Ένας καθυστερημένος Επικήδειος

messaris
Facebook
Twitter
LinkedIn

του Διονύση Μεσσάρη

Να ‘μαι πάλι για άλλη μία φορά ολομόναχος στους δεκαπέντε δρόμους, αυτή τη φορά εποχούμενος. Η ώρα είναι περασμένη και όλοι οι καθώς πρέπει θεοσεβούμενοι άνθρωποι κοιμούνται ήσυχα στο κρεβατάκι τους, χωρίς αταξίες. Είπα όλοι οι καθώς πρέπει, πάντως όχι εγώ.

Είναι απίθανη η αίσθηση του κρύου νυχτερινού αέρα που μπαίνει από το μισάνοικτο παράθυρο του αυτοκινήτου. Το όχημα γλιστρά σιωπηλά σχεδόν στο δρόμο μόνο με έναν αχνό συριστικό ήχο στην κλίμακα του σολ. Μα πως το καταφέρνει αυτό; Φαίνεται ότι στην προηγούμενη ζωή του ήταν κορνέτα. Ελπίζω να μην τσαντιστεί και με αφήσει από βενζίνη στο κέντρο, το συνηθίζει καμιά φορά. Πάντως τριγυρνάει με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά. Νοιώθω μία ενοχή επειδή καταναλώνω ορυκτά καύσιμα αυτής της γης και ρυπαίνω την ατμόσφαιρα αυτού του πλανήτη σαν απάντηση στα συναισθηματικά μου αδιέξοδα. Ας είναι! 

Το ραδιόφωνο με συντροφεύει κολλημένο στο «γιατί με ξύπνησες πρωί». Ναι αλήθεια γιατί; Γιατί άραγε ξυπνάμε αισθήματα και προσδοκίες στους αγαπημένους μας αφού δεν μπορούμε να τα καλύψουμε; πχ έξι με επτά κυβερνήσεις καλλιέργησαν τόση προσμονή για ένα καλύτερο αύριο στον κόσμο μας και τελικά η απογοήτευση μετέτρεψε την αγαλλίαση και την ελπίδα σε μία θανατερή βουβαμάρα και ένα σφίξιμο στην καρδιά. Το οπτικό πεδίο αλλάζει. Στρίβω σε μία λεωφόρο που δεν φέρει τίποτε τέτοια ώρα. Με τα μάτια, αυτή την φορά, νυσταγμένα και βαριά παρακολουθώ τις βιτρίνες, κάθε οικοδομικό τετράγωνο οι τρεις είναι ξενοίκιαστες και τρεις απλά με μια θλιβερή πραμάτεια. Δεν είναι τραγικό; Έπρεπε να το πάθουμε αυτό; Πόσα όνειρα κατεστραμμένα, πόσοι απλήρωτοι λογαριασμοί τσέπης και καρδιάς, πόσα κατρακυλίσματα στην φορολογική κλίμακα, πόσοι απελπισμένοι νέοι άνθρωποι, πόσοι αγωνιούντες μεσήλικες, πόσα θλιμμένα γερόντια, πόσα θλιβερά ανθρώπινα σκιάχτρα να ψάχνουν τους κάδους των σκουπιδιών. Αυτό το τελευταίο θα απαιτεί κάποιο είδος τέχνης. Ίσως πρέπει να μάθουμε περισσότερα, κανείς δεν ξέρει ποτέ τι του φέρνει η ώρα, να μην είμαστε και προετοιμασμένοι; E, αυτό και αν είναι εξοργιστικό!

