Η συγγραφέας Μάρα Χωματίδη, ανοίγει τα χαρτιά της στο aVecnews.gr και μοιράζεται με τους αναγνώστες, σκέψεις, ιδέες, στιγμές από την παιδική της ζωή στο Ιράκ. Μιλάει για το νέο της βιβλίο «Φόνος με ενδεχόμενο Βλακείας» και γενικότερα συζητάει με τη Λαμπριάνα Κυριακού, για τον κόσμο του βιβλίου.
ΛΚ: Είναι Τέχνη να αποτυπώνεις τις λέξεις στο χαρτί και να τις κάνεις ιστορία κυρία Χωματίδη. Δεν αρκεί μόνο η φαντασία. Πώς μπήκε στη ζωή σας η συγγραφή;
ΜΧ: Είναι Τέχνη όταν μπορείς να βάζεις τις λέξεις στην σωστή σειρά και να διηγείσαι μια ιστορία, κάνοντας τον αναγνώστη συνοδοιπόρο σου. Απαιτεί ταλέντο όμως πρώτα απ΄ολα. Η συγγραφή μπήκε στην δική μου ζωη απο νωρίς, ένιωθα οτι ήθελα να καταγράψω στο χαρτί οτι έβλεπα, οτι ένιωθα, οτι με άγγιζε όμορφα και αιχμηρά συνάμα, οτι με προσπερνούσε και ήθελα για λίγο να το ακινητοποιήσω διότι με τις λέξεις μπορούσα να αναστήσω την δική μου ψυχή, μπορούσα να περιγράψω πιο καθαρά την φαντασία μου αλλά και την πραγματικότητα γύρω μου.
ΛΚ: «Φόνος με ενδεχόμενο βλακείας» το νέο σας βιβλίο. Ταξιδέψτε μας στις πρώτες σελίδες του βιβλίου σας.
ΜΧ: Οι πρώτες σελίδες είναι και το μεγάλο μου στοίχημα για την πορεία της ιστορίας μου, στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφω την αρχή του τέλους ενός μυστήριου παιχνιδιού, την αρχή για την οριστική ολοκλήρωση μιας δικαίωσης. Ίσως μέσα σε αυτές τις σελίδες να κρύβεται και όλη η υπόθεση του βιβλίου μου, ο βασικός πυρήνας του. Η γνωριμία του αναγνώστη με δυο απο τους βασικούς ήρωες, τον εφοπλιστή Αδάμαντα Αδαμάντιο, θύμα και θύτη παράλληλα αυτής της ιστορίας και με τον δικηγόρο Μπράιαν Λόιντ, αποτελεί την βάση αλλά και την κορυφή της πυραμίδας. Το πρώτο πυροτέχνημα είναι η γνωριμία αυτών των δυο, τι θέλει ο ένας απο τον άλλον, γιατί επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος δικηγόρος, τι επιδιώκει να πάρει ή να εξαγοράσει ο εφοπλιστής απο αυτόν και γιατί ο Μπράιαν Λόιντ ριψοκινδυνεύει το μέλλον του και την καριέρα του δίνοντας το χέρι του σε κάποιον όπως ο Αδάμαντας Αδαμάντιος, «ο εφοπλιστής που πάντα περπατάει αγκαλιά με τον διάολο».
ΛΚ: Διαβάζοντας το βιβλίο σας ο αναγνώστης αυτόματα λαμβάνει μέρος στο παιχνίδι της αναζήτησης και του μυστηρίου. Ποια είναι τα σχόλια των αναγνωστών σας; Σας πήρε κάποιος τηλέφωνο να σας πει Μάρα κατάλαβα ποιος είναι ο δολοφόνος ή δεν περίμενα να ήταν αυτός;
ΜΧ: Αυτό που με χαροποίησε όταν άρχισα να μιλάω με ανθρώπους που είχαν διαβάσει το βιβλίο μου ήταν οτι κανένας δεν βρήκε τον δολοφόνο, κανένας δεν υποψιάστηκε τον πραγματικό θύτη της υπόθεσης. Όμως όλοι υποψιάστηκαν κάποιον απο τους έξι υποψήφιους δολοφόνους και πραγματικά απολάμβανα τις στιγμές που μου εξηγούσαν το δικό τους σκεπτικό. Ήταν σωστό και αρκετές φορές ένιωθα οτι είχαν μπει παραπάνω στον ρόλο του εκάστοτε ήρωα…ειδικά του ντεντέκτιβ, τους προκαλούσε αυτό το συναρπαστικό κυνήγι της ενοχής και της αθωότητας.
