Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου Ο Γητευτής Ρόμπερντ Ρέντφορντ
“Πηγαίναμε στην κηδεία του γιου μας, κι εσένα σε ένοιαζε τί θα φορέσω”.
Αυτή η αφοπλιστική ατάκα του Ντόναλντ Σάδερλαντ προς την Μαίρη Μουρ, είναι το γαϊτανάκι γύρω από το οποίο καθένας από τους”Ordinary people -Συνηθισμένοι άνθρωποι”, τυλίγουν μια κορδέλα, προσπαθώντας να συνέλθουν από τον πνιγμό ενός από τους δυο γιους, μιας δυσλειτουργικής οικογένειας. Πρωταρχικό κοινωνικό κύτταρο, τα μέλη του οποίου, ήδη ζώντας κάτω από τρομερές συνθήκες πίεσης και ψυχολογικής φθοράς. Με το θάνατο,- οριακή κατάσταση,- αποκαλύπτονται πλήρως, με αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Ο κλονισμός της οικογένειας κάνει αναγκαστική την παρουσία και βοήθεια ψυχιάτρου. Ως σκηνοθέτης ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, σαν τις ακτίνες Χ τρυπάει την επιφάνεια και φτάνει στο υπέδαφος του ψυχισμού. Τη ρίζα του κακού, απ΄ όπου φυτρώνουν τα δηλητηριώδη βλαστάρια.Ψευτιά, υποκρισία, ανειλικρίνεια. Απέναντι στον εαυτό μας, απέναντι στους άλλους. Με τους “Συνηθισμένους ανθρώπους”,- πες Εγώ, Εσύ, Εμείς,- Δίκαια κερδίζει Όσκαρ σκηνοθεσίας, αφήνοντας εκτός τον Μάρτιν Σκορτσέζε με το “Οργισμένο είδωλο”.
Ο Ρόμπερτ, ο αγαπημένος Μπομπ, ως ηθοποιός σε κωμωδία, δράμα ή πολιτικό θρίλερ φυσάει στους χαρακτήρες ζωή. Τους κάνει να υπάρχουν ως όντα πραγματικά, όχι σκίτσα φαντασίας. Σ΄αυτήν την αλήθεια, με διαρκώς ανανεούμενα βιώματα, κατορθώνει να φτάσει στη μαγεία του ήθους ποιείν ως αντιστάρ, αριστερός, ακτιβιστής. Στη ζωή και στην οθόνη.
Το κωμικό είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Σοβαρός παίζει δίπλα στον επιστήθιο φίλο του, επίσης ποιητή ήθους, Πωλ Νιούμαν. Τί δίδυμο κι αυτό! Στις ταινίες “Το κεντρί” και ” Batch Cassidy and the Sundance Kid- Οι δύο ληστές”. Στην πρώτη, μέσα από επαναλαμβανόμενες ανατροπές και εκπλήξεις ευτελίζουν τον διάχυτο ως αντίληψη και στάση ζωής αμερικάνικο γκαγκστερισμό. Στη δεύτερη, μάς “αφηγούνται” την πραγματική ιστορία δύο ληστών του 1800, των Κάσσιντυ και Κιντ. Αλλά, η Τέχνη δεν είναι φωτογραφική αντιγραφή. Κι αυτό, κι οι δυο τους, το ξέρουν πολύ καλά. Με τον τρόπο που κινούνται, χειρονομούν, συνεννοούνται κάνουν θεμιτό ακόμα και τον φιλικό αστεϊσμό με δύο ληστές. Κορύφωση του ανυπέρβλητου ταλέντου τους, καθώς κυνηγημένοι από την έννομη τάξη διασχίζουν τον αμερικάνικο Βορρά για να φτάσουν στην Βολιβία με μόνιμη έγνοια τους: “Πού θα βρουν μέρος να κρεμάσουν τα καπέλα τους!”
