Οτι πρέπει να γνωρίζουν οι δανειολήπτες…

Facebook
Twitter
LinkedIn

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ-ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΑΝΕΙΩΝ
ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ
Του Μ.Παναγιώτου Σκεπτόμενος κανείς την εφαρμογή του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, και ιδίως μετά την τροποποίηση του νόμου Κατσέλη (με το νόμο 4161/2013), είναι λογικό να αισθάνεται ότι βρίσκεται μέσα σε ένα λαβύρινθο με προϋποθέσεις, καταληκτικές προθεσμίες και ενέργειες που πρέπει να εφαρμόσει. Ποιες ενέργειες προηγούνται και με ποια σειρά, ποιες ημερομηνίες οφείλουν να  τηρηθούν και πως μπορεί να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, είναι στοιχεία που πρέπει ο οφειλέτης να γνωρίζει εκ των προτέρων, ώστε να αποφύγει δυσάρεστες εκπλήξεις.

ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

Α) Πεδίο Εφαρμογής

Καταρχάς, αναγκαίο είναι να διαπιστωθεί εκ των προτέρων αν τυγχάνει εφαρμογή ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά στο πρόσωπό του.  Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου μόνο φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να λάβουν την προστασία του νόμου.

Ληξιπρόθεσμες οφειλές:

Τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα εν τέλει που υπάγονται στο νόμο πρέπει να έχουν από τις συνολικές οφειλές τους στις τράπεζες, τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος που έχει για παράδειγμα λάβει 3 τραπεζικά δάνεια και το ένα έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ενώ στα άλλα δύο εξοφλεί τις δόσεις του εμπρόθεσμα και ολοσχερώς, εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου, λόγω της αδυναμίας εξυπηρέτησης του ή των ληξιπρόθεσμων, στη συνολική ρύθμιση των οφειλών, ακόμη και αυτών των οποίων δεν έληξε η προθεσμία εκπλήρωσης. Ληξιπρόθεσμη είναι η  οφειλή όταν έχει παρέλθει η προθεσμία πληρωμής έστω και μία δόσης.

Μόνιμη αδυναμία πληρωμής:

Επιπλέον, η αδυναμία πληρωμής της ή των ληξιπρόθεσμων οφειλών, πρέπει να είναι μόνιμη. Δηλαδή, όταν από τα μηνιαία έσοδα του οφειλέτη δεν μπορούν να εξοφληθούν επί μακράν οι μηνιαίες δόσεις των δανείων του, αφού αφαιρεθούν πρώτα τα αναγκαία έξοδα βιοπορισμού του, τότε ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Δεν υπάγεται δηλαδή στο νόμο κάποιος που βραχέως για οποιοδήποτε λόγο, είτε κάποιου τυχαίου γεγονότος, είτε αμέλειας πληρωμής κάποιας δόσης, περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής των οφειλών του, ενώ βάσιμα, μπορεί σύμφωνα με τα εισοδήματα του να εξοφλεί τακτικά τις δόσεις των δανείων του.

Έλλειψη δόλου του δανειολήπτη:

Δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρεώσεως της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και η από πλευράς του πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές. Για να έχουμε δόλο πρέπει οι συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες ο οφειλέτης απέκρυψε από τους πιστωτές την οικονομική του κατάσταση και το σύνολο των δανειακών της υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού, να εξειδικεύονται, δεδομένου ότι οι πιστωτές (τράπεζες εν προκειμένω) έχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν την οικονομική συμπεριφορά και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις των υποψηφίων πελατών τους.Τέτοιες ενέργειας θα μπορούσαν να είναι για παράδειγμα, η απόκρυψη της γνώσης του οφειλέτη, ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα πρόκειται να χάσει την εργασία του, και παρά ταύτα αιτείται τη χορήγηση στεγαστικού ή άλλου καταναλωτικού δανείου, όπως για την αγορά μίας οικίας ή ενός αυτοκινήτου, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στην πληρωμή των δόσεων, για το λόγο ότι δεν θα  εργάζεται.

