Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Περπατώντας ένα απογευματάκι στο Κιάτο, πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια, είδα κάτω στην παραλία , στο ύψος της πλατείας, πίσω από μια μικρή παιδική χαρά με δυο τραμπάλες και δυο μισο-ξεχαρβαλωμένες κούνιες, μια πολύ γνωστή φιγούρα να κόβει βόλτες. Μόνος. Μου φάνηκε πολύ γνωστός.
Με ένα άσπρο,. φαρδύ παντελόνι, ένα κόκκινο πουκάμισο με καρώ, και αραιά μαλλιά που στα πιο πρώιμα χρόνια, θα πρέπει να ήταν ξανθά.
Πλησίασα και αναγνώρισα στον Ντίνο Καρύδη. Μια πολύ παλιά γνωριμία, από τη δεκαετία του ’60 για την πανέμορφη τριμελή οικογένεια του οποίου είχα γράψει στην “Αθηναική” – όταν είχε επανεκδοθεί, τέλη της δεκαετίας του ’90, με διευθυντή τον Κώστα Σκούρα- ένα κομμάτι με τίτλο που δεν τον θυμάμαι αλλά πάντως αναφερόταν στην κόρη του. Ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας ο Ντίνος στα νιάτα του, είχε παντρευτεί μια πάρα πολύ όμορφη ηθοποιό, τη Τζούλια Αργυροπούλου και που πρόσφατα είχα μάθει ότι είχε μια κόρη η οποία ξεκινούσε την καριέρα της στο θέατρο. Ή την τηλεόραση. Ή και τα δυο. Με είχε εντυπωσιάσει μια φωτογραφία της που έδειχνε ένα κορίτσι που συνδύαζε την ομορφιά του Ντίνου και της Τζούλιας. Και με είχε εντυπωσιάσει και το όνομά της : Σμαράγδα.
Ναι, ήταν ο Ντίνος. Αν και ποτέ δεν ήμασταν στενοί φίλοι, η συγκίνηση αυτής της τυχαίας συνάντησης ήταν μεγάλη και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Και μου έλεγε και τού έλεγα. Είχε σπίτι στο Κιάτο. Είχα κι εγώ σπίτι στο Κιάτο. Και τον κάλεσα να πιούμε ένα κρασάκι, να τον γνωρίσω στη γυναίκα μου . Το απόγευμα που θα ερχόταν, επειδή το σπίτι μου ήταν στον παραλιακό δρόμο που δεν είχε ούτε όνομα, ούτε αριθμό, είχα βγει στη βεράντα και κοίταζα το δρόμο να δω πότε θα έφτανε. Επειδή η απόσταση ήταν μεγάλη από τον αστικό ιστό του Κιάτου, ήμουνα βέβαιος ότι θα ερχόταν με αυτοκίνητο. Και τον είδα από μακριά, να φτάνει πάνω σε ένα ποδήλατο, φορώντας έναν καταπληκτικό παναμά στο κεφάλι και ένα κοντό παντελόνι. Κοίταζε να αναγνωρίσει το σπίτι όπως τού το είχε περιγράψει.
Έβαλα τις φωνές, με άκουσε, έστριψε, ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μιλώντας τουλάχιστον ασταμάτητα για δυο ώρες διηγούμενοι τη ζωή μας, ξαναγίναμε φίλοι. Στενοί αυτή τη φορά. Κι αγαπημένοι. Είμαστε ακόμα.
Η αδυναμία του για τη Σμαράγδα που πλέον είχε γίνει πρωταγωνίστρια και την παρακολουθούσα κι εγώ στην πορεία της κυρίως γιατί ήταν το παιδί του Ντίνου και της Τζούλιας, ήταν τεράστια. Όλο γι αυτή μιλούσε.
Τα χρόνια που πέρασαν μέχρι τις μέρες μας , τα σημάδεψαν η επιστροφή του στο θέατρο, η ιλιγγιώδης πορεία της Σμαράγδας προς την κορυφή και οι αρρώστιες μας. Και οι δικές μου και οι δικές του και της Τζούλιας. Χανόμασταν, ξαναβρισκόμασταν, βριζόμασταν, αγαπιόμασταν….
Και μια μέρα, το περασμένο καλοκαίρι, με πήρε στο τηλέφωνο και μού είπε συγκινημένος: “Θα ξαναπαίξω στην τηλεόραση”. Δεν ήξερε ακόμα τι ρόλο, πόσα επεισόδια, πόσα λεφτά…αλλά δεν είχε καμία σημασία. “Ένα ρολάκι μάλλον θα είναι και μόνο για 3-4 επεισόδια” μού είπε. Και έτσι ήταν. Αλλά για τον Ντίνο που μόλις “έβγαινε” από άλλη μία περιπέτεια της υγείας του και μία της Τζούλιας, ήταν αρκετό.
Τον έβλεπα τις προάλλες στο επεισόδιο του “Λόγω Τιμής” που έτσι κι αλλιώς τελειώνει και τον σκεφτόμουν με τον παναμά στο κεφάλι, το κοντοβράκι του, πάνω στο ποδήλατο να ψάχνει το σπίτι μου. Το μυαλό μου πήγε αυτόματα στην περίφημη σκηνή του στην “Αλίκη στο Ναυτικό” , εκεί που από καθαρή τύχη είχε γλυτώσει το μάτι του από την ξιφολόγχη του όπλου που πολεμούσε να κρατήσει σωστά η Αλίκη αλλά δεν μπορούσε. Και σκεφτόμουν ότι τη Σμαράγδα δεν την έχω γνωρίσει ποτέ από κοντά.
Νάσαι καλά φίλε. Το τηλέφωνό μου το ξέρεις.