Για την ανεπανάληπτη σε χιούμορ και νεανική ευαισθησία ταινία: “Ξυπόλυτοι στο πάρκο”. Η συμπρωταγωνίστρια του, αγέραστη Τζέην Φόντα εκμυστηρεύεται :”Ήμουν τρελά ερωτευμένη με τον Μπομπ. Δεν συνέβη απολύτως τίποτα μεταξύ μας, αλλά ήταν υπέροχο να τον φιλάς. Ανυπομονούσα για τις σκηνές που αγκαλιαζόμασταν. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως σε εκείνον δεν άρεσαν καθόλου οι ερωτικές σκηνές”. Και όταν, μετά από εξαντλητική πολιορκία,καταφέρνει να τον πείσει να παίξει μαζί της στα “Καλύτερα μας χρόνια”,η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ θα πει: “Κατανοεί τη δύναμη της αυτοσυγκράτησης. Ποτέ δεν θα σού δοθεί ολοκληρωτικά. Είναι μοναχικός. Κι αυτό είναι το μυστήριο που σε κάνει να θέλεις να συνεχίσεις να τον κοιτάς”
Αυτοκυριαρχημένα μοναχικός! Αυτή είναι η γοητεία του που τον κάνει μαγνήτη. Ενώ η άγρυπνη υπερένταση του τού παραστέκει, ώστε να μπορεί άμεσα και αλάθευτα να αξιοποιεί την τέχνη του. Ως “The Great Gatsby- O Μεγάλος Γκάτσμπυ”,τον κάνει να καταμαρτυράει αδιάψευστα την μεγάλη απάτη που λέγεται Αμερικάνικο ‘Ονειρο. Να φανερώνει το αποτρόπαιο δράμα μιας κοινωνίας. Στις μέρες μας ενός ολόκληρου κόσμου ζόφου, φρίκης και αποκτήνωσης. Ιδέτε την Γάζα! Κι εκεί ακριβώς, μέσα στη δίνη της αποβαρβάρωσης.Με την απόλυτα καλλιτεχνική μετουσίωση του σε Μεγάλο Γκάτσμπυ αναθρώσκει η ποίηση της ελπίδας: “Χάρη στον ήλιο και τα απίστευτα μπουμπούκια φύλλων που φύτρωναν στα δέντρα, όπως τα πράγματα μεγαλώνουν στις ταινίες με γρήγορη κίνηση. Ένιωσα ότι η ζωή θα ξεκινούσε ξανά το καλοκαίρι”*.
Με ιερή λιτότητα σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην ταινία “Ο γητευτής των αλόγων”. Η τραυματική εμπειρία της νεαρής Γκρέις με το άλογο της, τον Πίλγκριμ, στιγματίζει ψυχολογικά την ίδια αλλά και το άλογο. Ο κτηνίατρος προτείνει ευθανασία του ζώου. Η μητέρα της, Άννυ, για να την βοηθήσει πηγαίνει αυτήν και τον Πίλγκριμ στην Μοντάνα, για να συναντήσουν τον Τομ Μπούκερ. Έναν καουμπόυ που έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τα άλογα. Με απίστευτη διεισδυτικότητα ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ φέρνει στην επιφάνεια την ευγένεια, την αξιοπρέπεια την ανεπτυγμένη συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη των ιπποειδών. Τα οποία, όταν τα πλησιάζεις και τους μιλάς, έχουν τη δωρεά να αποκρυπτογραφούν συναισθήματα και εσωτερικές διαδρομές εμπειριών καταγεγραμμένων στο ανθρώπινο υποσυνείδητο. Να τα εξωτερικεύουν με διάφορες κινήσεις, καθώς διαθέτουν το χάρισμα εξωλεκτικής επικοινωνίας τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλα είδη, όπως το δικό μας. Η Ιππόλυση ως μέθοδο θεραπείας- επικοινωνίας, γίνεται από τον Ρέντφορντ το καλλιτεχνικό μέσο για την κατανόηση και επαφή μας με τον έξω κόσμο και τα ψυχικά μας σπήλαια. Αποκαθιστώντας την ψυχική διαταραχή Γκρέις- Πίλγκριμ, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για την ανισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση, για τον ανέφικτο έρωτα, τις σχέσεις γονιών-παιδιών. Κυρίως για το ότι ποτέ δεν είναι αργά για τον σύγχρονο άνθρωπο να αναζητήσει τον αληθινό του εαυτό, ακόμα κι αν νιώθει επαγγελματικά και συναισθηματικά ολοκληρωμένος.’Ετσι με κάθε του κίνηση ή μετρημένη κουβέντα συναρπάζει. Χωρίς υπερβολή γητεύει. Μια διάχυτη υπαρξιακή μελαγχολία, που εντείνεται στο φινάλε της ταινίας, ντύνεται από το τραγούδι ”A soft place to fall” υποψήφιο για Όσκαρ.