Ελαττώνω ταχύτητα ίσα – ίσα για να μην ανοίξει η φωτεινή ένδειξη «προσοχή απώλεια στήριξης πτερύγων πέφτουμε». Πλάκα σας κάνω, ένα χιλιαράκι οδηγώ όχι jumbo jet. Περνάμε που περνάμε την ζωή μας γρήγορα, καταβροχθίζοντας το ένα εικοσιτετράωρο μετά το άλλο (αλήθεια για να πάμε που;) τουλάχιστον να μην το ευχαριστηθούμε; Τα μέρη γύρω μου φαίνονται οικεία, οι αναμνήσεις με ζώνουν σαν φίδια. Η ατμόσφαιρα φαντάζει εξωπραγματική σαν από film noir. Τα φώτα του δρόμου εκπέμπουν ένα καταθλιπτικό κίτρινο χρώμα που μαζί με μία ελαφριά ομίχλη δίνουν το ατμοσφαιρικό χρώμα της ταινίας. Μαγεμένος σταθμεύω, και βρίσκομαι να περπατώ στον έρημο πεζόδρομο, γίνομαι μέρος του πίνακα και εγώ. Η οσμή του νοτισμένου χώματος, τα παρτέρια, τα ταλαιπωρημένα άδεια παγκάκια και οι τελευταίες πινελιές – κιτρινισμένα και μαραμένα φύλλα πέφτουν αργά, απαλά μπροστά μου. Ίσως χαρούμενα από την παρουσία του αναπάντεχου θεατή – μάρτυρα παρόντα στον ευγενικό τους θάνατο, το ύστατο χαίρε, το κύκνειον άσμα της αργοπορημένης φύσης.

Ένα χαρχάλεμα ακούγεται μπροστά και αριστερά μου. Με ξαφνιάζει και ρυθμίζω το στόχαστρο στα πέντε μέτρα. Ανατριχιαστικός δεν ακούγομαι; Νέα απόπειρα και ξανά από την αρχή. Λοιπόν, αίφνης παρατηρώ έμπροσθεν μου μίαν ακαθόριστη φιγούρα (τώρα νομίζω ότι ακούγεται καλύτερα), μία ακαθόριστη φιγούρα μέσα από μία τεράστια στοίβα από σακούλες σκουπιδιών που ξεπρόβαλαν από ένα κάδο. Απίστευτο αυτό το πράγμα που μου χάλαγε τον πίνακα πρέπει να ήταν άνθρωπος. Ναι! Ήταν άνθρωπος. Νέος ακαθόριστης ηλικίας, ρυπαρός, αξύριστος μάλλον μελαχρινός ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται, τα μαλλιά μακριά και ξεχτένιστα. Έχω φτάσει σχεδόν δίπλα του και παρατηρώ καλύτερα. Στέκεται όρθιος με το ένα χέρι στο χείλος του κάδου από τον οποίο μόλις είχε αναδυθεί, το άλλο κρέμεται μισολυγισμένο, τα πόδια ελαφρά λυγισμένα επίσης. Είναι η χαρακτηριστική στάση των ανθρώπων που μετέρχονται πάντα μία βαριά χειρωνακτική εργασία. Λαχανιάζει και με κοιτά διερευνητικά.

Ένα χαμόγελο πικρό και συγκαταβατικό αποκαλύπτει δύο μπροστινά δόντια που λείπουνε. Σε λίγο καιρό όλοι έτσι θα χαιρετιόμαστε στον δρόμο δεν θα είναι ταπεινωτικό, αν το μετατρέψουμε σε μόδα, δεδομένου ότι οι οδοντιατρικές εργασίες κοστίζουν πολύ. Βασικά φαινόταν να νοιώθει ένοχος για την άκοσμη συμπεριφορά του, αλλά παίρνοντας θάρρος από την καλόπιστη συνεχή παρατήρηση μου άρχισε να κτυπά ελαφρά με το αριστερό χέρι την περιοχή της καρδιάς του, σε ένα συνεχές ευχαριστώ, και με το δεξί μου έκανε νεύματα ότι ήθελε να καπνίσει ενώ ταυτόχρονα έγερνε το κεφάλι προς το πλάι σε στάση έντονης παράκλησης. Αυτός, ο φτωχούλης του θεού δεν ζήταγε τίποτε ιδιαίτερο, απλά ένα τσιγάρο για να πάει γρηγορότερα στον θεό. Ένοιωσα άσχημα που το είχα κόψει. Απαντώ με έναν λυπημένο αρνητικό μορφασμό. Καλέ μου φίλε με τις βαθιές ρυτίδες στα άκρα των ματιών και με τα γάντια τα πλεχτά χωρίς δάκτυλα στα χέρια συνέχισε το ψάξιμο ίσως κάτι καλύτερο να βρεις. Όχι για τίποτε άλλο, αλλά και για να μας ελαφρυνθούν και μας οι τύψεις.

