Ζαν Κοκτώ ο Έλληνας
5 Ιουλίου 1889 – 11 Οκτωβρίου 1963
![]()
Της Δέσποινας Μακρινού
“Ενα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια” η πικρή διαπίστωση ενός υπερρεαλιστή Γάλλου στοχαστή, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Ένας πολυσχιδής διανοούμενος, εικαστικός, συγγραφέας, ποιητής, που δήλωνε ότι είναι Έλληνας.
Ζαν ο Έλληνας, γιατί αγαπούσε την Ελλάδα και εμπνεόταν απο τους αρχαίους μύθους. Εμπνεόταν απο τον Ορφέα, απο τον Οιδίποδα απο την αρχαία τραγωδία και βίωνε τη δική του προσωπική τραγωδία μέσα απο τις στιχομυθίες του Αισχύλου και του Ευρυπίδη.
Ένας θανάσιμος πυροβολισμός και ένα σώμα σκεπασμένο με αίμα, ήταν η εικόνα του αυτόχειρου πατέρα του, που αντίκρυσε σε ηλικία εννέα ετών και αποτυπώθηκε στην δική του παιδική μνήμη.
Ο Ζαν Κοκτώ – Ορφέας για τους λίγους – βρέθηκε από πολύ νωρίς κοντά στο θάνατο, κοντά στην βίαιη απώλεια, παρά το γεγονός ότι η αστική οικογένειά του προσπάθησε να καλύψει την τραγικότητα της πράξης. “Κάθε φορά που κυλάει αίμα στις οικογένειες βάζουν πάνω του πανιά και το κρύβουν” αποκαλύπτει ο ίδιος λίγα χρόνια μετά.
Απο εκείνη ακριβώς την τραγική στιγμή, ξεκινά η ανάγκη του να επικοινωνήσει με τον Κάτω κόσμο, με τον νεκρό πατέρα του και να αποσπάσει την πραγματική αιτία της αυτοχειρίας.
Απο εκείνη τη στιγμή ξεκινά και ο δρόμος του, προς την αναζήτηση του σκοτεινού Κάτω κόσμου, η ερμηνεία του θανάτου, ακολουθώντας τη σαγήνη του αλλόκοτου, στα βήματα του λυρικού Ορφέα.
Ο Ζαν Κοκτώ δεν φοβόταν το θάνατο. Φοβόταν τη φθορά. Τη φθορά του προσώπου, του σώματος. “Ένας καθρέπτης πρέπει να συλλογίζεται πρίν στείλει πίσω την εικόνα” έλεγε με πικρία.
Αγάπησε και ύμνησε τη ζωή μέσα απο τα κείμενα, τα ποιήματα, τη ζωγραφική. Υπήρξε φίλος και μέλος της ευρύτερης οικογένειας του Πικάσο και του Μοντιλιάνι. Ερωτεύθηκε με πάθος και θρήνησε τον πρώτο του έρωτα σε ηλικία 20 ετών.
Στην ύστερη εποχή του, επηρεάστηκε απο τον μοντερνισμό και απέσπασε δικαίως τον χαρακτηρισμό του ξεχωριστού εκπροσώπου του κινήματος.
Δεν θέλησε ποτέ να καταπιέσει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, όπως πίστευε ότι έκανε ο πατέρας του. “ Ανέκαθεν πίστευα ότι ο πατέρας μου μού έμοιαζε τόσο πολύ ώστε ήταν αδύνατον να διαφέρει σ’ αυτό το βασικό σημείο. Προφανώς από την πίεση (για να πνίξει τις προτιμήσεις του) δεν άντεξε. Στην εποχή του άλλωστε σε σκότωναν για πολύ λιγότερα. Δεν θα του έλεγα (ενός νέου) όπως ο Ζιντ: Φύγε, εγκατέλειψε την οικογένεια και το σπίτι σου, αλλά: Μείνε και σώσε τον εαυτό σου μέσα στα σκοτάδια σου. Εξερεύνησέ τα. Εξόρκισέ τα στο φως”.
Ο Ζαν Κοκτώ ασχολήθηκε και με το θέατρο συνεργαζόμενος με τον διάσημο τότε Ρώσο χορευτή και χορογράφο Ντιαγκίλεφ με τον οποίο υπήρξε και ζευγάρι.
Η συνεργασία του με τον Στραβίνσκι, δημιούργησε το εξαιρετικό αριστούργημα σε μουσική διασκευή του θεατρικού έργου “Οιδίπους Τύραννος” και αργότερα το υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα Ποτομάκ.
Για αρκετούς ιστορικούς της Τέχνης, ο Ζαν Κοκτώ καταγράφεται ως ένας απο τους καταραμένους ποιητές, των οποίων το ταλέντο εγκλωβίστηκε σε επίγειες απολαύσεις και κραιπάλη.
Ο Ζαν Κοκτώ αγάπησε την Ελλάδα και τους Έλληνες όσο κανείς άλλος. “Νησιά φαλακρά, κατάξερα, φαγωμένα απο τους μύθους. Ένας Κένταυρος δεν θα προκαλούσε καμία εντύπωση μέσα σε τούτα τα βουνά”.
Ο Κοκτώ υπήρξε πολύ φίλος με την Εντιθ Πιάφ. Οταν έμαθε το θάνατό της δήλωσε “Τώρα μπορώ να πεθάνω και εγώ”.
Λίγες ώρες μετά, άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι στις 11 Οκτωβρίου 1963.
Ζαν Κοκτώ “ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια” αυτό ήταν το πέρασμά του στην αθανασία.








