Παιδί του Δημοτικού καταλάβαινα και δεν καταλάβαινα τον “Βροχοποιό” του Ρίτσαρντ Νος, στον οποίο πρωταγωνιστούσε. Μα μιλημένη από τη μάνα και τον πατέρα μας προσπαθούσα να φανώ αντάξια της εμπιστοσύνης τους, αφού μάς έλεγαν:”Δε θα ΄ναι εύκολο, μα σού έχω εμπιστοσύνη μπορείς να νιώσεις και να καταλάβεις”.
“Α! Πόσο μικρές και πόσο ήσυχες! Τα καημένα!” είπε, όταν τον συναντήσαμε στα καμαρίνια. Ακόμα μέχρι σήμερα, πλησιάζοντας τα -όντα, δεν έχω καταλάβει αν εκείνες οι κουβέντες του ήταν χάδι. Ή εάν με εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο του, τον αφοπλισμένο από σοβαροφάνεια, τον ντυμένο με χάρη ήθελε να μάς μεταδώσει την αίσθηση του ανεξάντλητου που μόνο το Θέατρο,όλες οι Τέχνες σε μία,-μπορεί να μεταδώσει.
Έκτοτε, πολλές φορές ακολούθησα τα βήματα του στο σανίδι ή σε πλάνα μαυρόασπρα. Μα εκείνο το “Α!”έμεινε μέσα μου πραγματικότητα ονειρική. Το κισμέτ το θέλησε να συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο,μετά από χρόνια, και σχεδόν να αγγίξουμε τη φιλία.
Αφορμή στάθηκε η παρακάτω αλγεινή περίσταση.
~~~~~
Κυριακάτικο ξύπνημα
Μόλις ακούω το όνομα του στην άλλη άκρη της αέρινης γραμμής, τον παίρνω αμπάριζα.
“Λένε πως και οι μύθοι αλλάζουν, περνούν όπως όλοι και όλα. Δεν το πιστεύω. Ακόμα κι αν είναι “Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα”*. Ορίστε! Και μόνη η φωνή σας είναι πλασμένη για τον χρόνο τον άχρονο. Ω! Δεν μπορεί να το έχετε ξεχάσει: ” Ώρα μεταξύ μέρας και νύχτας. Χωρίς ημερομηνία. Η ημέρα ήταν χωρίς ημερομηνία”**
Δεν μπορεί να έχετε ξεχάσει, συνεχίζω. “Πρέπει να προστατέψουμε το φεγγάρι, γιατί η γη σκοπεύει να καθίσει επάνω του. ..Έναν άνθρωπο, έναν άνθρωπο να δω να μιλήσω μ΄έναν άνθρωπο. Άνδρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία”** Μιλήστε, λοιπόν. Με τόσους γνωστικούς τριγύρω, όλα αναποδογυρίζονται, γκρεμίζονται. Μήπως είναι η πιο κατάλληλη ώρα να ξαναβγείτε στο σανίδι με “Το ημερολόγιο ενός τρελού;”. Μήπως ήλθε η ώρα να πάψετε να λέτε: “Ήταν λάθος να γίνω ηθοποιός”***.
Η απόλυτη σιωπή φρενάρει τον ενθουσιαστικό μου μονόλογο. Μιλάω στο βρόντο;
-Εμπρός; Εμπρός;….
-Σας ακούω. Θέλω να το πιστέψετε. Σας ακούω πολύ προσεκτικά. Μα… Μα… Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κ. Φαράκο. Τον κ. Γρηγόρη Φαράκο;
-Και βέβαια.
Σύντροφε, τρέχω. Ο Δημήτρης Χορν. Ο Δημήτρης Χορν.
Πετάω! Σήμερα πετάω. Δεν χωράει αμφιβολία. Η συνέντευξη που δημοσιεύεται σήμερα στον “Ριζοσπάστη”, η πρωτοσέλιδη προβολή της είναι η αφορμή. Πάω κι έρχομαι ανυπόμονη. Τί κυριακάτικο πρωϊνό κι αυτό. Καλά κάνανε και είχαμε και εσωτερική γραμμή. Σπίτι -“Ριζοσπάστης”, σπίτι -Κόμμα. Αλλιώς, στα χαμένα της ζωής μου θα μετρούσα και την ευκαιρία: Δημήτρης Χορν.
Προσπαθώ διακριτικά να καταλάβω τη συνομιλία. Εκτός από το “Καλημέρα σας” δεν ακούω τίποτα άλλο. Μα κι αυτός ο άνθρωπος. Για να ανοίξει το στόμα του, να γίνει οικείος, πρέπει πρώτα να διυλίσει την κάθε λέξη. Επί τέλους, δεν τηλεφωνεί ο οποιοσδήποτε. Τον καλεί ο Δημήτρης Χορν. Η πίεση μου στο ζενίθ, όταν ξανακούω: “Καλημέρα σας”.