ΛΚ: Μια πρόσφατη έρευνα, αποκάλυψε ότι το 60% των αναγνωστών, δεν ολοκληρώνει την ανάγνωση του βιβλίου. Σαν συγγραφέας, που νομίζεται ότι οφείλεται αυτό;
ΜΧ: Ίσως να μην τους καλύπτει το περιεχόμενο του βιβλίου, ίσως να τους κουράζει η γραφή, ίσως να είναι πολλές οι σελίδες ενός βιβλίου, ίσως να μην έχει πολλές εικόνες, ίσως να μην θέλουν να κουράσουν το μυαλό τους, ίσως να είχαν λάθος ενημέρωση, ίσως να βαριούνται να σκεφτούν, ίσως να είναι πολύ ελαφρύ για τα γούστα τους, ίσως να φταίει οτι την ίδια ώρα που θα κάτσουν να διαβάσουν αρχίζει η αγαπημένη τους εκπομπή, ίσως όμως να μην θέλουν να διαβάσουν άλλο, ίσως να κουράστηκαν τα μάτια τους απο την οθόνη του υπολογιστή, ίσως αυτός που θέλει να διαβάσει θα βρει αυτό που τον ενδιαφέρει και θα το πάει μέχρι τέλους, ίσως εγω να μην ξέρω τελικά και όλα τα παραπάνω να είναι απλά ανοησίες…
ΛΚ: Τελικά ο Έλληνας αγαπάει το βιβλίο;
ΜΧ: Δεν ξέρω αν ο Έλληνας τελικά αγαπάει το βιβλίο, μπορεί ναι μπορεί και οχι, αλλά σίγουρα το βιβλίο μπορεί να αγαπηθεί απο όποιον το θέλει στη ζωή του και μπορεί να βρει τον χρόνο για να το αποκτήσει και να το κατακτήσει, να ταξιδέψει μαζί του, να μορφωθεί, να κοιτάξει τον εαυτό του μέσα απο μια άλλη οπτική που μέχρι τώρα δεν μπορούσε να διακρίνει και να πάει ενα βήμα παρακάτω και παραπάνω απο αυτό που έχει θέσει ως όριο στην καθημερινότητά του.
ΛΚ: Τι ψάχνει ακριβώς να βρει ο αναγνώστης μέσα από ένα βιβλίο γραμμένο στην εποχή μας;
ΜΧ: Δεν ξέρω αν ψάχνει την αλήθεια, την αντικειμενικότητα, την φαντασία, τον ρομαντισμό, την περιπέτεια, την ιστορία του ή όλα τα παραπάνω. Αν ψάχνει πάντως μια πόρτα διαφυγής ή την έξοδο κινδύνου τότε μπορεί να την βρει αλλά το θέμα είναι αν βρίσκοντάς την θα την ανοίξει ή θα τον τυφλώσει το φως που θα ξεχυθεί και θα την ξανακλείσει έντρομος απο αυτό που θα αντικρίσει; Το θέμα είναι κατά πόσο είμαστε συνειδητοποιημένοι στο τι θέλουμε και τι ζητάμε απο εμάς και μετά απο τους άλλους ή απο ενα βιβλίο, διότι όπως γνωρίζετε πίσω από ένα βιβλίο ζει και αναπνέει ενας συγγραφέας κι αυτός γνωρίζει τις περισσότερες φορές τι θέλει να μας πει και ποια διλήμματα να μας θέσει.
ΛΚ: Έχει πολλά καλά το διαδικτυακό βιβλίο, έχει όμως την ίδια δύναμη με το έντυπο;
ΛΚ: Ζήσατε τα παιδικά σας χρόνια, σε μια χώρα που ο κομματικός ηγεμονισμός της, την οδήγησε σε δικτατορίες και πολέμους. Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια στο Ιρακ;
ΜΧ: Θυμάμαι με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια, όμορφα και προστατευμένα απο την κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Ίσως να είναι αντιφατικό αυτό που θα πω, αλλά εχω ακόμη την μυρωδιά της ερήμου στην μνήμη μου και την αίσθηση της περιπέτειας, όπως εχω και την μυρωδιά μερικών δρόμων που επικρατούσε η απόλυτη φτώχεια. Όταν ζεις στην άλλη πλευρά του καθρέφτη όλα μοιάζουν μέσα απο το βλέμμα ενός παιδιού πιο αθώα και πιο συναρπαστικά. Όμως όσο μεγάλωνα μπορούσα να καταλάβω την διαφορά μου, την θέση μου διότι κοιτούσα τον κόσμο μέσα απο την γυάλα.
