Τι γίνεται όταν ένα ζευγάρι που αποφασίζει να κάνει οικογένεια με φυσικές επαφές, δεν κατορθώνει να γονιμοποιήσει, μετά από πολλές “αποτυχημένες” προσπάθειες;
Δεδομένου ότι περίπου 1 στους 5 κύκλους είναι γόνιμος, το πιθανότερο είναι ότι η γυναίκα θα συλλάβει με την τρίτη, την τέταρτη ή ακόμη και την πέμπτη προσπάθεια, επειδή φυσιολογικά η γονιμότητα ενός ζευγαριού ανέρχεται στο 20% ανά κύκλο κατά μέσο όρο. Πότε όμως πρέπει να αναρωτηθεί το ζευγάρι ότι κάτι δεν πάει καλά;
Ο Μαιευτήρας Γυναικολόγου Χειρουργού (Εξειδικευμένη εοιμόρφωση στην “Ανθρώπινη Αναπαραγωγή”) για την ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ – Μιλτιάδης Σ. Αδάμ μιλάει στην Βάννα Δήμου
Τι εννοούμε με τον όρο υπογονιμότητα.
Υπογονιμότητα είναι η αδυναμία επίτευξης σύλληψης μέσα σε ένα ή δύο χρόνια φυσιολογικών επαφών χωρίς προφυλάξεις. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία βαθμιαία μετατόπιση του μέσου όρου ηλικίας τεκνοποίησης προς τα πάνω, με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού της υπογονιμότητας.
Τα ποσοστά των ατόμων με υπογονιμότητα τείνουν συνεχώς να αυξάνουν, και αυτό γίνεται, γιατί αυξάνεται η άποψη ότι η ελαττωμένη γονιμότητα είναι μία κατάσταση η οποία αντιμετωπίζεται. Εξάλλου η εκτίμηση του ποσοστού της υπογονιμότητας συχνά δεν προσδιορίζεται σωστά καθώς περιλαμβάνει μόνο τα ζευγάρια εκείνα που αναζητούν ιατρική βοήθεια για το πρόβλημα τους.
Είναι γνωστό ότι το 15% των ζευγαριών δεν καταφέρνουν να οδηγηθούν σε εγκυμοσύνη μετά από 12 μήνες προσπάθειας. Υπολογίζονται σε 250.000 με 300.000 τα υπογόνιμα ζευγάρια πανελληνίως, και 50 έως 80 εκ. υπογόνιμα ζευγάρια παγκοσμίως, σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.
Στην Ευρώπη γίνονται περισσότεροι από 200.000 κύκλοι εξωσωματικής ετησίως, δηλαδή 500 με 1500 κύκλοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού ανά έτος. Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν το 1-3% των γεννήσεων συνολικά στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, γίνονται 12.000 κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης ετησίως και γεννιούνται 5000 παιδιά.
Ποια είναι τα αίτια που την προκαλούν και ποιοι οι παράγοντες που την καθορίζουν.
Τα αίτια υπογονιμότητας οφείλονται κατά 40% στον άνδρα, κατά 40% στην γυναίκα και κατά 20% σε ανεξήγητη υπογονιμότητα, ή υπογονιμότητα που οφείλεται και στους δύο συντρόφους, ή σε άλλα αίτια. Κατά την φυσική σύλληψη, η γονιμοποίηση επιτελείται στην γυναικεία σάλπιγγα. Αναλυτικότερα, τα κυριότερα αίτια υπογονιμότητος στην γυναίκα ανάλογα με την συχνότητα εμφάνισης είναι: • Διαταρραχή του άξονα με αποτέλεσμα ορμονικές διαταραχές που έχουν σαν αποτέλεσμα την ΜΗ φυσιολογική ή ποιοτική ωορρηξία (πολυκυστικές ωοθήκες, υπογοναδισμός, διαταρραχές υποθαλάμου, υπερπρολακτιναιμία, ωοθηκική ανεπάρκεια κ.λ.π.).
• Σαλπιγγικός παράγων, δηλ. απόφραξη των σαλπίγγων μετά συνήθως από φλεγμονές.
• Τραχηλικός παράγων δηλ. διαταρραχή της ποιότητας της τραχηλικής βλέννης συνήθως μετά από επεμβάσεις στον τράχηλο.
• Ενδομητρίωση αποτελεί έναν άλλο συχνό παράγοντα υπογονιμότητας.
• Ανατομικοί λόγοι, μετά συνήθως από γενετικές ανωμαλίες όπως διάφραγμα, δίκερως, δίδελφη μήτρα.
• Aνοσολογικοί παράγοντες όπως η παρουσία διαφόρων αντισωμάτων στη γυναίκα ή στον άνδρα.
