“Ο Τένεσι Ουίλιαμς ήθελε να ξορκίσει τους εφιάλτες του… σε αυτό το άκρως αυτοβιογραφικό κείμενο”, λέει η Ναταλία Τσαλίκη, που πρωταγωνιστεί στην παράσταση στο θέατρο “Δημήτρης Χορν”
Το σκηνικό και τα κοστούμια της παράστασης, «Γυάλινος Κόσμος», φιλοτέχνησε ο Γιώργος Πάτσας, η μουσική είναι του Σταύρου Γασπαράτου και το βίντεο του Μιχάλη Κλουκίνα. Παίζουν: Ναταλία Τσαλίκη, Αντίνοος Αλμπάνης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Αμαλία Νίνου
Ο “Γυάλινος Κόσμος” είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας, το πιο προσωπικό από τα έργα του Ουίλιαμς, έργο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου υπογράφει τη σκηνοθεσία του (τη μετάφραση και τη δραματουργική επεξεργασία), στην παράσταση που κάνει πρεμιέρα αύριο, στο θέατρο “Δημήτρης Χορν”, προσπαθώντας να “εκσυγχρονίσει την επιταγή του Ουίλιαμς” σημειώνοντας την “αναμνησιακή διάθεση του έργου”. Το συγκεκριμένο ανέβασμα έχει νόημα και γιατί το 2011 κλείνουν εκατό χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα (1911-1983).
Ενα τρίγωνο σιωπηλής απόγνωσης μάνα – γιος – κόρη. Τρεις εγκλωβισμένοι άνθρωποι που καταφεύγουν στη φαντασία ή την ψευδαίσθηση για να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Ονειρα που συνθλίβονται από τον Χρόνο, ματαιωμένες προσδοκίες, χιούμορ και σαρκασμός, ανάγκη για αλλαγή και βέβαια “…αυτό το κάτι που προσμένουμε αιώνια, μα πάντα αργεί να έρθει, αυτό το κάτι για το οποίο συνεχίζουμε να ζούμε…”.
“Ο συγγραφέας ήθελε να ξορκίσει τους εφιάλτες του, τον πόνο του για την οικογένειά του, σε αυτό το άκρως αυτοβιογραφικό κείμενο”, σημειώνει η Ναταλία Τσαλίκη, η οποία στην παράσταση υποδύεται την Αμάντα. “Καταγράφει τη δυσκολία να απεμπλακεί από τη μητέρα του, προσπαθώντας να γλυκάνει την πραγματικότητά του”. Ο ρόλος του συγγραφέα παρουσιάζεται “ρεαλιστικά”, ωστόσο δεν “πρόκειται για ρεαλιστικό έργο”.
“Το έργο είναι μια ανάμνηση και, αφού είναι ανάμνηση, είναι φωτισμένο αχνά, πηγάζει από το συναίσθημα, δεν είναι ρεαλιστικό”, υπερθεματίζει η σκηνοθέτις. Η παράσταση ακολουθεί μια λιτή, αφαιρετική, αισθητική γραμμή, επιχειρώντας να απομακρυνθεί από τον ρεαλισμό τον οποίο αποκηρύσσει ο Ουίλιαμς. Οπως γράφει στον πρόλογο του “Γυάλινου Κόσμου”: “Το κοινό ρεαλιστικό έργο με το αληθινό ψυγείο και τα αυθεντικά παγάκια, με τους χαρακτήρες που μιλούν όπως ακριβώς μιλούν οι θεατές, ανήκει στο ακαδημαϊκό πεδίο και διαθέτει την αξία μιας στεγνής φωτογραφικής απεικόνισης.
Στην εποχή μας θα έπρεπε όλοι να γνωρίζουν την ασημαντότητα της φωτογραφικής απεικόνισης στην Τέχνη: η Αλήθεια, η Ζωή, η πραγματικότητα είναι κάτι οργανικό, κάτι το οποίο η ποιητική φαντασία μπορεί να αποδώσει σε βάθος ή να υποδηλώσει μόνο μεταμορφώνοντάς το, μεταλλάσσοντάς το σε άλλες φόρμες κι όχι απλώς αντιγράφοντας την καθημερινή όψη του”.
Στο ανέβασμα χρησιμοποιείται η αρχική, πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή απαίτηση του Ουίλιαμς, για προβολές που θα συμπλήρωναν τη σκηνική δράση.
Το εύρημα αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε στο πρώτο ανέβασμα του έργου (Σικάγο, 1944) και ως εκ τούτου ο συγγραφέας αφαίρεσε τις σχετικές οδηγίες από την πρώτη έκδοση του έργου. Αργότερα, στην επόμενη έκδοση, ο Ουίλιαμς πρόσθεσε τις οδηγίες για τις προβολές (σταθερές εικόνες και λεζάντες που θα προβάλλονταν σε ένα τμήμα του σκηνικού) πιστεύοντας ότι ολοκληρώνουν το έργο.
Με βιντεοπροβολές
“Στην παράσταση εκσυγχρονίσαμε την αρχική ιδέα του συγγραφέα για σλάιντς και λεζάντες που θα σχολίαζαν τη δράση, δημιουργώντας βιντεοπροβολές σε άμεση σχέση με τη δράση και τους χαρακτήρες, αλλά κυρίως σε σχέση με την ονειρική – “αναμνησιακή” διάσταση του ανεβάσματος. Θεωρούμε ότι έτσι εξυπηρετείται καλύτερα το νόημα και η ατμόσφαιρα του έργου, και συγχρόνως υπογραμμίζεται η διαδικασία της μνήμης: επιλογή και μεταμόρφωση/μετασχηματισμός εικόνων-βιωμάτων”, λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Εκτός από το πρωτότυπο κείμενο του έργου, στην παράσταση χρησιμοποιούνται και μικρά αποσπάσματα από παλαιότερα σχεδιάσματα του συγγραφέα για το έργο, καθώς και από το διήγημα “Πορτρέτο κοριτσιού σε γυαλί”, γραμμένο το 1943, που αποτελεί επίσης προσχέδιο για το έργο.
Περί μνήμης
“…Η μνήμη κάνει ευρεία χρήση ποιητικής αδείας. Παραλείπει κάποιες λεπτομέρειες, διογκώνει άλλες, ανάλογα με τη συναισθηματική αξία των θεμάτων που αγγίζει, διότι η μνήμη εδρεύει κυρίως στην καρδιά” (Από το έργο)