Οι εγκέφαλοι των βρεφών αντιδρούν με παρόμοιο τρόπο με εκείνο των ενηλίκων όταν εκτίθενται στα ίδια επώδυνα ερεθίσματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι αισθάνονται τον πόνο σχεδόν όσο και οι ενήλικες, ανακοίνωσαν σήμερα ερευνητές.
Στην πρώτη μελέτη του είδους με τη χρήση μαγνητικής τομογραφίας (MRI), επιστήμονες από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Βρετανία διαπίστωσαν ότι 18 από τις 20 περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στους ενήλικες όταν βιώνουν πόνο ενεργοποιούνται και στα βρέφη.
Η απεικόνιση με μαγνητική τομογραφία των εγκεφάλων βρεφών που κοιμούνταν ενώ δέχονταν αγγίγματα στις πατούσες τους με ένα ειδικό ραβδί–που τους προκαλούσε μία αίσθηση “σαν ελαφρύ χτύπημα με ένα μολύβι”–έδειξε ότι οι εγκέφαλοί τους έχουν την ίδια αντίδραση με εκείνη που έχουν οι ενήλικες όταν δέχονται ένα ερέθισμα τέσσερις φορές ισχυρότερο.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα βρέφη έχουν πολύ μικρότερο όριο ανοχής στον πόνο.
“Προφανώς τα βρέφη δεν μπορούν να μας περιγράψουν την εμπειρία τους του πόνου και είναι δύσκολο να συμπεράνεις κάτι για τον πόνο από οπτική παρατήρηση”, δήλωσε η Ρεμπέκα Σλέιτερ, μία γιατρός στο παιδιατρικό τμήμα της Οξφόρδης, που διεξήγαγε την έρευνα.
“Στην πραγματικότητα, κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι οι εγκέφαλοι των βρεφών δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένοι ώστε να αισθάνονται ουσιαστικά τον πόνο…(ωστόσο) η μελέτη μας παρέχει την πρώτη αδιάσειστη απόδειξη ότι αυτό δεν ισχύει”.
Από τη δεκαετία του 1980 ήταν κοινή πρακτική στα βρέφη που χειρουργούνταν να μη χορηγείται παυσίπονο αλλά νευρομυϊκοί αποκλειστές, δηλαδή μυοχαλαρωτικά.
Πέρυσι, έρευνα σχετικά με τη διαχείριση του πόνου στα νεογέννητα που νοσηλεύονται σε μονάδα εντατικής θεραπείας διαπίστωσε ότι παρότι τα βρέφη αυτά βιώνουν κατά μέσο όρο 11 επώδυνες διαδικασίες την ημέρα, στο 60% από αυτά δεν χορηγείται κανενός είδους παυσίπονο.
“Η μελέτη μας υποδηλώνει ότι τα βρέφη όχι μόνο νιώθουν τον πόνο, αλλά ότι μπορεί να είναι και πιο ευαίσθητα σε αυτόν σε σχέση με τους ενήλικες. Αν χορηγούμε παυσίπονο σε ένα μεγαλύτερης ηλικίας παιδί που υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση, τότε πρέπει να χορηγούμε παυσίπονο και σε ένα βρέφος”.
Στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκαν δέκα υγιή βρέφη, ηλικίας μίας έως έξι ημερών και δέκα υγιείς ενήλικες 23 με 36 ετών.
Στη διάρκειά της, τα βρέφη, συνοδευόμενα από τους γονείς τους και από γιατρούς, τοποθετήθηκαν σε μαγνητικό τομογράφο όπου τα περισσότερα αποκοιμήθηκαν.
Οι μαγνητικές τομογραφίες ελήφθησαν καθώς κάποιος άγγιζε με το ραβδί τις πατούσες τους και στη συνέχεια συγκρίθηκαν με εκείνες ενηλίκων που εκτέθηκαν στο ίδιο ερέθισμα. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση eLife.