του Μαρίνου Σιζόπουλου *
Η σύγχρονη γένεση του κυπριακού προβλήματος ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τρία σημαντικά γεγονότα καθόρισαν τις μετέπειτα εξελίξεις έως και σήμερα. Ενδιάμεσοι σταθμοί, η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 και το δίδυμο έγκλημα του Ιουλίου του 1974, το πραξικόπημα της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών σε βάρος του Αρχ. Μακαρίου και η τουρκική εισβολή που ακολούθησε.
Χρονολογικά, το πρώτο ήταν η έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα την 1η Απριλίου 1955, ο οποίος διεθνοποίησε το Κυπριακό και έθεσε υπό αμφισβήτηση το βρετανικό αποικιακό καθεστώς, σε μια περίοδο σημαντικών γεωστρατηγικών αλλαγών στη Μέση Ανατολή.
Το δεύτερο ήταν η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τον Πρόεδρο της Αιγύπτου, Νάσερ και η αποτυχημένη γαλλο-βρετανική επέμβαση το 1956, η οποία υποχρέωσε την Βρετανία να εγκαταλείψει τις αραβικές χώρες της περιοχής και να μεταφέρει το αρχηγείο των ενόπλων δυνάμεων της στην Κύπρο, γεγονός που προσέδωσε στην Κύπρο αναβαθμισμένη στρατηγική θέση.
Τρίτο, η ολοκλήρωση των εκθέσεων του Νιχάτ Ερίμ στα τέλη του 1956, με τις οποίες καθοριζόταν η τουρκική πολιτική για επανάκτηση της Κύπρου, ώστε η Τουρκία να σταματήσει να είναι ένα μεγάλο κράτος ξηράς. Να αποκτήσει θαλάσσια διέξοδο και να μετατραπεί σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια.
Το σχέδιο περιλάμβανε τις παρακάτω πέντε βασικές αρχές:
1. Οι διεκδικήσεις στην Κύπρο θα πρέπει να στηρίζονται σε πολιτικούς λόγους χωρίς να διαταράσσονται οι σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία.
2. Στο νησί υπάρχουν δύο διαφορετικές εθνικές κοινότητες, η κάθε μία από τις οποίες έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η λύση θα αποφασισθεί με ξεχωριστά δημοψηφίσματα.
3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει να εφαρμοσθεί με την μετακίνηση ελληνικού πληθυσμού για να υπάγονται στη διοίκηση της επιθυμίας του, αλλά και για να μην καταπατούνται τα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας που είναι μειονότητα, και να κατοχυρώνεται επίσης η ασφάλεια της Τουρκίας.
4. Η Τουρκία θα πρέπει να καθορίσει την προσφορότερη μορφή διχοτόμησης, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα, καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της Κύπρου θα πρέπει να συμμετέχει και η Τουρκία γιατί το θέμα σχετίζεται τόσο με την ασφάλεια της ίδιας, όσο και με αυτή της Μέσης Ανατολής.
5. Πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν μέτρα ώστε το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού να μπορεί να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τότε δεν θα υπάρχει ανησυχία για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου, είτε για τη διχοτόμηση.
Τον Μάρτιο του 1957, η Βρετανία κάτω από την πίεση της αδυναμίας της να ασκήσει έλεγχο πολιτικό και στρατιωτικό στο χώρο της Μέσης Ανατολής και του υπαρκτού κινδύνου όχι απλά της ενίσχυσης της επιρροής αλλά και της παρουσίας της Σοβιετικής Ένωσης, προχώρησε σε μια σημαντική συμφωνία με της ΗΠΑ στις Βερμούδες, την οποία ουσιαστικά εκχωρείτο η ευθύνη ελέγχου της περιοχής στις ΗΠΑ.
Τα βασικά σημεία της συμφωνίας ήταν:
Α. Οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν τις θέσεις της Αγγλίας (αναφορικά με το Κυπριακό) στην Αθήνα
Β. Το Κυπριακό θα αντιμετωπιζόταν, στο εξής, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Γ. Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού να προσανατολιστούν σε μια απευθείας συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα.
Συνεπακόλουθο αυτής της απόφασης ήσαν οι συνομιλίες Ελλάδας – Τουρκίας για την επίλυση του Κυπριακού που πραγματοποιήθηκαν στη Ζυρίχη, με κατάληξη την υπογραφή τους στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 1959.
Από αυτές της εξελίξεις, μεγάλη κερδισμένη ήταν η Τουρκία. Κατά παράβαση των συμφωνιών των Σερβών του 1920 και της Λωζάνης του 1923,
– το 1955, με την τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου είχε καταστεί ενδιαφερόμενο μέρος στην επίλυση του κυπριακού, ενώ
– το 1960, με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου επέστρεψε για πρώτη φορά και μέχρι σήμερα μοναδική, ως εγγυήτρια δύναμη με την παρουσία στρατευμάτων της σε έδαφος της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Την ανεξαρτησία της Κύπρου όλοι την είχαν αντιμετωπίσει ως μεταβατική περίοδο.
– Ένα μέρος του κυπριακού ελληνισμού, ως ενδιάμεσο σταθμό για την τελική επίτευξη του στόχου της ένωσης με την Ελλάδα.
– Η Τουρκία, ως προστάδιο για την ολοκλήρωση του τελικού της στόχου για πλήρη ενσωμάτωση του συνόλου της κυπριακής επικράτειας.
