Η έναρξη της σπογγαλιευτικής δραστηριότητας στην Κάλυμνο χάνεται στα βάθη των αιώνων,του Μιχάλη Παναγιώτου
στοιχεία υπάρχουν όμως από το 1800 και μετά. Σύμφωνα με αυτά, στις αρχές του Μάη ξεκινούσε μία ομάδα τεσσάρων έως επτά ανθρώπων με μία βάρκα 6-8 μέτρων και προμήθειες, για να ψαρέψουν σφουγγάρια με μοναδικό εφόδιο τη σκανταλόπετρα, για να φτάνουν γρήγορα στο βυθό, και την αντοχή τους στην άπνοια. Εβλεπαν τα σφουγγάρια με το γυαλί από τη βάρκα και βουτούσαν μέχρι τα 30 μέτρα και περισσότερο, για να τα μαζέψουν. Στο νησί επέστρεφαν αρχές Σεπτεμβρίου.
Οι Καλύμνιοι έμποροι, πλανόδιοι ουσιαστικά, αγόραζαν και επεξεργάζονταν τα σφουγγάρια, τα οποία πουλούσαν σε Σύρο, Ναύπλιο, Κωνσταντινούπολη για να περάσουν από εκεί σε Οδησσό, Κίεβο, Πετρούπολη, Μόσχα και Βίλνα με κατεύθυνση τη Δυτική Ευρώπη. Η βιομηχανική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη δημιούργησε μεγάλη ζήτηση σφουγγαριών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σύμφωνα με απογραφή του 1825 υπήρχαν 5.000 κάτοικοι στην Κάλυμνο, οι οποίοι το 1912, όταν οι Ιταλοί ήρθαν στα Δωδεκάνησα, αυξήθηκαν σε 23.200 λόγω των εποίκων που ήρθαν από τα γύρω νησιά, για να απασχοληθούν στην αλιεία και επεξεργασία σφουγγαριών.
Το 1869 εμφανίζεται το σκάφανδρο και φέρνει την επανάσταση στη σπογγαλιεία. Ο δύτης καταδύεται σε μεγαλύτερα βάθη, φοράει φόρμα καουτσούκ, παίρνει αέρα από χειροκίνητη αεραντλία στο σκάφος μέσω αεροσωλήνα, παραμένει περισσότερο χρόνο στο βυθό και μαζεύει περισσότερα σφουγγάρια. Λόγω όμως άγνοιας των κανόνων ανάδυσης σημειώνονται πολλά ατυχήματα με τη νόσο των δυτών και την εμβολή αέρα που αφήνουν πολλούς ανάπηρους, ενώ υπάρχουν και νεκροί. Δημιουργείται σάλος, καταργείται προσωρινά το σκάφανδρο, αλλά τελικά επικρατεί για τα επόμενα 100 χρόνια οπότε και αντικαθίσταται σταδιακά με πιο προηγμένα συστήματα κατάδυσης.
Ο πόλεμος καταφέρνει μεγάλο πλήγμα στην σπογγαλιεία αφού το 1943-1944 με την κατάληψη των νησιών από τους Γερμανούς, από τους 12.500 Καλύμνιους, που ζούσαν εδώ, οι 9.000 έφυγαν κυρίως στη Μέση Ανατολή. Μετά τον πόλεμο, δειλά-δειλά η σπογγαλιεία επανακάμπτει, αλλά το 1962 η Αίγυπτος και το 1972 η Λιβύη απαγορεύουν την σπογγαλιεία στα χωρικά τους ύδατα και έτσι οι Ελληνες σφουγγαράδες έχασαν τους πλούσιους αυτούς βυθούς. Περιορίστηκαν στα ελληνικά νερά και τα διεθνή ύδατα της κεντρικής Μεσογείου με ετήσιο αλίευμα γύρω στους 40 τόνους σφουγγαριών, έναντι των 100-120 που έβγαζαν όταν δούλευαν και στις ακτές της Β. Αφρικής.
Το καλοκαίρι του 1986 ενέσκηψε και μεγάλη επιδημία που πολύ γρήγορα κατάστρεψε τους σπόγγους της Μεσογείου. Φαίνεται όμως ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία συμπλήρωσε τον κύκλο της και υποχώρησε, έχοντας όμως κάνει σημαντική ζημιά στους βιότοπους του σπόγγου.
Ο φυσικός σπόγγος αν και διαθέτει μοναδικές ιδιότητες, εκτοπίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα πλαστικά σφουγγάρια. Παρ’ όλα αυτά διατήρησε την εμπορική του αξία ως είδος πολυτελείας και ως διακοσμητικό.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΡΠΟΝ ΣΠΡΙΝΓΚΣ
Το Τάρπον Σπρίνγκς ιδρύθηκε το 1876 στην Φλόριντα, δίπλα στις όχθες του ποταμού Ανκλοτ και οι πρώτοι κάτοικοι του ήταν ψαράδες. Το 1890, ο τραπεζίτης Τζον Τσένι που είχε εγκατασταθεί εκεί τον προηγούμενο χρόνο, αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με την εκμετάλλευση των σφουγγαριών στην περιοχή. Επειδή όμως στο σημείο αυτό του Κόλπου του Μεξικού τα νερά είναι βαθιά, οι δουλειές του δεν πήγαιναν πολύ καλά γιατί οι ντόπιοι σφουγγαράδες χρησιμοποιούσαν γάτζους δεμένους σε μακριά κοντάρια και δεν έφταναν εύκολα τα σφουγγάρια.