ΛΚ: Παιδί διαβάζατε βιβλία;
ΜΧ: Ναι, διάβαζα αρκετά και αυτό το οφείλω στην δασκάλα μου, την κ. Μαίρη στο Ιράκ και στην μητέρα μου. Δυο γυναίκες που αγαπούν πολύ τα βιβλία και φρόντισαν να μας μεγαλώσουν κι εμένα και τον αδερφό μου με αγάπη γύρω απο αυτά. Αγαπημένα παιδικά βιβλία ήταν οι Μύθοι του Αισώπου, 20.000 Λεύγες κάτω απο την θάλασσα (Ι.Βερν) και ο Γέρος και η θάλασσα (Ε.Χεμινγουαίη).
ΛΚ: Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε και είπατε είναι καλύτερο από το δικό μου;
ΜΧ: Αρκετά βιβλία διάβασα πρόσφατα και είπα οτι είναι καλύτερα από το δικό μου, χωρίς να στενοχωρηθώ όμως, το αντίθετο με έκανε να θέλω να γράψω κι εγω εξίσου καλά και καλύτερα ομολογώ. Το τελευταίο είναι του Ray Bradbury, «Φαρεναϊτ 451», συγκλονιστικό βιβλίο, εξίσου επίκαιρο αν σκεφτούμε οτι πρωτοεκδόθηκε πριν απο περίπου εξήντα χρόνια. Αυτό που μου προκάλεσε σεισμό μέσα μου διαβάζοντάς το ήταν ότι ο συγγραφέας με τις λέξεις του και την σκέψη του με καθήλωνε σε κάθε του γραμμή, διότι ήθελε να καταλάβω άμεσα του τι συμβαίνει όταν η άγνοια πολεμάει λυσσαλέα την γνώση και αυτό θεωρείται αρετή. Η εποχή του Χάους, η εποχή που ζούμε τελικά μέσα σε ενα βιβλίο. Γι αυτό και θέλω να μαθαίνω απο τους καλύτερους, να τους αναλύω και να χτίζω τον δικό μου πύργο, το δικό μου οικοδόμημα.
ΛΚ: Έχετε αρχίσει την συγγραφή του επόμενου βιβλίου σας;
ΜΧ: Έχω ξεκινήσει γι’ αυτό και νιώθω ενίοτε σαν αγρίμι ομολογώ. Είμαι στην διαδικασία όπου όλα πρέπει να μπουν σε μια σωστή σειρά, τα κομμάτια του παζλ να ταιριάξουν απόλυτα μεταξύ τους και να μην στριμώξω κάποιο σε μια θεσούλα απλά και μόνο για να χωρέσει. Ταξιδεύω ξανά με την γραφή μου και αυτό το ταξίδι είναι εξίσου συναρπαστικό γι’ άλλη μια φορά.
ΛΚ: Αστυνομικό;
ΜΧ: Ναι, είναι αστυνομικό. Εχω βρει τον δρόμο μου μέσα απο την αστυνομική λογοτεχνία, μου αρέσει να ξεγυμνώνω τις καλυμένες προθέσεις, να με σοκάρω με αυτά που μερικές φορές δεν λέμε δυνατά και φροντίζουμε να τα κρύβουμε πίσω απο ενα ψεύτικο χαμόγελο, να εξερευνώ τις σκοτεινές μας σκέψεις, να αναρωτιέμαι για τα πιο ακραία μας διλήμματα, να μπαίνω στον λαβύρινθο του μυαλού και της ψυχής μας, να εξυμνώ όσο μπορώ την δικαιοσύνη και ίσως με μερικές δόσεις απο καυστικό χιούμορ να σερβίρω την πραγματικότητα, έτσι ώστε οι προσκεκλημένοι μου να μπορούν να την χωνέψουν αλλά και να την ανατρέψουν αν είναι διατεθιμένοι και μπορούν.