Ντάλτον Τράμπο. “ Ο Τζόνι πήρε το όπλο του”
Κείμενο και σκίτσο Γιάννης Κουτσοκώστας
Ο άνθρωπος που βλέπετε στο σκίτσο μο, ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστός. Είναι ο Ντάλτον Τράμπο, Αμερικανός συγγραφέας, διάσημος για το αντιπολεμικό μυθιστόρημα “Ο Τζόνι πήρε το όπλο του” και σεναριογράφος σε δεκάδες ταινίες για δύο από αυτές τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ. Πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου, το 1976 και έμεινε στην ιστορία ως ο σεναριογράφος, που προσπάθησε να σώσει την τιμή του Χόλιγουντ στα σκοτεινά χρόνια του Μακαρθισμού. Και ήταν από τους ελάχιστους.
Έντονα πολιτικοποιημένος, διανοούμενος, δεν έκρυψε τις αριστερές πεποιθήσεις του για τις οποίες υπέστη πρωτοφανείς διωγμούς από το Χόλιγουντ, στα χρόνια του Μακαρθισμού (1947-1960). Το όνομά του βρισκόταν στην κορυφή της διαβόητης Μαύρης Λίστας, δηλ. των ανθρώπων που θεωρούνταν φιλικοί προς τη Σοβιετική Ένωση και γι’ αυτό κανένα στούντιο παραγωγής δεν δεχόταν να συνεργαστεί μαζί τους. Ό ίδιος έχασε τη δουλειά του, το σπίτι του, φυλακίστηκε, αυτοεξορίστηκε στο Μεξικό, αλλά ποτέ δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας, ούτε “κάρφωσε” στην περιβόητη Επιτροπή αντιαμερικανικών ενεργειών συναδέλφους του, όπως έκαναν αρκετοί μεγάλοι σταρ της εποχής.
Αντίθετα συνέχισε να γράφει σενάρια για ταινίες με ψευδώνυμο, δυο από τα οποία μάλιστα κέρδισαν Όσκαρ. Ήταν για τις ταινίες “Διακοπές στη Ρώμη” (1953) και “Ο Γενναίος” (1956), τα σενάρια είχαν δηλωθεί με άλλα ονόματα, με αποτέλεσμα τα αγαλματίδια να του απονεμηθούν αναδρομικά, πολλές δεκαετίες αργότερα.
Ο Ντάλτον Τράμπο, γεννήθηκε στο Μοντρόουζ του Κολοράντο στις 9 Δεκεμβρίου 1905. Από μικρός είχε κλίση προς τη δημοσιογραφία και, μαθητής ακόμα στο γυμνάσιο, κάλυπτε το δικαστικό και εκπαιδευτικό ρεπορτάζ σε τοπική εφημερίδα του Γκραντ Τζακσιον, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου εργάστηκε για οκτώ χρόνια ως αρτεργάτης. Παράλληλα δημοσιογραφούσε σε περιοδικά, παρακολουθούσε μαθήματα στο University of South Carolina και έκανε τις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες, χωρίς πάντως να βρει εκδότη.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’30 προσλήφθηκε στη Warner Bros ως αναγνώστης (μία ειδικότητα που «χτένιζε» τα σενάρια πριν την τελική έγκρισή τους). Την ίδια περίοδο εξέδωσε και το πρώτο του βιβλίο, το μυθιστόρημα “Έκλειψη”, με εμφανείς επιρροές από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Το 1937 προήχθη σε σεναριογράφο και πολύ σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο ακριβοπληρωμένους του Χόλιγουντ, με εβδομαδιαίες απολαβές που έφταναν τα 4.000 δολάρια. Το 1940 έλαβε την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ, για το διασκευασμένο σενάριο της ταινίας “Κίτι Φόιλ” (ελληνικός τίτλος: Το δράμα μιας γυναίκας). Ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει το θεωρούμενο ως σημαντικότερο μυθιστόρημά του, το “Ο Τζόνι πήρε το όπλο του”, μια αμείλικτη κριτική στο μιλιταρισμό και τον πόλεμο.
Το 1947 κλήθηκε στο Κογκρέσο για να καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, η οποία ερευνούσε την «άλωση» του κόσμου του θεάματος από κομμουνιστές.
Μαζί με εννέα ακόμα σεναριογράφους και σκηνοθέτες, ο Τράμπο παρουσιάστηκε αλλά αρνήθηκε να καταθέσει, υποστηρίζοντας ότι τέτοιες διαδικασίες καταστρατηγούσαν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία συνείδησης. Οι Δέκα, όπως πέρασαν στην ιστορία, απολύθηκαν αμέσως από τις εργασίες τους, ο δε Τράμπο το 1950 πέρασε και έντεκα μήνες στη φυλακή για την άρνησή του να συνεργαστεί με την Επιτροπή.
Μετά την αποφυλάκισή του αυτοεξορίστηκε στην Πόλη του Μεξικού, γράφοντας σενάρια για μεξικάνικες ταινίες και βιβλία. Έστελνε επίσης σενάρια σε εταιρείες παραγωγής του Χόλιγουντ, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο ή παρένθετα πρόσωπα. Στο Μεξικό έζησε περίπου μια δεκαετία. Με την υποχώρηση του μακαρθισμού και της Μαύρης Λίστας, επέστρεψε στις ΗΠΑ και ξανάπιασε δουλειά σε υπερπαραγωγές όπως ο Σπάρτακος και ο Πεταλούδας. Γενικά, υπήρξε ένας από’ τους «μάγους» του διασκευασμένου σεναρίου, δηλ. της μετατροπής ενός βιβλίου σε κινηματογραφικό σενάριο.
Το 1971 έκανε και τη μοναδική σκηνοθετική του απόπειρα, γυρίζοντας σε ταινία το “Ο Τζόνι πήρε το όπλο του”.
Πέθανε από καρδιακή προσβολή στο Λος Άντζελες στις το 1976. Σύμφωνα με την επιθυμία του, το σώμα του δεν θάφτηκε, αλλά χρησιμοποιήθηκε για ερευνητικούς σκοπούς.