Β) Επιθυμητό Αποτέλεσμα

Αν πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, τότε πρέπει να θέσουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή ποιος θα είναι ο σκοπός που θέλουμε να επιτύχουμε με την ένταξη μας στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί αφενός και ξεκινήσει η διαδικασία με μόνη τη γνωστοποίηση προς τους πιστωτές μας ότι επιθυμούμε την εφαρμογή του νόμου στο πρόσωπο μας (πχ με την αίτηση για βεβαίωση οφειλών), τότε θα πρέπει να προσμένουμε και αντίδραση από το δανειστή μας, όπως γρήγορη διαδικασία για έκδοση διαταγής πληρωμής, κατάσχεσης κλπ, «μαύρισμα» και κλείδωμα οποιονδήποτε δυνατοτήτων υπήρξαν για παροχή και πιθανή χορήγηση  άλλων δανείων. Σημειωτέον, ότι η προστασία του δανειολήπτη πλέον ξεκινά με την κατάθεση της αίτησης στο αρμόδιο ειρηνοδικείο. Συνεπώς, οποιαδήποτε ενέργεια της τράπεζας, όπως έκδοση διαταγής πληρωμής ή κατάσχεση πριν την κατάθεση της αίτησης μας, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με άλλα δικαστικά μέτρα, αυτά της ανακοπής και αναστολής. Για το λόγο αυτό όλες οι κινήσεις θα πρέπει να είναι συντονισμένες και οργανωμένες για να μην υπάρξουν απρόοπτα. Το επιθυμητό αποτέλεσμα ένταξης στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά μπορεί μόνο να βγει, αν συγκεντρώσουμε όλες τις οφειλές μας, καθώς και όλα τα περιουσιακά μας στοιχεία, σε συνάρτηση και με τυχόν μηνιαίο εισόδημα. Άρα, σκοπός μπορεί να είναι η μείωση της δόσης του δανείου, κάτι για το οποίο η τράπεζα δεν έδειχνε πρόθυμη, ή η επί μακρόν προστασία της κύριας κατοικίας μας με δικαστική απόφαση για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, ή ακόμη και το κούρεμα των οφειλών μας. Όμως, οφείλουμε να γνωρίζουμε, ότι αν έχουμε κάποιο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να εκποιηθεί για να εξοφληθεί κάποια οφειλή μας, πέραν της κύριας κατοικίας μας δεν τυγχάνει προστασίας. Άρα, είναι δυνατόν να πάμε για μαλλί και να βγούμε κουρεμένοι, για παράδειγμα χάνοντας ένα εξοχικό, ένα κατάστημα ή έναν εκμεταλλεύσιμο αγρό, προκειμένω να μειώσουμε μόνο τη δόση του δανείου μας. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα προς αποφυγή για αυτό και είναι σωστό πριν ξεκινήσουμε να προκαταβάλλουμε, όσο είναι αυτό δυνατόν το αποτέλεσμα, σε συνάρτηση με τις επιθυμίες μας.

Παράλληλα με τα ανωτέρω, πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, και τους τυχόν εγγυητές που έχουν εγγυηθεί τα δάνεια μας, καθώς οι τράπεζες σε περίπτωση που υπαχθούμε στο νόμο περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών θα στραφούνε κατά αυτών και θα αξιώσουνε την ολοσχερή εξόφληση των δανείων μας. Άρα, αφενός θα πρέπει να γνωρίζουμε αν υφίστανται εγγυητές, και αφετέρου σε καταφατική περίπτωση αν είμαστε διατεθειμένοι να τους εκθέσουμε στον κίνδυνο των οφειλών μας.

Οτιδήποτε απορίες προκύψουν, τις γράφουμε σε ένα χαρτί για να τις συζητήσουμε με το Δικηγόρος μας (βήμα Δ).

Γ) Συγκέντρωση απαραίτητων εγγράφων

Γενικά τα έγγραφα που πρέπει να συγκεντρώσουμε είναι των εισοδημάτων, των οφειλών των περιουσιακών και προσωπικών στοιχείων, τόσο του αιτούντος όσο και του/της συζύγου του/της.

