Πέθανε το βράδυ της Τετάρτης 5 Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη ο πεζογράφος Αντώνης Σουρούνης, έπειτα από χρόνια ασθένεια. Ήταν 74 ετών.
Γεννήθηκε το 1942 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε εκεί. To 1960, με την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει συγγενείς του. Σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Σααρμπρύκεν και του Ίνσμπρουκ στην Αυστρία. Στη συνέχεια εργάστηκε σε ποικίλα επαγγέλματα: από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας. Έζησε στη Φρανκφούρτη έως το 1970 όταν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1987 ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοποριζόταν ως συγγραφέας. Τα τελευταία χρόνια είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του.
Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, εμπνευσμένα από μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, από τα χρόνια που έζησε ως μετανάστης στη Γερμανία, από τα ποικίλα επαγγέλματα που άσκησε και από τον ιδιαίτερο τρόπο του να βλέπει τα πράγματα. Μυθιστορήματα: Ένα αγόρι γελάει και κλαίει (1969), Οι συμπαίχτες (1977), Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι (1985), Πάσχα στο χωριό (1991), Ο χορός των ρόδων (1994), Γκας ο γκάνγκστερ (2000), Το μονοπάτι στη θάλασσα (2006). Παραμύθι: Το μπαστούνι (1983). Διηγήματα: Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (1982), Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου (1983), Υπ’ όψιν της Λίτσας (1992), Μισόν αιώνα άνθρωπος (1996), Κυριακάτικες ιστορίες (2002), Νύχτες με ουρά (2010). Επίσης, συμμετείχε μαζί με τους Κ. Μουρσελά, Γ. Σκούρτη, Π. Τατσόπουλο στο συλλογικό μυθιστόρημα Το παιχνίδι των τεσσάρων (1998), καθώς και σε συλλογικές εκδόσεις διηγημάτων.
Στα πρώτα βιβλία του πρωταγωνιστούν άνθρωποι της νύχτας, άτομα λαϊκά ή άλλα, άντρες και γυναίκες, που ζουν ασκώντας τα πιο ετερόκλητα και απίθανα επαγγέλματα, σε συνθήκες δύσκολες και βρίσκονται γενικά στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής: χαρτοπαίκτες, άνεργοι ναυτικοί, μαστρωποί, ναρκομανείς, πόρνες, βιομηχανικοί εργάτες, τυχοδιώκτες και μικροαπατεώνες. Μετά το 1990 και το Πάσχα στο χωριό, αρχίζουν να επικρατούν οι μυθιστορηματικές συνθέσεις με θέμα τα βιώματα ενός ταξιδιώτη ή μετανάστη που έχει επαναπατριστεί στην Ελλάδα.
Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο Ο χορός των ρόδων. Το 2006 βραβεύτηκε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού να ένα μήλο και έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω με το «Βραβείο μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.
Η έκφραση του είναι λιτή, η γλώσσα του σκωπτική, ιδιωματική λαϊκή, μεταφορική. Σε συνέντευξή του στην Αναστασία Λαμπρία, που δημοσιεύτηκε στο protagon.gr το 2009, είχε πει για τον τρόπο της γραφής του: «Οι λέξεις: Όταν κάθομαι να γράψω γράφω λέξεις που δεν τις ξέρω. Δεν τις έχω ακούσει ποτέ. Κι ανοίγω το λεξικό να δω, είν’ αυτή η σωστή λέξη; Κι είναι αυτή η λέξη. Καμία άλλη, μόνο αυτή. Είναι σαν να τις έχω ξαναπεί κάποτε στη ζωή μου, σε άλλη ζωή ίσως. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου λες ότι λείπουν τα επίθετα, δεν ξέρω τι είναι αυτό. Γράφω κατεβατά ολόκληρα, τελειώνει η φράση, η εικόνα, έρχεται η εικόνα και οι λέξεις βγαίνουν μετά, κατευθείαν (…) Δεν στήνω εγώ τα πρόσωπα, δεν στήνω τίποτα. Μόνοι τους παίρνουν θέση. Αλήθεια σου λέω. Εγώ είμαι ο δούλος, ο μπάτλερ τους που σερβίρω, δεν ξέρω τι γίνεται, ποτέ δεν ξέρω τι γίνεται».
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Εταιρείας Συγγραφέων, που ενημέρωσε για τον θάνατό του, η κηδεία του θα γίνει σήμερα Πέμπτη 6 Οκτωβρίου στις 4.00 το απόγευμα, στην Αγία Αναστασία Θεσσαλονίκης (κάτω από τα κοιμητήρια).