Η άγνοια του μέλλοντος είναι αυτή που μας κρατά όρθιους και μας επιτρέπει να χαιρόμαστε τη ζωή, καταχωνιάζοντας την αμείλικτη γνώση πως κάποτε θα φθάσει ο θάνατος
Ο εαυτός μας πολλές φορές γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός μας, γιατί είναι εκείνος που γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα τις αδυναμίες μας.
Η γη είναι πια μια γειτονιά» και μ’ αυτό νομίζω πως πρέπει να πορευτούμε, δίχως να χάνουμε όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας
Του Λευτέρη Χ. Θεοδωρακόπουλου
Πες μου αν με θυμάσαι… μια φράση που κρύβει πίσω από τις λέξεις της, πολύ αγάπη και αγωνία. Όταν η ζωή ανατρέπεται, ζεις με την ελπίδα, πολλές φορές κρέμεσαι από αυτήν ακόμη και αν ξέρεις πως κρατιέσαι από μια κλωστή. Κι όμως ο άνθρωπος έχει τεράστια αποθέματα δύναμης μέσα του, αλλά κάποιοι από εμάς θυσιάζονται για τα αγαπημένα τους πρόσωπα όπως είχε κάνει τότε η Ιφιγένεια όπως κάνει και τώρα μέσα από το εκπληκτικό μυθιστόρημα της Σόφης Θεοδωρίδου Πες μου αν με θυμάσαι….
Η συγγραφέας καταπιάνεται με ένα θέμα που αποτελεί προκατάληψη στις ημέρες μας, παρά το γεγονός ότι εξαπλώνεται με γεωμετρική πρόοδο και αποτελεί την 3η αιτία θανάτου στις ανεπτυγμένες χώρες. Ο λόγος, για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Η Σόφη Θεοδωρίδου αποδίδει με μαεστρία τους διαφορετικούς χαρακτήρες γύρω από τον ασθενή και πως αυτοί αντιδρούν στα κενά μνήμης αλλά και στις συμπεριφορές πέρα από κάθε λογική. Στο μυθιστόρημα της πλέκονται τα συναισθήματα, ανατρέπονται ισορροπίες και θεωρίες δεκαετιών, δοκιμάζεται ένας έρωτας κι όλα αυτά σε έναν καμβά που ακροβατεί η ζωή με το θάνατο, η λογική και το συναίσθημα…
Πες μου αν με θυμάσαι διερωτάται η Ιφιγένεια και το καταφατικό νεύμα της μητέρας της, στάθηκε η αιτία για να δακρύσει ο υπέροχος άνθρωπος που ακούει στο όνομα Ιφιγένεια. Ένα καταφατικό νεύμα που εξαιτίας του πήγε να χάσει όλα όσα είχε χτίσει σε μια ζωή.
Ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσετε και μάλιστα θα έχετε να το λέτε και στις παρέες σας. Οι εκδόσεις Ψυχογιός χαρίζουν στους αναγνώστες του Πινακίου 2 αντίτυπα του Πες μου αν με θυμάσαι, αλλά και του προηγούμενου βιβλίου της κας. Θεοδωρίδου η Νύφη φορούσε μαύρα
Η βασική πρωταγωνίστρια του βιβλίου σας η Ιφιγένεια θυσιάζει όλη της τη ζωή για να σταθεί στους γονείς της και κυρίως στη μητέρα της που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Υπάρχουν οι «Ιφιγένειες» σήμερα που σηκώνουν το βάρος αυτό και δεν προσφεύγουν στις εύκολες λύσεις όπως τα ιδρύματα ή αποκλειστικές;
«Και βέβαια υπάρχουν «Ιφιγένειες». Συνάντησα αρκετές από αυτές στη ζωή μου και αυτές υπήρξαν και η πηγή της έμπνευσής μου».