– Ξεκινάμε με ότι έχει να κάνει με τα δάνεια μας, ήτοι δανειακές μας συμβάσεις, μηνιαίοι λογαριασμοί, τυχόν εξώδικα για ληξιπρόθεσμες οφειλές ή καταγγελίες συμβάσεων. Προσοχή, όταν έχουμε λάβει καταγγελία, πολύ σύντομα ακολουθεί διαταγή πληρωμής ή και κατάσχεση, για αυτό ο χρόνος είναι περιορισμένος. (Τις βεβαιώσεις οφειλών τις αφήνουμε για το τέλος).

– Ακολουθούν συμβόλαια ακινήτων με τα στοιχεία από τυχόν βάρη των ακινήτων (υποθήκες, κατασχέσεις, προσημειώσεις..), καθώς και οι σχετικές δηλώσεις προς την εφορία (Ε9, ΕΤΑΚ) και κάθε λογής έγγραφα άλλης περιουσίας (κινητά, αυτοκίνητα, άυλες αξίες κλπ), όπως άδειες κυκλοφορίας, αξιόγραφα, κλπ. Δεν πρέπει να αφεθεί τίποτε εκτός, καθώς στο τέλος η αίτηση προς το Δικαστήριο θα πάσχει από ακυρότητα.

– Τα φορολογικά στοιχεία μας, όπως τα εκκαθαριστικά των τελευταίων 3-4 ετών και οι αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις (Ε1) και φυσικά αν υπάρχουν εκμισθώσεις ακινήτων οι αντίστοιχες δηλώσεις (Ε2). Αν δε το φυσικό πρόσωπο είναι ελεύθερος επαγγελματίας που εμπίπτει στο νόμο και τις δηλώσεις Ε3.

– Αν ο αιτών ή (και) ο/η σύζυγος του/της είναι άνεργος βεβαίωση -εις από τον ΟΑΕΔ για το συνολικό χρόνο ανεργίας τουλάχιστον για τα τελευταία τρία έτη.

– Αν υπάρχει εργασία, ετήσιες βεβαιώσεις αποδοχών τελευταίων τριών ετών, καθώς και μηνιαίες βεβαιώσεις αποδοχών τριών τελευταίων μηνών.

– Αν υπάρχει σύνταξη, βεβαιώσεις όπως ανωτέρω των συντάξεων, και τυχόν εφάπαξ.

– Οτιδήποτε άλλο συνεισφέρει στην αύξηση του εισοδήματος μας.

– Ιατρικά έγγραφα, γνωματεύσεις επιτροπών σε περίπτωση προβλήματος υγείας / αναπηρίας.

– Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης τελευταίου τριμήνου.

– Βεβαιώσεις σπουδών τέκνων μας.

– Αποδείξεις μηνιαίων εξόδων οικογενείας (ΔΕΚΟ, τηλεφωνία, θέρμανση, αγορές ρουχισμού/υποδημάτων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καύσιμα/μεταφορές, φροντιστηρίων, ψυχαγωγίας κλπ), οι οποίες θα πρέπει να συλλέγονται και να οργανώνονται κατά μήνα, αρχής γενομένης τρεις μήνες πριν την κατάθεση της αίτησης προς το Δικαστήριο και έως την οριστική συζήτηση της αιτήσεως.