Είμαι έτοιμη να ουρλιάξω για τις δυο ευγενικές, αλλά κοφτές καλημέρες. Ξαφνιάζομαι όμως. Ανησυχώ. Πελιδνός. Πιο πελιδνός, απ΄ό,τι από φυσικού τους οι Μανιάτες, κάθεται στην πολυθρόνα, ανάβει την πίπα του αργά-αργά. “Έχουμε λίγο κονιάκ;” ρωτάει. Το πίνει μονορούφι. Κάτι που δεν συνηθίζει. Βάζει κι άλλο, κι άλλο. Κι αυτά μονορούφι. “Ντρέπομαι” μου λέει. “Ντρέπομαι. Την πολυδιαφημισμένη στον “Ριζοσπάστη” συνέντευξη την έχει κατεβάσει από το κεφάλι της”.
Για να μη μείνει τίποτα όρθιο στην ελληνική γλώσσα, μόδα είναι στις μέρες μας την ψεύτικη- επινοημένη είδηση να τη λένε fake news. Η εφημερίδα με διευθυντή τον Γρηγόρη Φαράκο δημοσίευε ολόκληρη συνέντευξη fake. Ουδέποτε είχε μιλήσει η συντάκτρια με τον Δημήτρη Χορν, που τηλεφώνησε για να πει: “Εάν δεν προχωρώ σε μήνυση, είναι γιατί εκτιμώ εσάς προσωπικά. Άλλωστε, να ξέρετε, και ο Πρόεδρος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και ο Τάκης Λαμπρίας έχουν την ίδια άποψη για το πρόσωπο σας”.
Από την Δευτεριάτικη σύσκεψη της εφημερίδας, ο Δημήτρης Δανίκας υπεύθυνος του καλλιτεχνικού, όλο το τμήμα του, αλλά και οι δημοσιογράφοι όλων των άλλων τμημάτων φεύγουν κατηφείς, μουδιασμένοι, απογοητευμένοι. Ο “Κυριακάτικος Ριζοσπάστης” με τα ανοίγματα του στην κοινωνία, είχε φτάσει τα 50.000 φύλλα. Γιατί αυτός ο λεκές; Τίποτα δεν μένει κρυφό κάτω από τον ήλιο. Ο κόσμος βούιξε. Η Αγγελική Κώττη λέει πως έκτοτε τη μυθομανή κυρία, στους δημοσιογραφικούς κύκλους, την αποκαλούσαν Κα Χορν.
Τί να το κάνεις; Οι μουτζούρες στο κούτελο δεν σβήνουν με τη γομολάστιχα. Ούτε μπορείς να πιάσεις το μολύβι και να ξαναγράψεις τη ζωή σου. Μπορεί όμως η ζωή σου να γίνει μάθημα ζωής.
Μετά από χρόνια, όταν ο Γρηγόρης Φαράκος, ψάχνοντας χαρτί το χαρτί στα αρχεία της Ιστορίας, φέρνει καινούρια ντοκουμέντα στο φως. Ο Παύλος Τσίμας γράφει:” Ο Γρηγόρης Φαράκος .. συνυπαίτιος, μέτοχος του μέγιστου των δραμάτων του 20ου αιώνα. Της κομμουνιστικής εφόδου στον ουρανό και της διάψευσης του ονείρου…χωρίς θυμό προδομένου, χωρίς την αγωνία της εκ των υστέρων δικαίωσης, και χωρίς την ευκολία του ανανήψαντος…σχίζει τις παρωπίδες, αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια…”****
Χωρίς να ισχυρίζεται, θα πρόσθετα, ότι προσφέρει την τελευταία λέξη. Ξέρει πως η αναζήτηση της αλήθειας είναι ένας τραχύς, ατέλειωτος ανήφορος. Είναι πολλά τα χαράματα που τον βρίσκω κάτασπρο. Πελιδνό όπως εκείνο το μακρινό κυριακάτικο πρωϊνό να με περιμένει με ζεστό καφέ και λαχτάρα να ξανοιχτεί: “Κοίτα! Κοίτα, τί βρήκα! Δες, πόση συγκάλυψη και παραπλάνηση όταν ρισκάριζα το κεφάλι μου”.
Το κεφάλι του, το πόδι του τα σωθικά του όλα τρυπημένα από σφαίρες. Διαβάζω το φωτοτυπημένο χειρόγραφο. Δεν υπάρχει, σκέφτομαι, πιο βασανιστική αιχμαλωσία από εκείνη που ξεκινά από ένα όνειρο. Μα και πάλι, αν λείψει ολότελα το όνειρο πώς θα μπορέσουμε να ανασάνουμε μέσα σε έναν κόσμο αιμάτων και θρήνων, όπου ο παράς “Ο πάντα κάλπικος”***** είναι το μέγιστο ζητούμενο;
~~~~~~~~~~~~~~~~~
*Έργο του Ευγένιου ο΄Νηλ στο οποίο έπαιζε ο Δημήτρης Χορν
**Νικολάι Γκόγκολ “Το ημερολόγιο ενός τρελού “με τον Δημήτρη Χορν
*** Κάτι που επαναλάμβανε συχνά – πυκνά ο Δημήτρης Χορν
****”Είπαν ή έγραψαν για δυο βιβλία του Γρ. Φαράκου”
*****”Η κάλπικη λίρα” ταινία με τον Δημήτρη Χορν
Σημ. ”Το Κυριακάτικο ξύπνημα” Από το βιβλίο “Όπως τα έζησα” της Ε. Καρύδη Φαράκου