του Γρ. Ξενόπουλου σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου – Θέατρο Τέχνης
Κριτική: Μιχαέλα Αντωνίου
Κάθε σκηνοθέτης, όπως οφείλουμε πια να παραδεχτούμε ανοιχτά, ανεβάζει ένα έργο επειδή τον ενδιαφέρει, το προσεγγίζει με βάση τα βιώματά του και το προσαρμόζει συνειδητά ή ασυνείδητα, εμφανώς ή κεκαλυμμένα στον χωροχρόνο του.
Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν τόσο στο ελληνικό όσο και στο παγκόσμιο θέατρο απ’ τη στιγμή που εδραιώθηκε η θέση του σκηνοθέτη. Η σπουδαιότητα ή η διαχρονικότητα μιας παράστασης επαφιόταν, και επαφίεται ακόμα, σε στοιχεία όπως η ευαισθησία, η οξύτητα του πνεύματος, η καλλιέργεια ή σε αυτό που τόσο αόριστα και συγκεχυμένα ονομάζουμε ταλέντο. Γι’ αυτό και η εμφάνιση του παπά να ψαλμωδεί στους Όρνιθες του Κάρολου Κουν εξακολουθεί να μιλά στην καρδιά της ελληνικής κοινωνίας μετά από παραπάνω από πενήντα χρόνια από την πρώτη τους παρουσίαση, γιατί ο Κουν γνώριζε εκ βαθέων τις ρίζες της κουλτούρας του ελληνικού λαού. Φυσικά καμία παράσταση δεν φτιάχνεται για να παρουσιαστεί σε πενήντα χρόνια. Αντιθέτως, οι παραστάσεις και οι ερμηνείες των σκηνοθετών και των ηθοποιών είναι επικαιρικές, περαστικές και βραχύβιες. Δημιουργούνται για να παρασταθούν στο σήμερα, για το σημερινό κοινό, στη σημερινή εποχή. Αυτό ακριβώς κάνει και η Λένα Κιτσοπούλου με το Χαίρε Νύμφη του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μελό και ξεπερασμένο – μια νεαρή, η Ρόζα, διαφθείρεται από έναν πλέιμπόι και καταλήγει πόρνη – αν δεν το είχε γράψει ένας αριστοτέχνης δραματουργός, όπως ο Ξενόπουλος, και δεν το είχε διασκευάσει με τόση μαεστρία η Κιτσοπούλου. Στόχος της Κιτσοπούλου είναι να μιλήσει για τους ανθρώπους, τις σχέσεις, τη ζωή και το θάνατο και να θέσει ως ζωοδόχο πηγή, αλλά και πηγή δεινών, τον έρωτα. Έναν έρωτα έντονο, παθιασμένο, σκοτεινό, επώδυνο και διαφθαρμένο, που οδηγεί στην καταστροφή της ύπαρξης. Προσθέτει προσωπικά της βιώματα, που, όπως σχολιάζει αυτοσαρκαζόμενη και προβληματισμένη στην παρλάτα μεταξύ των δύο μερών της παράστασης, αν τα είχε ζήσει την εποχή της Ρόζας, να την είχαν οδηγήσει σε παράλληλα μονοπάτια. Η σκηνοθέτης επικεντρώνεται επίσης στην θεματική της αυτοχειρίας, βάζοντας την Ρόζα να αυτοκτονεί στο τέλος του έργου, προσθέτοντας απόσπασμα κειμένων της επίσης αυτόχειρα Sarah Kane και αφιερώνοντας ένα σεβαστό μέρος του προγράμματος σε κείμενα καλλιτεχνών που έχουν αυτοκτονήσει. Συνολικά, λοιπόν, δημιουργεί μια παράσταση και ένα παραστατικό περιβάλλον σκληρό και επικίνδυνο, που καραδοκεί και παγιδεύει τα αθώα και ανυποψίαστα θύματα με ψυχή, καρδιά, σώμα και δίψα για ζωή.