Δ) Η απόφαση

Τέλος, ΜΟΝΟ αν πάρουμε τελικά την απόφαση να ενταχθούμε στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, υπολογίζοντας όλα τα ανωτέρω, τότε και μόνο συζητούμε με το Δικηγόρο για την αίτηση χορήγησης Βεβαιώσεων οφειλών από τις τράπεζες. Συνήθως, γίνεται το λάθος είτε οι οφειλέτες, άρα και ορισμένοι δικηγόροι να ζητούν να χορηγηθούν οι βεβαιώσεις οφειλών, πριν γίνει συζήτηση και εκτίμηση της κατάστασης του οφειλέτη. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, που οφειλέτες, είτε δεν μπορούσαν εκ του νόμου να υπαχθούν στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, (λόγω της ιδιότητας τους πχ εμπορική ιδιότητα, οφειλές που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν δημιουργηθεί μέσα στο τελευταίο έτος κλπ), είτε οι προθέσεις τους δεν συνέπιπταν με την κατάσταση τους και το εκτιμώμενο αποτέλεσμα, με συνέπεια να έχουν χορηγηθεί ήδη βεβαιώσεις οφειλών, και να μπουν στις μαύρες λίστες των τραπεζών κινδυνεύοντας άμεσα με καταγγελία των συμβάσεων τους, με διαταγές πληρωμής και κατασχέσεις. Βέβαια, αυτά μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή, όμως η αίτηση για χορήγηση βεβαίωσης οφειλών από μόνη της επιταχύνει τα αντανακλαστικά των τραπεζών.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ

Αφού λάβουμε την απόφαση μας να προχωρήσουμε, τότε εξουσιοδοτούμε το Δικηγόρο μας για τις απαραίτητες ενέργειες, υπογράφουμε την υπεύθυνη δήλωση περί ειλικρίνειας και αποφασίζουμε για το ποιος (δικηγόρος ή οφειλέτης) θα καταθέσει τις αιτήσεις για τις βεβαιώσεις οφειλών προς τις τράπεζες. Η ενέργεια αυτή είναι τυπική, συνήθως όμως οι τράπεζες ταλαιπωρούν τους οφειλέτες κατά τη διαδικασία της αίτησης.

Παράλληλα με την εκάστοτε αίτηση βεβαίωσης οφειλών, αποφασίζουμε αν θα συμπεριλάβουμε αίτημα για χορήγηση αντιγράφων των δανείων μας. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που δεν έχουμε αντίγραφο του δανείου μας, το οποίο μας χρησιμεύει αφενός για τη σύνταξη της αίτησης, για την έρευνα τυχόν καταχρηστικών όρων, άλλα και για να ενημερωθούμε για τυχόν εγγυητές που αμελήσαμε. Επίσης, ζητούμε στις βεβαιώσεις να αναφέρεται απαραιτήτως (κάτι που αμελούν ορισμένες τράπεζες) το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης.

Οι βεβαιώσεις οφειλών χορηγούνται το αργότερο δέκα ημέρες από την κατάθεση της αίτησης προς τις τράπεζες. Μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, ο δικηγόρος έχει ήδη οργανώσει το φάκελο του οφειλέτη, και προσχεδιάσει την αίτηση προς το Δικαστήριο. Με τη χορήγηση των βεβαιώσεων οφειλών, οριστικοποιούνται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία της αίτησης και συμφωνείται ο τρόπος και ο χρόνος κατάθεσης της αίτησης προς το Δικαστήριο.  Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί είτε από τον ίδιο τον οφειλέτη με τη σύμπραξη του Δικηγόρου είτε μόνο από το Δικηγόρο. Διαφορές υπάρχουν μόνο ως προς το οικονομικό.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Α) Κατάθεση αίτησης

Με την κατάθεση της αίτησης στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, ουσιαστικά ο οφειλέτης επέρχεται σε κατάσταση ασυλίας έναντι των τραπεζών. Ορίζεται ημερομηνία εντός δύο μηνών από την αίτηση, είτε επικύρωσης ενδεχόμενου προδικαστικού συμβιβασμού της τράπεζας με τον οφειλέτη, είτε συζήτησης προσωρινής διαταγής για τη λήψη προληπτικών μέτρων, καθώς και ημερομηνία δικασίμου της αίτησης. Μέχρι την ημερομηνία της επικύρωσης ή της προσωρινής διαταγής, δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του.