Η Ιφιγένεια από τη μία στιγμή στην άλλη βρέθηκε σε μια άλλη ρότα από αυτήν που είχε χαράξει στη ζωή της. Νοσοκομεία, αρρώστιες και αλλεπάλληλες στενοχώριες κι όμως άντεξε και στάθηκε στα πόδια της. Κρύβουμε όντως τόσο πολύ δύναμη μέσα μας και αξίζει να προσπαθούμε για τους ανθρώπους που πιστεύουμε και ας ξέρουμε πως κάποιες φορές αυτό είναι μάταιο;
«Έχω την ακράδαντη πεποίθηση πως όλοι οι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους δυνάμεις ανεκμετάλλευτες, τις οποίες τη στιγμή που τις χρειάζονται μπορούν να τις ανασύρουν και να στηρίξουν τον εαυτό τους και τους αγαπημένους τους. Η δική μου Ιφιγένεια ήταν ένα εύθραυστο πλάσμα, προστατευμένο απ’ τους γονείς της, απ’ τον αγαπημένο της, ίσως κι απ’ τη ζωή την ίδια. Ωστόσο, κατάφερε να ορθώσει το ανάστημά της και να προχωρήσει και μάλιστα σε μια στιγμή που κανένας δεν υπήρχε γύρω της να της παράσχει βοήθεια».
Αν κάποιος διαβάσει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας θα αντιληφθεί πως έχει να κάνει με τη νόσο Αλτσχάιμερ και όμως μέσα σε αυτό ξετυλίγεται ένα κουβάρι που κρατά καθηλωμένο τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία πρόταση, χωρίς να κουράζει και να κάνει κύκλους γύρω από την ασθένεια. Κάθε άλλο οι πρωταγωνιστές φαίνεται να είναι οι ήρωες της διπλανής οικογένειας που αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Πόσο δύσκολη ήταν η σύνθεση του παζλ με μια ασθένεια που ο κόσμος αγνοεί ή φοβάται αν δεν την έχει ζήσει στο σπιτικό του;
«Σας πληροφορώ πως περισσότερο τη φοβούνται όσοι την έχουν ζήσει, γιατί βίωσαν ή βιώνουν τις δυσκολίες της, αλλά παρ’ όλα αυτά επιλέγουν να την αντιμετωπίσουν παρέχοντας στήριξη στους δικούς τους. Είναι πράγματι μια ιστορία που θα μπορούσε να βρει ο καθένας από μας μπροστά του, μέσα στο σπιτικό του, στο συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον και από αυτήν την άποψη δε μου ήταν και τόσο δύσκολο να συνθέσω το παζλ της».
Στα πρώτα κεφάλαια αναφέρεστε πολύ στο Νοσοκομείο όπου διαδραματίζεται μέρος της ιστορίας. Πόσοι είναι οι συνάνθρωποι μας που είναι αντιμέτωποι με αυτές τις καταστάσεις πόνου (ψυχολογικού και σωματικού); Θεωρείτε ότι στην Ελλάδα τα Νοσοκομεία μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου προς τους ασθενείς και τους συγγενείς τους;
«Δυστυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας που βρίσκονται αντιμέτωποι με τέτοιες καταστάσεις. Θα έλεγα πως δεν υπάρχει οικογένεια να μην έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο, που να απαιτεί κόστος ψυχολογικό ή και σωματικό. Δεν έχετε παρά να κάνετε μια επίσκεψη σε κάποιο νοσοκομείο και θα το διαπιστώσετε. Όσο για τα τελευταία, πιστεύω πως διαθέτουν προσωπικό με υψηλή επιστημονική επάρκεια και ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν κι εκείνοι που συνδυάζουν την ανθρωπιά με τη γνώση. Υπάρχουν όμως και πολλοί οι οποίοι έχουν απολέσει την ιδιότητα του «λειτουργού» και αντιμετωπίζουν τους ασθενείς ως «πορτοφόλια». Είναι ευνόητο πως τέτοιοι άνθρωποι δεν επιτελούν ορθά και το έργο τους».
Σε κάποιο σημείο γράφετε (αναφερόμενη στην καφετέρια του Νοσοκομείου)…Καφετέρια της συμφοράς, η καφετέρια όπου ο πόνος προσπαθεί να χάσει το μέτρο του μέσα σ’ ένα φλιτζάνι ζάχαρης. Πιάνομαι από αυτό και σας ρωτώ αν ο λαός στις δύσκολες στιγμές βρίσκειπαρηγοριά σε ένα φλιτζάνι καφέ ή σε ένα ποτήρι κρασί για να μετριάσει τον πόνο του;
«Έτσι είναι. ένα φλιτζάνι καφέ ή ένα κρασάκι μπορούν να καταλαγιάσουν κάπως τον πόνο, το στρες, την ένταση. Μην ξεχνάτε τη φράση «καφές της παρηγοριάς». Φυσικά τα παραπάνω δεν είναι παρά μονάχα η αφορμή να μοιραστούν οι άνθρωποι με την παρέα τους τα βάσανά τους και να βρουν στήριξη και παρηγοριά μέσα από την κουβέντα. «Μοιρασμένος πόνος, μισός πόνος, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά», λέει σοφά ο λαός μας».
«Ευτυχώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να προβλέπουν το μέλλον γιατί κανείς δεν ξέρει πόσο θα αντέχουν αυτά που τους επιφυλάσσει η μοίρα ή ο Θεός», λέτε σε κάποιο σημείο. Μπορείτε να μου τη σχολιάσετε αυτή τη φράση σας;
«Η άγνοια του μέλλοντος είναι αυτή που μας κρατά όρθιους και μας επιτρέπει να χαιρόμαστε τη ζωή, καταχωνιάζοντας την αμείλικτη γνώση πως κάποτε θα φθάσει ο θάνατος. Φανταστείτε να περνούσαμε την κάθε μέρα μας γνωρίζοντας πότε μια ανίατη αρρώστια θα τσακίσει εμάς ή τους αγαπημένους μας ή ότι ένα δυστύχημα θα κόψει το νήμα της ζωής μας. Πόσο θα καταφέρναμε να ζούμε ανέμελοι, όπως τώρα, την καθημερινότητά μας; Πόσο η αίσθηση της ματαιότητας δε θα μας βραχυκύκλωνε στερώντας μας στην ουσία αυτή την ίδια τη ζωή; Παραφράζοντας τον Θουκυδίδη θα έλεγα «…αποκομίζουμε ως κέρδος να μην κουραζόμαστε προκαταβολικά για τις δύσκολες στιγμές που είναι να έρθουν…»
Αναφερόμενος ο Αργύρης στους πολιτικούς του σήμερα και του χθες αναφέρει… γίνεται να συγκρίνεις τους μαϊντανούς με τα πλατάνια. Αυτή η φράση ταιριάζει στους πολιτικούς του 2011, τους πολιτικούς του μνημονίου;
«Ο Αργύρης έζησε σε χρόνια που αναδείχθηκαν πράγματι πολύ ισχυρές προσωπικότητες στο χώρο της πολιτικής. Ίσως ήταν οι συνθήκες που το ευνοούσαν. Προσωπικά πιστεύω πως κάθε λαός έχει τους πολιτικούς που του ταιριάζουν. Άλλωστε τους εκλέγει. Οι πολιτικοί του μνημονίου είναι οι μοιραίοι εκφραστές μιας αμέριμνης και μοιραίας κοινωνίας. Τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο».
Πολλές φορές αναφερθήκατε στον ύπνο χωρίς όνειρα. Τι συμβολισμός είναι αυτός ύπνος χωρίς όνειρα; Μπορεί να ισχύει στην νέα γενιά σήμερα που βιώνει στο πετσί της την ανεργία, την ανασφάλεια, την μετανάστευση…;
«Δεν είναι συμβολισμός. Περισσότερο πρόκειται για κάτι αληθινά ζωογόνο. Για να επιβιώσει ο άνθρωπος πρέπει να υπάρχουν στιγμές που να του επιτρέπουν ν’ ανασάνει. Όταν, λοιπόν, η πραγματικότητα μας στερεί τούτη την ανάσα, τότε το ίδιο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μας επιβάλλει τη φυγή. Κι επειδή η φυγή απ’ τα σημερινά προβλήματα, όπως εσείς σωστά τα θέσατε, είναι ακατόρθωτη όσο βρισκόμαστε σε εγρήγορση, τότε ίσως μονάχα το απόλυτο κενό, που είναι ο ύπνος δίχως όνειρα, μπορεί να μας εξασφαλίσει κάποια στοιχειώδη ανακούφιση».