Η παράσταση εντάσσεται στην ανοιχτή σκηνή, που διαμορφώνει λιτά, αλλά με έντονες χρωματικές αντιστίξεις, η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου. Η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τον χώρο πέραν της σκηνής για να διευρύνει την παράσταση χωρικά και νοηματικά. Δημιουργεί εικόνες που σοκάρουν και ενεργοποιούν. Όμως μερικές φορές τραβάει τις δράσεις περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται, εμμένοντας να καταδείξει μια πράξη ή ένα συναίσθημα. Έτσι, φτιάχνει μια μάλλον αντιαισθητική σεκάνς με τα δύο αγόρια να τρίβουν τα γεννητικά τους όργανα περιμένοντας την εμφάνιση ενός θηλυκού. Ή εισάγει στη σκηνή έναν τραγουδιστή που είναι μια διασταύρωση χαμηλής ποιότητας επιθεωρησιακού ηθοποιού και τροφίμου της Αννίτας Πάνια, με μοναδικό, ίσως, στόχο να χρησιμοποιήσει την σύγχρονη αισθητική της αποσυντιθέμενης κοινωνίας μας. Αν έλειπαν αυτά τα κομμάτια νομίζω ότι η παράσταση θα είχε μόνο να κερδίσει. Επιπλέον θα επέτρεπε στον θεατή να απολαύσει περισσότερο σημεία όπως η συνεύρεση μεταξύ του τριαντάρη πια πλέιμπόι και της τέως παρθένας νυν πόρνης, όπου παρουσιάζεται με ιδιαίτερη οξύνοια το χάος που χωρίζει τους δύο πρωταγωνιστές, θύμα και θύτη, δείχνοντάς τους να συνευρίσκονται από απόσταση, δημιουργώντας μια πλαστική και χρωματική σύνθεση με το κορμί του Γιάννου Περλέγκα και τα χέρια της Μαρίας Πρωτόπαππα. Τέλος, θα πρότασσε ακόμα περισσότερο την ανθρώπινη, ευαίσθητη και αιωνίως σύγχρονη θεματική της παραστάμενης σύνθεσης.
Οι ηθοποιοί της παράστασης φαίνεται να έχουν δουλέψει πολύ και έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα ομοιογενές σύνολο. Οι Κώστας Σιλβέστρος, Κώστας Ανδρικόπουλος, Κώστας Παπαγεωργίου και Ελένη Κατωμέρη είναι ακριβείς και οργανωμένοι. Η Κιτσοπούλου ως Νέλλη είναι περισσότερο μονοδιάστατη και μονοσήμαντη από τον ήδη μονοδιάστατο και μονοσήμαντο ρόλο της τριαντάρας αρτίστας ελαφρών ηθών. Ακολουθεί επίσης μια αισθητική ρατέ και υπέρ το δέον πρόστυχη, σ’ ένα ρόλο που φέρει από μόνος του μια εγγενή προστυχιά. Η προσθήκη της υβρεολογίας είναι κατ’ ουσίαν περιττή. Ο Γιάννης Κότσιφας τόσο ως Τοτός, όσο ως Χρηστάκης, αλλά και ως μεταμοντέρνος, ημίγυμνος Έρως χρησιμοποιεί μια γκροτέσκο υποκριτική προσέγγιση, που τον οδηγεί φορές στην υπερβολή κι άλλες σε μια μονότονη εκφορά που μπορεί να γίνει κουραστική. Καταφέρνει όμως να σχηματοποιήσει διαφορετικούς τύπους, που φαίνεται να είναι αυτό που του έχει ζητήσει η σκηνοθέτης τους. Η Ιωάννα Μαυρέα ως Ανδρομάχη, Ευριδίκη και Χαρίκλεια φτιάχνει μια κακομοίρα σπιτονοικοκυρά και μια σκληρή και αδυσώπητη μάνα, που τρώει το σάντουίτς της όπως έχει φάει τη ζωή της κόρης της. Αλύγιστος μα αποσαθρωμένος είναι ο Βασίλης του Γιάννη Καπελάρη, ενώ ο Αργύρης του Αλέξανδρου Τσώτση έχει μια ανθρωπιά, που σε κάνει να κατανοείς τις πράξεις του. Η Ντάνη Γιαννακοπούλου ως Νότα και Γεωργία παρουσιάζει δυο διαφορετικές γυναίκες με σάρκα και οστά, που κινούνται και αναπνέουν στον κόσμο της παράστασης και εξελίσσονται στην διάρκεια του έργου. Ο Γιάννος Περλέγκας ως διεφθαρμένος γόης και ευκατάστατος αστός φανερώνει έναν ηθοποιό με συναισθηματικό βάθος και ιδιαίτερη σκηνική ποιότητα. Και τέλος, η Μαρία Πρωτόπαππα, από αγνή και αμόλυντη παρθένα μεταλλάσσεται σε σύγχρονη ξεπεσμένη πόρνη, χωρίς στιγμή να σε κάνει να αμφιβάλεις ότι είναι και τα δυο.
Μια παράσταση που αξίζει να δείτε.
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Λ. Κιτσοπούλου
Ερμηνεύουν: Μ. Πρωτόπαππα, Γ. Περλέγκας, Γ. Κότσιφας, Λ. Κιτσοπούλου. Σκην.-κοστ.: Έλ. Παπαγεωργακοπούλου. Μουσ.: Ν. Κυπουργός. Φωτ.: Ν. Βλασσόπουλος.
Τέχνης «Κάρολος Κουν»
Φρυνίχου 14, Πλάκα
Τηλ.: 2103222464
Χαίρε νύμφη
Παραστάσεις: Βραδ: Πέμ.-Σάβ. 9.15 μ.μ., Κυρ. 8 μ.μ.
Εισ.: € 20, φοιτ.: € 15 (Σάβ., Κυρ.), € 15, φοιτ.: € 10 (Πέμ., Παρ.), νεανικό κάτω των 25 ετών: € 10.
Διάρκεια: 120′