Από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει σε μηνιαίες καταβολές προς τις τράπεζες, ποσού 10% των μηνιαίων δόσεων που όφειλε να καταβάλει σε όλους τους δανειστές μέχρι τη στιγμή της υποβολής της αίτησης, το δε ελάχιστο ποσό καταβολής συνολικά στους δανειστές ανέρχεται σε 40 ευρώ μηνιαίως, επιμερίζοντας αναλογικά και βάσει των οφειλών σε κάθε τράπεζα. Αυτό σημαίνει, ότι αν ο οφειλέτης έχει 3 τραπεζικά δάνεια της τάξης των μηνιαίων δόσεων 100€ στην πρώτη τράπεζα, 150€ στη δεύτερη και 250€ στην Τρίτη, τότε οφείλει από την κατάθεση της αίτησης να πληρώνει τις δόσεις του σε ποσοστό 10% αυτών, ήτοι 10€ στην πρώτη, 15€ στη δεύτερη και 25€ στην Τρίτη. Το άθροισμα δε των ποσών αυτών δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 40€.

Β) Επίδοση αίτησης

Αντίγραφο της κατατεθείσας αίτησης πρέπει να επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή εντός 15 ημερών από την κατάθεση σε όλες τις τράπεζες, άλλα και τους εγγυητές.

Γ) Επικύρωση συμβιβασμού ή προσωρινή διαταγή

Κατά την ημερομηνία που ορίσθηκε  για επικύρωση του συμβιβασμού, ο Ειρηνοδίκης υπηρεσίας για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, επικυρώνει τυχόν συμφωνία μας με τις τράπεζες, άλλος χορηγεί ή απορρίπτει αιτηθείσα προσωρινή διαταγή. Αν υπάρχει συμβιβασμός με τις τράπεζες, τότε ανακαλείτε η αίτηση, άλλως τηρείται η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης με ή χωρίς προσωρινή διαταγή που θα χορηγηθεί. Η τυχόν χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή αφενός θα προστατέψει τον οφειλέτη από την εκτελεστική διαδικασία εις βάρος του, αφετέρου υπάρχει περίπτωση να υποχρεωθεί στην καταβολή ορισμένης δόσης έως την εκδίκαση της αίτησης. Δύναται όμως υπό ορισμένες περιπτώσεις να ορισθεί καταβολή μηδενικής δόσης έως την έκδοση οριστικής απόφασης από το Δικαστήριο.

Δ) Συζήτηση στο ακροατήριο

Πρόκειται για το τελικό στάδιο, κατά το οποίο συζητείται η αίτηση του οφειλέτη. Το Δικαστήριο μπορεί να κάνει καθ’ όλη δεκτή την αίτηση και να ορίσει ως απόφαση αυτά που προτάθηκαν εξ’ αρχής από τον οφειλέτη κατά την κατάθεση της αίτησης, μπορεί να δεχθεί μερικώς την αίτηση και να ορίσει το ίδιο τη διαδικασία ρύθμισης και απαλλαγής της οφειλής του οφειλέτη, ή μπορεί και να απορρίψει την αίτηση. Σε κάθε δε περίπτωση υπάρχει το δικαίωμα στην έφεση τόσο του οφειλέτη όσο και των τραπεζών.

Πιθανή συμφωνία και συμβιβασμός του οφειλέτη με τις δανείστριες τράπεζές του μπορεί να επικυρωθεί από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας έως τη συζήτηση στο ακροατήριο. Το σχέδιο συμβιβασμού αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Η συμφωνία είναι ισχυρή και πραγματοποιήσιμη όταν την αποδέχονται πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ του συνολικού ποσού των απαιτήσεων, στους οποίους περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση το σύνολο των πιστωτών με εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις και πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των τυχόν εργατικών απαιτήσεων,

Ο οφειλέτης, οφείλει είτε κατά τον δικαστικό συμβιβασμό είτε κατά τη δικαστική ρύθμιση των χρεών να τηρεί τις υποχρεώσεις. Σε περίπτωση που καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών ή δυστροπεί επανειλημμένα στην τήρηση της ρύθμισης, το δικαστήριο διατάζει την έκπτωση του από τη ρύθμιση.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.