του Γιάννη Γαβρίλη
Ο Αλμπερ Καμύ είπε για αυτό το θεατρικό του έργο ” ο δικός μου ”Καλιγούλας” είναι ένας σχετικά ευγενής πρίγκιπας ως τη στιγμή που με τον θάνατο της Δρουσίλα – αδελφής και ερωμένης του – συνειδητοποιεί ότι ”Οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι”.
Παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά την παράσταση «Ο Καλιγούλας», που σκηνοθέτησε η Αλίκη Δανέζη Knutsen με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Στάνκογλου. O Καμύ, πήρε το υλικό κατευθείαν από το έργο του Σουητώνιου ”Οι Βίοι των Καισάρων” και το έγραψε το 1938 για να παρασταθεί στο ‘’Θέατρο της ομάδας’’ που είχε δημιουργήσει στην Αλγερία το 1937.
Παρακολουθήσαμε μια άκρως συγκροτημένη παράσταση, που σεβάστηκε πλήρως το κείμενο, το ποιητικό του υπόβαθρο, και την ταυτότητα του ήρωα που δημιούργησε και ”αντέστρεψε”, σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα, ο Καμύ. Αυτού «που στην ουσία θυσιάζεται, δεν έρχεται με μίσος και κακεντρέχεια αλλά με μεγάλο πάθος να μοιραστεί την καινούρια γνώση που έχει κατακτήσει σχετικά με τη ζωή και το θάνατο».
Η Αλίκη Δανεζη Knutsen,και με την εξαιρετική μετάφραση της Φρανσουάζ Αρβανίτη, μας ”επικοινώνησε” με υπευθυνότητα και σκηνοθετική έμπνευση με το θεατρικό ”γίγνεσθαι” του συγγραφέα που ταύτισε το όνομα του περισσότερο από τον καθένα με το παράλογο. Λειτουργικότατα και τα ευρήματα της.
Τα παραμορφωτικά κάτοπτρα που ανέρχονται και κατέρχονται κατά την διάρκεια της παράστασης και που σαφώς εισαγάγουν στην πλοκή του έργου την αποδόμηση και την διαστρέβλωση του περίγυρου του Καλιγούλα, κατ΄επέκταση και του όχλου που ηγείται.
Θεμιτή και η μικρή ορθογώνια οθόνη με την ενσωματωμένη κάμερα όπου αντανακλάται (προβάλλεται) η συνειδησιακή μάχη του κεντρικού ήρωα, αλλά και οι αντιδράσεις των ανθρώπων του ασφυκτικού περίγυρου του.
Το αφαιρετικό σκηνικό, του Πάρι Μέξη, με τους κισσούς και τις πλατφόρμες, επιβάλλεται με την αισθητική του, την πέρα από τον χρόνο προβολή του, υποδεικνύοντας παράλληλα την επέμβαση, την άλογη χρήση και την επικίνδυνη καταπάτηση της Φύσης από τον άνθρωπο, αν και γέννημα της.
Άχρονα και τα κοστούμια της Μαρίνας Χατζηλουκά.
Ατμοσφαιρικοί αν και κάπως υποτονικοί (πιθανώς κατόπιν επιταγής της σκηνοθέτιδας) οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου
Όσο για τις συνθέσεις που ερμηνεύονται από το ίδιο τον Blaine Reininger επί σκηνής; Παρακολουθούν συνεχώς την δράση, την επεκτείνουν, την δραματοποιούν μουσικά, ακολουθώντας την εξέλιξη ως αναπόσπαστο μέρος της και όχι συνοδευτικό.
Ο Γιάννης Στάνκογλου υποκρίνεται τον Καλιγούλα. Με συνέπεια. Με ερμηνευτική ευκρίνεια και πειθαρχημένες συναισθηματικές εξάρσεις. Ισορροπημένος και στις εντόνου χαρακτήρα υπαρξιακές αναζητήσεις που προσδίδει ο Καμύ στον ηρώα του, ενώ η υποκριτική του επάρκεια, επικράτησε, στις σκηνές (ειδικά προς το τέλος του έργου) όπου η καταβύθιση του ‘’Καλιγούλα’’ προς τον Θάνατο ως μοναδική λύτρωση από την μαρτυρική προσωπική του, διελκυστίνδα, πραγματοποιείται, με την δολοφονία του από τους κόλακες, παρά τα δεινά που τους υποβάλλει, υποταγμένους και παθητικά συμπεριφερόμενους, μέχρι πρότινος, Πατρικίους του.
Η Θεοδώρα Τζήμου υποδύεται με πειθώ την Σεζόνια την τραγική ερωμένη του Καλιγούλα, την απόλυτα αφοσιωμένη σε αυτόν, ακόλουθό του στην καταστροφική του παράνοια, αυτή που στέκεται στο πλευρό του, τον κατανοεί και επιμένει να τον πείσει πως η μόνη δύναμη υπάρχει στην αγάπη, μέχρι την τελευταία στιγμή που θανατώνεται από τα χέρια του. Η πολύ καλή ηθοποιός ξεχώρισε και με τον διονυσιακού χαρακτήρα χορό της, για την ρυθμικότητα της, αλλά και για την φωνητική της επάρκεια.
Μαζι τους, οι Ιερώνυμος Καλετσάνος, Μιχάλης Afolayan, Δημήτρης Κίτσος/Κώστας Νικούλι, Αριστοτέλης Αποσκίτης, Χάρης Εμμανουήλ, Δημήτρης Λιόλιος, Γιώργος Νάκος, Στράτος Σωπύλης, Κώστας Λάσκος.
Η ομάδα των ηθοποιών που κινήθηκε από τον Νίκο Δραγώνα σαν χορός αρχαίας τραγωδίας επισφράγισαν με την υποκριτικότητα τους, την αρτιότητα της παράστασης.
‘’Καλιγούλας’’ του Αλμπέρ Καμύ, «μια τραγωδία της νόησης».