«Τον άνθρωπο δεν το καθορίζει η εθνικότητα του αλλά η συνείδηση του», λέτε κάποια στιγμή. Οι Έλληνες έχουμε ρατσιστικές τάσεις; Επιμένω λίγο σε αυτό γιατί κάποτε οι παππούδες ήταν πρόσφυγες, οι γονείς μας μετανάστες, εμείς τι είμαστε;
«Ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν υπάρχουν λαοί δίχως ρατσιστικές τάσεις. Ακόμα κι αυτός που ισχυρίζεται πως δεν είναι ρατσιστής μ’ αυτήν την ίδια τη δήλωσή του γίνεται, αφού διαχωρίζει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν «πας μη Έλλην βάρβαρος». Είδατε τι έγινε και με τη σημερινή κρίση. Οι λαοί της Ευρώπης, για τους οποίους πιστεύαμε πως βρίσκονται σε κάποιο άλλο επίπεδο πολιτισμού που τους επιτρέπει να «ανέχονται» καλύτερα τη διαφορετικότητα, αποδείχθηκαν μέσα από τα σχόλια που έκαναν για την Ελλάδα και τους Έλληνες εξαιρετικά ρατσιστές. Πιστεύω όμως πως η ανεκτικότητα του διαφορετικού πρέπει να γίνει βίωμα, αν θέλουμε να προχωρήσουμε στην νέα πολυπολιτισμική εποχή που ήδη βιώνουμε. Όπως λέει σε κάποια στιγμή κι ο Αργύρης: «Η γη είναι πια μια γειτονιά» και μ’ αυτό νομίζω πως πρέπει να πορευτούμε, δίχως να χάνουμε όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας».
Εν έτει 2011 πιστεύετε πως πολλές γυναίκες όπως η Αγγέλα ανέχονται «Σπύρους»; Είναι εγκληματικό που οι γυναίκες γίνονται αποδέκτες βίας; Πως μια γυναίκα θα βρει διέξοδο να μιλήσει και να ξεφύγει από μια άρρωστη κατάσταση;
«Ευτυχώς, όλο και λιγότερες, δίχως όμως να έχει εξαλειφθεί τούτο το φαινόμενο. Νομίζω πως οι γυναίκες που έχουν κάτι να πιαστούν δύσκολα γίνονται θύματα τέτοιων καταστάσεων. Άλλωστε και η Αγγέλα οδηγήθηκε εκεί, γιατί ακριβώς θεωρούσε πως δεν μπορεί να βασιστεί στον εαυτό της, αλλά και γιατί πίστευε πως «εγκαταλείφθηκε» απ’ τους αγαπημένους της. Τα στηρίγματά μας, λοιπόν, είναι εκείνα που δίνουν διέξοδο σε παρόμοιες συνθήκες».
Θα μου επιτρέψετε να ρωτήσω πάλι για τον Παύλο, αλλά από την πλευρά του πατέρα αυτή τη φορά. Είπε στην Ιφιγένεια να συνεχίσει τη ζωή της και να αφήσει τη μάνα της. Αναλογιζόμενος τον έρωτα του για την Χαρά αλλά και την αγάπη του στη κόρη του, πόση δύναμη χρειάζεται για κάνει αυτή τη δήλωση. Πόσο είχε παλέψει με τον εαυτό του;
«Εδώ πιστεύω πως φανερώνεται όλο το μεγαλείο της αγάπης του σύγχρονου γονιού, όπως και στην απάντηση της Ιφιγένειας φανερώνεται η αγάπη του παιδιού. Παλαιότερα ίσχυε η κοινωνική αξία ότι τα παιδιά υπάρχουν για τους γονείς. Στο αξιακό σύστημα του Παύλου ισχύει το αντίθετο. Οι γονείς υπάρχουν για τα παιδιά. Ο Παύλος είναι ρεαλιστής. Βλέπει το μέλλον να έρχεται, γνωρίζει πως ο ίδιος θα έχει φύγει, όταν τα δυσκολότερα θα φτάσουν, και πιστεύει πως αυτό που ζητάει απ’ την Ιφιγένεια είναι ό,τι θα της ζητούσε και η μάνα της, αν ήταν σε θέση να καταλάβει. Εκφράζεται, δηλαδή, με τα δικά του χείλη και η επιθυμία της μάνας».