Το 1904, ο Τζο Τσένι προσέλαβε στην επιχείρηση τον Ιωάννη Κόκκορη από το Λεωνίδιο Κυνουρίας, γόνο οικογένειας φημισμένων σφουγγαράδων. Ο Κόκκορης πρότεινε στον Τσένι να φέρουν μηχανήματα και δύτες από την Ελλάδα. Το 1905 έφθασαν στο Τάρπον Σπρινγκς οι πρώτοι Έλληνες δύτες μαζί με αεραντλίες, σκάφανδρα και άλλα εξαρτήματα, με τα οποία εξοπλίστηκε το πρώτο σκάφος που αγόρασε ο Τσένι και ονομάστηκε «Ελπίς». Το σπογγαλιευτικό επέστρεψε από το πρώτο του ταξίδι με φορτίο χιλιάδων δολαρίων, τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και το 1905 έφθασαν στο Τάρπον Σπρινγκς άλλοι πεντακόσιοι Έλληνες ναυτικοί -κυρίως από τα Δωδεκάνησα, αλλά και από την Αίγινα και την Υδρα.
Σε ένα χρόνο το Τάρπον Σπρινγκς άλλαξε όψη και από μικρό ψαροχώρι μεταμορφώθηκε σε πολυάσχολο εμπορικό κέντρο. Στη νέα τους πατρίδα οι Ελληνες σφουγγαράδες έφεραν τα έθιμά τους, τους χορούς, τη θρησκεία και τη γλώσσα τους. Τη δεκαετία του 1950 οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι ήταν περίπου 3.000 και έστελναν τα παιδιά τους σε ιδιόκτητο ελληνικό σχολείο. Την περίοδο 1947-57 ο βυθός του Κόλπου του Μεξικού καταστράφηκε από άγνωστη αρρώστια που σκότωσε τα σφουγγάρια και η κοινότητα των σπογγαλιέων δοκιμάστηκε σκληρά. Η θαλάσσια ζωή άρχισε να επιστρέφει το 1956, με αποτέλεσμα τη σταδιακή ανάκαμψη της σπογγαλιείας. Σήμερα, πολλοί από τους κατοίκους στο Τάρπον Σπρινγκς έχουν ελληνική καταγωγή.
Το σφουγγάρι στην Ελλάδα φαίνεται να ήταν γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια, αφού το αναφέρει και ο Oμηρος στα έπη του. Το αναφέρουν πολλοί άλλοι μεταγενέστεροι Eλληνες και Λατίνοι συγγραφείς για ποικίλες χρήσεις, όπως για παράδειγμα για να προστατεύονται οι πολεμιστές από ερεθισμούς και πληγές στο δέρμα τους λόγω της τριβής του θώρακα και της εξάρτησης. Το σφουγγάρι ή σπόγγος ζει σε πολλές θάλασσες του πλανήτη, τα ωραιότερα όμως σφουγγάρια αναπτύσσονται στη Μεσόγειο και κυρίως σε Κυρηναϊκή, Αίγυπτο, Συρία και Λίβανος. Καλής ποιότητας σφουγγάρια υπάρχουν επίσης στο Νότιο Αιγαίο, στα παράλια Ελλάδος και Τουρκίας. Από τα 4.000 είδη, εμπορεύσιμα είναι μόνο τέσσερα, με τις εμπορικές ονομασίες καπάδικα, φίνα, τσιμούχα και λαγόφυτα.
Συμπληρωματικά φίλοι μου,θά ήθελα να πώ ότι κατά τήν διάρκεια τού Β΄παγκόσμιου πολέμου η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ χρησιμοποιούσε τα σφουγγάρια.συμπιεσμένα για να καλύπτει τα συμπληρωματικά tanks με καύσιμα πού είχαν στό κήτοσ η τα φτερά των αεροπλάνων της,προκειμένου να τούς δώσει μεγαλύτερη εμβέλεια. Κι αυτό γιατί το σφουγάρι δεν καίγεται και συμπιεσμένο δηλαδή πρεσσαρισμένο γίνεται σαν μιά φλύδα πάχους 1 εκατοστού και δέν είναι διαπερατό από σφαίρα ή οποιαδήποτε βολίδα…..Στήν αυτοκινητοβιομηχανία χρησιμοποιείται ακόμα σήμερα στα σημεία τού αυτοκινήτου πού ΘΩΡΑΚΙΖΕΤΑΙ……