Η 11χρονη, όταν γυρίζεται η ταινία, Σκάρλετ Γιόχανσον που ο Ρέντφορντ επιλέγει για τον ρόλο της πληγωμένης Γκρεις, σήμερα λέει:”Η γενναιοδωρία και υπομονή του Μπομπ με έσπρωξαν να εξερευνήσω τις δυνατότητες της Τέχνης. Η ίδια γενναιοδωρία και η αγάπη του για την Τέχνη τον οδήγησαν στην ίδρυση του Ινστιτούτου Sundance, ενός τόπου όπου οι δημιουργοί κινηματογράφου μαθαίνουν,εμπνέονται και ανακαλύπτουν ο ένας το ταλέντο του άλλου”. Ο ίδιος όμως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πάντα πολιτικά ενεργός και ανένταχτος Αριστερός, θα πει κατηγορηματικά:
“Μόλις κερδίσεις αξιοπιστία και είσαι σε θέση να πάρεις αυτό που θέλεις, πρέπει να κάνεις μια σειρά από διαβολικές συμφωνίες. Για να κάνεις συμφωνία με τον διάολο, πρέπει να τον κοιτάξεις κατάματα και να τού δώσεις τα σωστά ανταλλάγματα. Η συμφωνία που έκανα ήταν να ανταλλάξω την επιτυχία μου ως ηθοποιός για να κάνω ταινίες που διαφορετικά δεν θα είχαν γίνει επειδή τα στούντιο πίστευαν ότι δεν θα ήταν εμπορικά βιώσιμες. Έτσι συμφώνησα: “Κοιτάξτε, θα παίξω όπως στα “Καλύτερα μας χρόνια” ή στο “Υπέροχος Γκάτσμπι”, αν με αφήσετε να κάνω τον “Υποψήφιο” ή το “Συνηθισμένοι άνθρωποι”. Έπρεπε να ανταλλάξω κάτι σίγουρο για το δικαίωμα να πειραματιστώ”.
Τα πέτυχε και τα δυο
~~~~
Το παραπάνω θυμικό ξεδίπλωμα για τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Αφιερωμένο στον νεαρό φίλο, σχεδόν εγγονό μου, Λουκά Αναγνωστόπουλο γιατί βρίσκει την ηλικία καθενός – καθεμιάς από τις αντιδράσεις μας απέναντι στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Και για έναν πρόσθετο λόγο, τον κυριότερο ίσως που με παρακίνησε. Γιατί το βιβλίο του Νίκολα Έβανς “Ο γητευτής των αλόγων”, πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, έχει την αφιέρωση:
“Στην Ευτυχία
στις 10 Ιουλίου
Για το δικό σου άφθαστο γήτεμα των “ελλόγων”, που είχα την ανεπανάληπτη ευτυχία να νιώσω ποιος θα μιλήσει;
Ρόδος 10 Ιουλίου 1999
(1/dl) στη νιοστή
Γρηγόρης Φαράκος”
Μη φοβάσαι τίποτα Λουκά! Απόφευγε όμως τους ανέραστους.









