Ο Κώστας Φέρρης, για τον Νίκο Κούνδουρο… Παρίσι – Αθήνα, μια ολόκληρη εποχή.

Facebook
Twitter
LinkedIn

Της Λαμπριάνας Κυριακού

Είναι δύσκολο τις στιγμές της ζωής ενός σημαντικού ανθρώπου, όπως είναι ο Νίκος Κούνδουρος, να τις συνδέσεις μεταξύ τους για να δώσεις και σε αυτούς που δεν τον γνώριζαν από κοντά, την ακμάδα του μυαλού  του σκηνοθέτη.

Ξεκινώντας λοιπόν την κουβέντα μου με τον Κώστα Φέρρη για τον Νίκο Κούνδουρο, για να τον ερεθίσω να μου μιλήσει για τον αγαπημένο του φίλο και συνάδελφο, του ανάφερα  ένα περιστατικό του Κούνδουρου από το Παρίσι:

Ο Νίκος Κούνδουρος στον ιστορικό Μάη του ΄68, είχε διαφύγει από την Χούντα της Αθήνας και έμενε στο Παρίσι. Στη μεγάλη βραδιά της γαλλικής πρωτεύουσας με μια μερσεντές που διατηρούσε  μετέφερε φοιτητές, επαναστάτες και τραυματίες. Κάποια στιγμή είπε  ν΄ ανέβει   σπίτι του, στην οδό Ζακομπ  ,την παρκάρισε από κάτω και ανέβηκε. Οι διαδηλωτές είχαν διασκορπισθεί και στον δικό του δρόμο. Κάποιοι  ανέτρεπαν ένα αυτοκίνητο για να κάνουν οδόφραγμα, αφού το κάψουν. Ο Κούνδουρος βγαίνει στο παράθυρο και αυθόρμητα σιγοντάρει με έι ωπ –  ει ωπ, για την ανατροπή του αυτοκινήτου. Ξαφνικά ανακαλύπτει ότι το αυτοκίνητο αυτό είναι το δικό του.  Βγαίνει στο μπαλκόνι κρεμιέται και φωνάζει, καμαράντ καμαράντ, στοπ αμπιλαντ – αμπιλαντ. Ρεβουλοσιόν. Δηλαδή το αμάξι είναι νοσοκομειακό της Επανάστασης. Έτσι και το έσωσε τελευταία στιγμή.

Τι ήταν να του θυμίσω.  Ο  Κώστας Φέρρης ένας ποταμός αναμνήσεων:

Κανείς δε σηκώνει το τηλέφωνο.

Ηρακλείτου 7, στο Κολωνάκι. Στο κουδούνι δε γράφει  τ’ όνομά σου. Ούτε λίγο παραπέρα στην Πατριάρχου Ιωακείμ.

Μακεδονία, ανάμεσα στις Σέρρες και τη Νιγρίτα. Είναι ένα χωριό, η Πεπονιά. Πολύ κοντά περνάει ο Στρυμόνας. Εκεί, στο φυλάκιο, που έμενες με τη Μπριτ, τώρα μένουν μόνο περαστικοί, μετανάστες και πρόσφυγες.

Κι εμείς γεμίζαμε τον κουβά με πέτρες και λάδι, να σπέρνομε το ποτάμι όπως ο γεωργός τη σπορά του, και να σχηματίζεται στην επιφάνεια ένας καθρέφτης, ν’ ανανακλά τον ουρανό. Έτσι μας πήρε το Ποτάμι.

Κι ύστερα ήρθε ο Σήφης. Και πήγαμε στην Κρήτη, ανάμεσα στον Άγιο και την Ελούντα, στα βραχάκια.

Αγγέλιασμα. Οι εξωγήϊνοι στα Μετέωρα. Κρίση θανάτου, ημικρανίες. Γιώργος Κουκόπουλος, το πρώτο θύμα. Ο Ρένος του γράφει τους Μοτοσυκλετιστές, και φέρνει στην επιφάνεια τον Χάρο του Κοκτώ.

Δάφνις και Χλόη. Δόξες μεγάλες, πικρόχολοι δημοσιογράφοι.

Και ξαφνικά κατέβηκαν τα τανξ. Στην Πατριάρχου Ιωακείμ ο Γιώργος ο Μακρής, παίρνει το ασανσέρ για την ταράτσα, «ξανακατεβαίνει αμέσως».

Παρίσι, rue Bonaparte, τώρα μένουν κάποιοι φοιτητές, και στο δρόμο δεν έχει διαδηλώσεις. Το Ελληνικό Περίπτερο στη Cite Universitaire, ξαναμπήκε σε τάξη.

Και να η μεταπολίτευση, και με ρωτάς στο τηλέφωνο: «Να επιστρέψω;» Ναι, σου λέω, αλλά με προσοχή.

Τι τόθελα… Ακράτητος, ηγείσαι στην κατάληψη του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κι εμείς μαζί σου φυσικά.

Κι έρχεται στη ζωή σου η Σωτηρία. Κι ύστερα ταινίες και παραστάσεις απανωτές. Ταξίδια, Νέα Υόρκη, Στρασβούργο, Βρυξέλλες, Παρίσι και πάλι Παρίσι. Και πάλι ταινίες, και πάλι παραστάσεις. Ο Μάνος δεν αντέχει πιά τέτοια ζωή, και φεύγει.

Σημαδιακή σύναξη στην οδό Τσαμαδού, για τον Νόμο Γερουλάνου. Όλοι είναι εκεί, όλοι είναι εναντίον, πλην ενός. Οι «παλαιοί πολεμιστές» δεν καταφέρνουν να μονιάσουν. Κι εσύ επιστρέφεις στο σπίτι, στο Μετς, κι εκεί σε περιμένει η βία. Το κορδόνι που σε κρατάει στον αγώνα, σπάει.

Από κεί και πέρα, ένας-ένας, φεύγουν. Τίποτα δεν τους κρατάει πιά στη ζωή. Νικολαϊδης, Αγγελόπουλος, Παναγιωτόπουλος, ακόμα κι ο πάντα βιαστικός, Θανάσης. Τελευταίος, ο φίλος από τη δεκαετία του 1960, Γιάννης ή Αλέξης –δεν παίζει πιά κανένα ρόλο.

Τώρα, το Ποτάμι, καθρεφτίζει τα Μετέωρα, το Αγγέλιασμα, τον Παράδεισο. Κι είναι όλοι αυτοί μαζεμένοι, να σε υποδέχονται. Εσύ σκαρφαλωμένος στο βουναλάκι, ψάχνεις με το βιζέρ γιά μια καλή οπτική γωνία.

Και νάσου, από μακρυά, έρχεται τρέχοντας ο Θανάσης, σκαρφαλώνει κι αυτός στο βουναλάκι, σε πλησιάζει και απλώνει το χέρι του.

Φαντάρε, πιάσε ένα φρούτο…”

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.