Στο βιβλίο σας φαίνεται να δίνετε μεγάλη βαρύτητα στη ψυχή όταν αυτή βγαίνει από το σώμα μέχρι να αρχίσει το ταξίδι της. Είναι ένα ταξίδι που ο λαός το έχει ντύσει με παραδόσεις…
«Πράγματι. και είναι παραδόσεις που εμένα προσωπικά με συγκινούσαν από παιδί. Οι σαράντα μέρες που τριγυρνούν οι ψυχές στον γήινο κόσμο, πριν αποχωρήσουν για το ταξίδι τους, τα τελετουργικά τα οποία κυρίως οι γυναίκες αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν… Τα ψυχοσάββατα που οι ψυχές λέγεται πως επιστρέφουν και περιμένουν το στάρι, τα κόλλυβα, και φεύγουν ύστερα ικανοποιημένες που οι ζωντανοί δεν τους έχουν ξεχάσει ή το αντίστροφο… Πάμπολλες παραδόσεις που σαν στόχο θεωρώ πως έχουν να κάνουν πιο ανεκτό τον αποχωρισμό, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ελπίδα πως δεν τελειώνουν όλα με το θάνατο».
Είναι αλήθεια πως τις πιο μεγάλες φυλακές τις χτίζει ο εαυτός μας; Πως δραπετεύουμε από αυτές;
«Θεωρώ πως είναι αλήθεια. Ο εαυτός μας πολλές φορές γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός μας, γιατί είναι εκείνος που γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα τις αδυναμίες μας. Και μονάχα όταν κατανοήσουμε πως εμείς είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές τις φυλακές, τότε μας δίνεται και η δυνατότητα να ελευθερωθούμε».
Λέτε κάποια στιγμή πως η αξία κάποιου ή η απαξία αξιολογούνται και από το πιο δύσκολο κοινό. Αν πάρουμε ως μέτρο την επικαιρότητα αυτό που γράφετε είναι αυτό που έγινε στις παρελάσεις πριν λίγες ημέρες και στις πλατείες της Ελλάδας όλο το καλοκαίρι;
Η αλήθεια είναι, όσο κι αν φαίνεται σκληρό αυτό, πως δε θεωρώ ότι είμαστε «δύσκολο» κοινό. Αν ήμασταν, δε θα κάναμε τις επιλογές που μας οδήγησαν στην καταστροφή. Κι όλες αυτές οι αντιδράσεις που παρακολουθήσαμε πρόσφατα θα είχαν προκύψει τη στιγμή που έπρεπε, αποτρέποντας την προδιαγεγραμμένη πορεία μας προς τα εκεί».
Η Ιφιγένεια δείχνει πολύ θαρραλέα σε όλη την εξέλιξη του βιβλίου. Αυτό το θάρρος είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση καταστάσεων σαν αυτή της Χαράς; Θεωρείτε ότι πηγάζει από μέσα μας;
«Η Ιφιγένεια αντλεί το κουράγιο της από την αγάπη της και τη συναίσθηση του χρέους. Αυτά είναι που την οδηγούν στις επιλογές της, αυτά είναι που ορίζουν τη συμπεριφορά της και την τροφοδοτούν με δύναμη. Σαφώς πηγάζουν από μέσα μας και έχουν άμεση σχέση με το χαρακτήρα και την προσωπικότητά μας».
Κάποια στιγμή αναφερθήκατε στα ιδρύματα και την αποκρουστική τους λειτουργία. Μάλιστα η Ιφιγένεια μόλις αντιλήφθηκε τι γινόταν εκεί έφυγε τρέχοντας. Αξίζουν έναν επίλογο ζωής σε αυτές τις συνθήκες οι ασθενείς;
«Πιθανόν να υπάρχουν και ιδρύματα που να επιτελούν σωστά το έργο τους. Σίγουρα όμως δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το αίσθημα που προσφέρει στον άνθρωπο η αίσθηση της οικογένειας, η αίσθηση πως δεν τον παραπετούν σαν γέρικο άλογο που δεν χρησιμεύει πια. Και προσωπική μου γνώμη είναι πως δεν αξίζουν τέτοια μεταχείριση οι άνθρωποι που μας χάρισαν τη ζωή και μας μεγάλωσαν. Βέβαια, ίσως σε κάποιες περιστάσεις να είναι απαραίτητη μια τέτοια λύση. Δε θέλω να είμαι απόλυτη και, φυσικά, μιλώ μονάχα για τον εαυτό μου».