Απομακρύνομαι. Έχω πωρωθεί αρκετά δεν γυρίζω να κοιτάξω πίσω, όμως δεν μου απαγορεύει κανείς να σκέφτομαι. Μου ήρθε στο μυαλό η παλιά ιστορία του Kaspar Hauser,
ενός Γερμανού νεαρού για τον οποίον ισχυρίζονταν ότι είχε μεγαλώσει μέσα στην απόλυτη απομόνωση ενός σκοτεινού κελιού. Τον βρήκαν σε μία κεντρική πλατεία το 1828 ακίνητο να κρατά ένα γράμμα που φανέρωνε την ευγενική του καταγωγή και μία κλήση βοηθείας. Από τότε διαδοχικά κλείστηκε στην φυλακή, δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια, έγινε ατραξιόν σε τσίρκο, μπήκε σε πρόγραμμα εκπαίδευσης, πυροβολήθηκε και τελικά πέθανε μαχαιρωμένος άγνωστο από ποιους. Η περίπτωση του πυροδότησε πάμπολλες συζητήσεις και διενέξεις κυρίως ως προς το θέμα του αν ήταν κλασσική περίπτωση αυτισμού σχετικά άγνωστη τότε ή αν ήταν ένα έξυπνο μιντιακό παιχνίδι εκείνης της εποχής. Έγινε γνωστός σε όλη την Ευρώπη κυρίως από το ποίημα ενός από τον κύκλο των «καταραμένων ποιητών» του Paul Verlaine έτσι σήμερα αποτελεί σήμα κατατεθέν κινήσεων στήριξης αστέγων. Αξίζει να σας το αποδώσω, ελεύθερα πάντα, από την Γαλλική γλώσσα.
Ο Γκασπάρ Οζέ τραγουδά

Ήρθα, ήσυχο ορφανό,
πλούσιο στα δικά μου ήρεμα μάτια,
προς τους ανθρώπους των μεγάλων πόλεων,
μα δεν με βρήκαν έξυπνο.

Στα είκοσι μία διαταραχή,
και στο όνομα των φλογών της αγάπης,
μ’ έκανε να βρίσκω ωραίες τις γυναίκες,
μα αυτές δεν με βρήκαν όμορφο.

Αν και χωρίς πατρίδα και βασιλιά,
και πολύ γενναίος μη όντας,
ήθελα να πεθάνω σε πόλεμο,
αλλά ο θάνατος δεν με ήθελε.

Έχω γεννηθεί πολύ νωρίς ή πολύ αργά;
Τι κάνω σε αυτόν τον κόσμο;
Ω! εσείς όλοι, ο πόνος μου είναι βαθύς,
προσευχηθείτε για τον φτωχό Γκασπάρ.

Ωρες – ώρες με παίρνει το παράπονο. Μα γιατί από το 1821 και εντεύθεν να μην υπάρχει μία γενιά που να μην έχει δυστυχήσει καθόλου; Μα είτε πόλεμος θα υπάρχει, είτε πολιτικές ακρότητες, είτε στέρηση ελευθερίας, είτε μετανάστευση, είτε οικονομική δυσχέρεια και θα βλέπει κανείς την προηγούμενη γενιά με τα βιώματα της να δηλητηριάζει την ζωή των επόμενων και αυτοί μαζί με το δικό τους φορτίο να πράττουν το αυτό στους επόμενους σε έναν αέναο φαύλο κύκλο δυστυχίας. Ένα ατελείωτο γαϊτανάκι δυστυχίας. Μετά μου λες δεν έχουμε ανάπτυξη. Μα πώς να έχουμε όταν προσανατολιζόμαστε να ρουφάμε άκριτη ελευθερία στα μεσοδιαστήματα των καταστροφών της κάθε γενιάς. Φτάνει πια. Απλά ας θυμηθούμε τους νέους Γκασπάρς, δεν τρέφω ελπίδα για τίποτε, ζω το σήμερα, πορεύομαι ηθικά και αγαπητοί μου σύντροφοι στο επανειδείν και ες αύριον τα σπουδαία.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.