Της Νίνας Ναχμία
Με τη Μαρίκα, μαζί τα τρώμε και τα πίνουμε στα ουζερί και τα ταβερνία όλο το χειμώνα και μαζί γινόμαστε σαν ξεχειλωμένες σαμπρέλες. Εγώ όμως την έχω βολευτεί τη δική μου σαμπρέλα, ενώ εκείνη, επ’ ουδενί να τη συνηθίσει. Οταν μπαίνει η άνοιξη, γίνεται χαλί από τις τύψεις.
“Τί θα κάνουμε;” με ρωτάει με τέτοια αγωνία, λες και πρέπει να κρύψουμε το πτώμα μη μας το βρεί η αστυνομία. Και πως να το κρύψουμε. Κρύβεται μετά από τόνους κρεάτων, τζατζικίων και λοιπών θρεπτικών μεζεδακίων, που αφομοιώθηκαν με τα ήδη επιβαρυμένα κιλά μας; Μόνο από λάθος μπορεί να πέσει πάνω μας άρρεν βλέμμα που πάραυτα θ’ αποτραβηχτεί και θα πάει αλλού να την αράξει, για να μην του χαλάμε τη θέα.
Η σαμπρέλα της Μαρίκας, είναι μέσα στην τσατίλα και στην κατάθλιψη, γιατί παρ’ όλο που κάθε άνοιξη πέρνει σβάρνα όλα τ’ αδυνατιστάδικα να δει ποιό θα την προλάβει από την ντεκαντάντσα, κάθε καλοκαίρι είναι πιο χοντρή από το προηγούμενο. Τι να σου κάνουν κι αυτά, όταν της ρουφάνε δέκα γραμμάρια λίπους και ατάκα προσθέτει χίλια, γιατί μόλις την αμολύσουν ορμάει στο σουβλατζίδικο της γωνίας και του ριμάζει τις σούβλες του. Γίνεται δελφίνι η φώκια; Δεν γίνεται. Φώκια γεννήθηκε και φώκια θα πεθάνει. Το πολύ πολύ, άμα την ξεφουσκώσεις, να της κρεμάσουν τα πάκια σαν παπάκια και να την γελάει και ο κάθε αρσενικός καρχαρίας. Της το λέω, αλλά η εκείνη, με τίποτα να το παραδεχτεί. Θέλει και να τρώει, και να την τρώνε οι άντρες με τα μάτια τους. Αλλά αυτούς που θέλει εκείνη, δεν την τρώνε με τίποτα. Παραπάνω από δυο μέρες δίαιτα, δεν την αντέχει, την πιάνουν λιποθυμικές τάσεις. “Δεν πάμε μωρέ για κανένα ουζάκι και μού‘χει έρθει μια λιγούρα!… Αντε κι’ αύριο δεν τρώω!” Τρώει όμως και αύριο και μεθαύριο και κάθε μέρα. Εν’ τω μεταξύ, επειδή τα έχει χώσει και στο αδυνατιστάδικο, πάει κι εκεί, που τη μετράνε και την ξεφτυλίζουν. “Πάλι φάγατε, κυρία Ευτροφοπούλου μου. Αχ, πάλι φάγατε!…” “Οχι, σας ορκίζομαι στα κιλά που θέλω να χάσω. Μόνο λίγο ξέφυγα.” Η ζυγαριά όμως, η μαρτηριάρα, λέει πως ξέφυγε πολύ.
Κάθε καλοκαίρι λοιπόν, τα παχάκια της Μαρίκας ξεχειλίζουν απ’ το μαγιό της, σαν πατσάς περίσευμα, γιατί, πάλι πίστεψε σε φρούδες υποσχέσεις και το πήρε δυο νούμερα στενότερο. Ετσι, αφού περάσει ένα μαύρο καλοκαίρι μέσα στην αντρική απόρριψη, και τις ενοχές, μόλις έρθει ο χειμώνας θα ξεχάσει όλα και θα χλαπακιάσει πάλι τον αγλέουρα, ντύνοντας τα ξύγκια της με σάκους από την μπουτίκ για παχουλές. Οι χειμερινοί μήνες της γενικώς κυλάνε πιο ήρεμα, εκτός από την επαίτειο του Αγίου Βουβαλεντίνου, που ο δικός της ξεχνάει να κάνει σ’ αυτή δώρο και θυμάται να το κάνει στη γκόμενα. Οταν ξανάρθει όμως η άνοιξη, θα ξαναμπεί στην ψυχοπάθεια του αδυνατίσματος, βρίζοντας εμένα που με βρίσκει πιο πρόχειρη: “Βρε αναίσθητη, δεν σε νοιάζει που θα βγείς έτσι στην πλάζ; “Γιατί, εσύ πώς θα βγείς;” Αυτή η φράση μου, πυροδοτεί την σπίθα της έκκρηξής της. Γιατί, μπορεί να βγαίνουμε και οι δυο ίδιες σαμπρέλες και να μη μας θέλει η παραλία, αλλά εγώ τουλάχιστον δεν τά ‘χω χώσει στ’ αδυνατιστάδικα. Τά’ριξα όλα στη σαμπρέλα μου και το φχαριστήθηκα.
Πιστεύω πως κατά βάθος, η Μαρίκα με ζηλεύει που έχω συνηθίσει να ζω με τα κιλά μου και προτιμώ αντί να κυκλοφορώ με μάτι γυαλισμένο απ’ τη λίμα, να είμαι μια χαρούμενη σαμπρέλα. Κι αυτό συμβαίνει γιατί δεν μου προκαλούν κανένα ενδιαφέρον οι άντρες που ελκύονται απ’ το περιτύλιγμά μου, παρά μόνο αυτοί που ψάχνουν να δουν τι κρύβει από μέσα το πακέτο μου.