Η μετατόπιση του μέσου όρου τεκνοποίησης σήμερα έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό αίτιο υπογονιμότητος σε σύγκριση με παλαιότερα και αποτελεί σημαντικό παράγοντα εφόσον ο ενδοκρινολογικός άξονας μεταβάλλεται.
Ανδρική υπογονιμότητα
Τα κυριότερα αίτια υπογονιμότητας στο άνδρα είναι:
• αποφρακτικά (π.χ. κιρσοκήλη, φλεγμονές, ατυχήματα στα γεννητικά όργανα),
• ορμονολογικές διαταραχές,
• γεννετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες,
• ανοσοποιητικοί παράγοντες και καμιά φορά
• έκθεση ατόμων σε υψηλές θερμοκρασίες λόγω επαγγέλματος.
Πως γίνεται η διαγνωση ;
Ο κλασικός εργαστηριακός έλεγχος για την πρώτη προσέγγιση του υπογόνιμου ζευγαριού περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων γυναικολογική εξέταση, κολπικό υπερηχογράφημα, πλήρη ορμονικό έλεγχο, υστεροσαλπιγγογραφία και πλήρες σπερμοδιάγραμμα με καλλιέργεια σπέρματος. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η υστεροσαλπιγγογραφία είναι απαραίτητη και αναντικατάστατη εξέταση για κάθε μέθοδο υποβοηθούμενης προσπάθειας και ανεξάρτητα από την προφανή αιτία υπογονιμότητας (π.χ ανδρικός παράγων). Ταυτόχρονα γίνεται και στους δύο γενική αίματος, ομάδα αίματος και rhesus, ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης κλπ. Η γυναίκα θα προσκομίσει πρόσφατο test pap και μικροσκοπική εξέταση κολπικού εκκρίματος και υποβάλλεται σε μαστογραφία, ανάλογα με την ηλικία και το ιστορικό. Ο έλεγχος για κυστική ίνωση γίνεται υποχρεωτικά στον ένα από τους δύο και επεκτείνεται και στον άλλο, ανάλογα με τα ευρήματα. Ακολουθούν μια σειρά και από άλλες εξετάσεις. Σε περιπτώσεις υπογονιμότητας, όπου συνυπάρχουν άλλα νοσήματα (υπό διερεύνηση ή θεραπεία), τα οποία μπορούν να επηρεαστούν ή να επηρεάσουν τις διαδικασίες υποβοηθούμενων προσπαθειών ή την μελλοντική εγκυμοσύνη, ζητείται εγγράφως ιατρική έκθεση του θεράποντος ιατρού.
Η λαπαροσκόπηση και η υστεροσκόπηση μπορούν να εφαρμοστούν, τόσο για την διάγνωση, όσο και για την αντιμετώπιση διαφόρων αιτίων υπογονιμότητας, αλλά και για να βελτιώσουν ενδεχομένως τις προοπτικές μίας υποβοηθούμενης προσπάθειας που θα ακολουθήσει. Γενικότερα θα πρέπει να επιδιώκεται η ελάχιστη ιατρική χειρουργική παρέμβαση, με γνώμονα ότι κυρίως η ηλικία της γυναίκας και το προηγούμενο ιστορικό του ζευγαριού, μπορούν να διαφοροποιήσουν μεθοδολογίες που θα επιλέγοντο σε άλλες περιπτώσεις. Ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να χάνεται πολύτιμος χρόνος ιδιαίτερα σε περιπτώσεις γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας. Η ιατρική σκέψη θα πρέπει να έχει μια συνάφεια με πολλές παραμέτρους που εξατομικεύουν το κάθε ζευγάρι και συχνά απαιτούν τροποποιημένα και ευέλικτα κριτήρια θεραπευτικής μεθοδολογίας. Ταυτόχρονα όμως δεν θα πρέπει να παραβιάζεται η τυπική διαγνωστική και θεραπευτική διαδικασία.
Σχετικά με τις διαγνωστικές εξετάσεις που συστήνονται, θα πρέπει να ακολουθούν αφενός μεν την πάγια μεθοδολογία, αφετέρου δε μία εμπεριστατωμένη ιατρική σκέψη.
Υπάρχει θεραπεία; Κατά πόσο έχει εξελιχθεί η επιστήμη τα τελευταία χρόνια ως προς αυτό;
Εννοείται ότι έχει εξελιχθεί & προχωράμε να δώσουμε λύσεις στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας.Οι τεχνικές πλέον είναι πολλές.
Οι τεχνικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι πολλές, όπως για παράδειγμα ενδομητρική σπερματέγχυση, εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων , κρυοσυντήρηση γεννητικού υλικού κ.α.