Επιλέξατε ένα θέμα που δύσκολα θα το συναντήσει κάποιος σε λογοτεχνικό πεδίο. Γιατί καταπιαστήκατε με το Αλτσχάιμερ;
«Όπως ίσως θα υποψιαστεί εύλογα ο αναγνώστης, κάποιες δικές μου εμπειρίες με ώθησαν να γράψω για το συγκεκριμένο θέμα. Το Αλτσχάιμερ, βέβαια, δεν είναι μια οποιαδήποτε αρρώστια. Είναι πολλές οι δυσκολίες που συνοδεύουν τούτη την ασθένεια και δημιουργούν τις συνθήκες κρίσης που μπορεί να οδηγήσουν σε καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Μέσα, λοιπόν, από τις ακραίες αυτές καταστάσεις θέλησα να μιλήσω για τις ανθρώπινες σχέσεις, τους δεσμούς, τις μικρές καθημερινές θυσίες που καλούμαστε να κάνουμε, που μπορεί να μην έχουν την ηρωική διάσταση των μεγάλων θυσιών αλλά δεν είναι καθόλου αμελητέες».
Το πρόσωπο του αληθινού έρωτα, είναι αυτό που υπερισχύει στις δύσκολες στιγμές ενός ζευγαριού; Και πως αυτό διαδραματίζεται στο βιβλίο σας;
«Ο αληθινός έρωτας είναι ένας πανίσχυρος δεσμός. Είναι η αγάπη και ο έρωτας μαζί που δίνουν τη δύναμη σ’ ένα ζευγάρι να βρει τρόπο να ξεπερνάει τις όποιες δυσκολίες. Στο βιβλίο μου το ζευγάρι των ηρώων μοιάζει να φτάνει στη διάλυση μετά από ένα διάστημα όπου υπερίσχυε η κατανόηση, η συμπαράσταση. Ο Σοφοκλής, όμως, είναι άνθρωπος κι αυτός. Λυγίζει κάποια στιγμή κάτω απ’ το ψυχολογικό στρες κι επιθυμώντας την παλιά τους ζωή θέτει τελεσίγραφα, που οδηγούν στο χωρισμό. Ωστόσο, η σχέση εξακολουθεί να ισχύει γιατί είναι ουσιαστική. Κι αυτή η γνώση είναι που θα τον οδηγήσει κάποια στιγμή να αναθεωρήσει και να προσχωρήσει στις απόψεις της Ιφιγένειας.»
Το βιβλίο
Η Ιφιγένεια έπιασε τα γέρικα χέρια της μάνας της και τα σκέπασε με τα δικά της. «Πώς με λένε;» έκανε την αγωνιώδη ερώτηση. «Θυμάσαι; Πες μου… με θυμάσαι;» Περίμενε με κομμένη την ανάσα, θαρρείς κι από την απάντηση της Χαράς εξαρτιόταν η ύπαρξή της. Η Χαρά ξερόγλειψε τα χείλη αργά. «Ιφι… Ιφι…» ψέλλισε τέλος και τα δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της κόρης. Δόξα τω Θεώ, δεν είχε πάει στράφι η θυσία της. Η μάνα της δεν την είχε ξεχάσει…
Ο κόσμος της Ιφιγένειας ήταν αληθινή ευλογία μέχρι εκείνη τη λευκοντυμένη μέρα που άρχισε να κατακλύζεται από απώλειες και προδοσίες: ο πατέρας της, η μεγάλη της αδυναμία• η μητέρα της, το αιώνιο στήριγμά της• η δουλειά της• ακόμη κι αυτός ο έρωτας της ζωής της, ο άντρας της. Η ώρα που θα αντιμετωπίσει τη γυμνή αλήθεια έχει φτάσει. Μένει τώρα να διαπιστώσει αν οι όρκοι της αγάπης θα χωρέσουν τη θυσία της ή θα γυρίσουν την πλάτη στους πληγωμένους καιρούς.
Η ιστορία μιας γυναίκας που ρισκάρει να χάσει τα πάντα, γιατί δε θέλει να ρισκάρει να χάσει τον εαυτό της.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα μικρό χωριό της Αλμωπίας, μιας μικρής επαρχίας του Νομού Πέλλας। Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται σε δημόσιο σχολείο της περιοχής απ’ όπου κατάγεται και όπου ζει με την οικογένειά της. Αγαπημένες τις ασχολίες είναι το διάβασμα, η ζωγραφική και, εδώ και λίγο καιρό, το γράψιμο. Είναι παντρεμένη και έχει δυο γιους. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Η ΝΥΦΗ ΦΟΡΟΥΣΕ ΜΑΥΡΑ.