” του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου
Το 1960 βραβεύεται με το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» Το 1972 στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας ιδρύει το χώρο ‘πολύτροπο», ώστε να βρουν βήμα έκφρασης οι ανήσυχες φωνές της εποχής Το 1975 γίνεται διευθυντής του τρίτου προγράμματος της κρατικής ραδιοφωνίας Το 1989 ιδρύει την ορχήστρα των χρωμάτων
Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε κορυφαίος μουσικοσυνθέτης, διανοούμενος και ποιητής Έφυγε από την ζωή στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου το 1994
Ενα σχόλιο του Μάνου Χατζιδάκι που ακούστηκε από τι Γ’ Πρόγραμμα την Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978
Τα αποσπάσματα του κειμένου είναι από το βιβλίο: «Τα Σχόλια του Τρίτου», Εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1980.
«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.
(…)
{youtube}1ZHP2SUbBg0{/youtube}
Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ το μυαλό της κότας. Απ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ τους εχθρούς.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
– Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
– Βασίλης, του απαντώ.
– Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
– Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του.
Μου λέει:
– Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
(…)
Πώς θ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας»;