Όσον αφορά στην εξωσωματική γονιμοποίηση, σε ποιες περιπτώσεις θεωρείται απαραίτητη;
Εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η απομίμηση μιας φυσιολογικής διαδικασίας που η τελική της φάση είναι η μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα και η επίτευξη εγκυμοσύνης. Η εξωσωματική γονιμοποίηση σήμερα, έχει θέση εκεί όπου απέτυχαν άλλες μέθοδοι στην προσπάθεια αντιμετώπισης της υπογονιμότητας του ζευγαριού. Αρχικά, η εξωσωματική γονιμοποίηση εφαρμόστηκε σε γυναίκες με απόφραξη ή έλλειψη σαλπίγγων. Σταδιακά, επεκτάθηκε και σε άλλες αιτίες στειρότητας όπως η ολιγοσπερμία, η ενδομητρίωση, η ανεξήγητη στειρότητα, αλλά και εκεί όπου όλες οι άλλες μέθοδοι αντιμετώπισης της υπογονιμότητας ενός ζευγαριού είχαν ήδη αποτύχει. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μία ποιοτική αναβάθμιση και απλοποίηση στην εφαρμογή της εξωσωματικής γονιμοποίησης, με σκοπό αφ’ ενός μεν την αύξηση του ποσοστού επιτυχίας και αφ’ ετέρου την ελάττωση της διατάραξης της καθημερινής ζωής του ζευγαριού. Με αυτή την αλλαγή έχει απλοποιηθεί η εξωσωματική γονιμοποίηση στο μέγιστο δυνατό σημείο. Μετά από την λήψη εκτενούς ιστορικού και τον απαραίτητο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο, καθορίζεται το πρωτόκολλο θεραπείας. Ακολουθεί η διαδικασία της ωοθηκικής διέγερσης και η παρακολούθησή της με Η παρακολούθηση της διέγερσης των ωοθηκών γίνεται με την βοήθεια διακολπικών υπερηχογραφημάτων, αλλά και ορμονικών προσδιορισμών. Στόχος της παρακολούθησης είναι ο καθορισμός της ημέρας της ωοληψίας, δηλαδή της συλλογής των παραχθέντων ωαρίων και της μεταφοράς τους στο εργαστήριο. Η ωοληψία γίνεται με κατευθυνόμενη παρακέντηση των ωοθυλακίων διαμέσου των υπερήχων, αναρρόφηση του ωοθυλακικού υγρού και αναζήτηση των ωαρίων στο μικροσκόπιο. Ακολουθεί η διαδικασία της γονιμοποίησης ή της μικρογονιμοποίησης και η παρακολούθηση των γονιμοποιημένων ωαρίων στο εργαστήριο. Τέλος ακολουθεί η διαδικασία της εμβρυομεταφοράς κατά την οποία γονιμοποιημένα ωάρια μεταφέρονται στην μήτρα με στόχο την επίτευξη εγκυμοσύνης.
Ποια τα ποσοστά επιτυχίας και από ποιους παράγοντες εξαρτώνται;
Η εξωσωματική πλέον έχει” ενηλικιωθεί” & απο πειραματική διαδικασία εξελίχθηκε σε τυποποιημένη κλινική εφαρμογή με γνωστές ενδείξεις,αντενδείξεις & επιπλοκές. Σήμερα τα περισσότερα καλά κέντρα εξωσωματικής λειτουργούν με ποσοστά που κυμαίνονται από 30-85% κυήσεων ανά εμβρυική μεταφορά.
Η επίτευξη εγκυμοσύνης στην εξωσωματική γονιμοποίηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες:
• την ποιότητα και τον αριθμό των εμβρύων
• την ηλικία της γυναίκας
• το σπέρμα του συζύγου
• το αίτιο της υπογονιμότητας και άλλους αφανείς παράγοντες όπως
• η τεχνογνωσία των ιατρών, των εμβρυολόγων, των μαιών και άλλων επιστημόνων που εμπλέκονται στη θεραπεία,
• η υποδομή και ο ποιοτικός έλεγχος του εργαστηρίου.
Υπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες για την γυναίκα;
Αυτό είναι κάτι που το φοβούνται πάρα πολλές γυναίκες. Όλες οι μεγάλες μεταναλύσεις που έχουν γίνει , που είναι και το πιο ισχυρό επιστημονικό εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας, δείχνουν ότι δεν υπάρχουν επιπλοκές, ούτε για τη γυναίκα ούτε για το έμβρυο,αφού βέβαια η κάθε γυναίκα έχει κάνει τον απαραίτητο έλεγχο για να προχωρήσει στη διαδικασία της εξωσωματικής.