– Η Βρετανία, για την κατοχύρωση της στρατιωτικής της παρουσίας στην περιοχή, δια μέσου των βάσεων.
Οι δε ΗΠΑ προωθούσαν το σχέδιό τους για πλήρη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου και περιορισμό ή/και αποκλεισμό της σοβιετικής επιρροής και παρουσίας στην περιοχή, διαμέσου των τριών συμμαχικών τους χωρών.
Η ενεργοποίηση του τουρκικού σχεδιασμού για την προώθηση της τελικής φάσης άρχισε με την ένοπλη ανταρσία του Δεκεμβρίου του 1963, την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και τη δημιουργία αμιγώς Τουρκοκυπριακών θυλάκων με τη βίαιη μετακίνηση σε αυτούς των Τουρκοκυπρίων.
Η επιτυχία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να διατηρήσει την Κυπριακή Δημοκρατία και μάλιστα με το ψήφισμα 186 του Σ.Α. του ΟΗΕ του Μαρτίου του 1964 αυτή να συνεχίσει να εκπροσωπείται από τους Ελληνοκύπριους οδήγησε τις ΗΠΑ να αναλάβουν πλέον ενεργό ρόλο στη διευθέτηση του Κυπριακού.
Κατά την επίσκεψη στις ΗΠΑ του Έλληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου (24-28 Ιουνίου 1964), στο επίκεντρο των συνομιλιών τόσο με τον Αμερικανό Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, όσο και με τους άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους, ήταν το Κυπριακό και η διαδικασία διευθέτησής του.
Από τα πρακτικά των συναντήσεων τα οποία τήρησε η ελληνική αντιπροσωπεία προκύπτει ότι:
Σταθερή θέση των ΗΠΑ, ήταν η απομάκρυνση του Κυπριακού από το πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και η ενδοΝΑΤΟική διευθέτησή του, με μυστικές συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπό την εποπτεία των ΗΠΑ. Υπήρξε μάλιστα εμφανής εκβιασμός ότι σε περίπτωση απόρριψης της πρότασης τους δεν επρόκειτο να αποτρέψουν την Τουρκία από την πραγματοποίηση εισβολής στην Κύπρο, όπως έπραξαν στις αρχές Ιουνίου του 1964. Σε περίπτωση δε πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δήλωσαν ότι δεν έχουν πρόθεση παρέμβασης. Η θέση των ΗΠΑ είχε συνοψισθεί στην εξής διατύπωση: «Οι ΗΠΑ θα πράξουν παν το δυνατόν για να αποθαρρύνουν τουρκική ενέργεια, αλλά δεν θα την παρεμποδίσουν δυναμικά».
Τέλος, οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν ότι η λύση η οποία θα εξευρεθεί, θα πρέπει να κατοχυρώνει την ασφάλεια της Τουρκίας. Ταυτόχρονα όμως να μην αποτελεί πλήρη νίκη είτε της Τουρκίας, είτε της Ελλάδας.
Η απόρριψη, στη συνέχεια, του διχοτομικού σχεδίου Άτσενσον το καλοκαίρι του 1964, οδήγησε τις ΗΠΑ και τους ΝΑΤΟικούς κύκλους σε νέους σχεδιασμούς που προέβλεπαν:
– Πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην Τουρκία για νόμιμη εισβολή στην Κύπρο.
– Κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
– Επιβολή της λύσης της διπλής ένωσης.
Ενισχυτικό των παραπάνω είναι και το απόρρητο τηλεγράφημα (477) το οποίο απέστειλε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπολ στις 22 Αυγούστου1964 προς τον Ντιν Άτσεσον, με κοινοποίηση προς τις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Αθήνα και το Λονδίνο. Αναφέρει σχετικά: «Το αρχηγείο της CAS μας ενημέρωσε ότι ο ελληνικός στρατός διαθέτει την ισχύ στο νησί για να κανονίσει τον Μακάριο, αν δοθεί η εντολή. Έτσι, το μπαλάκι της απόφασης ρίχνεται πίσω στην Αθήνα και πιστεύω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή είναι και η δική μας αντίληψη της κατάστασης.» Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι: «Μετά την ανάγνωση των τηλεγραφημάτων απόψε, διαφαίνεται ότι ο Μακάριος έχει το επάνω χέρι στη σχέση με την ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, η Αθήνα φοβάται να κινηθεί εναντίον του, εκτός και αν ο στρατηγός Γρίβας είναι διατεθειμένος να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Αυτό υποδηλώνει ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς την κατεύθυνση επηρεασμού του στρατηγού Γρίβα -κάτι που δεν κάναμε ακόμη.»
Η προσπάθεια επιβολής του σχεδίου Άτσεσον ως λύση του Κυπριακού συνεχίσθηκε και μετά την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965 με μυστικές συναντήσεις Ελλάδας – Τουρκίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Αποκορύφωμα, η συνάντηση των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, Ι. Τούμπα και Ι. Τσαγλαγιαγκίλ στις 16 Δεκεμβρίου 1966, στο σπίτι του Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τη στρατιωτική χούντα, η προσπάθεια επαναλήφθηκε χωρίς αποτέλεσμα στις συνομιλίες του Έβρου στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 1967.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνάντησης, συνάγεται ότι η ελληνική αντιπροσωπεία επανέφερε προηγούμενη πρόταση (1966) για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της βάσης της Δεκέλειας στην Τουρκία υπό τη μορφή της εκμίσθωσης, χωρίς να αποκλείει και την παραχώρηση στην Τουρκία καθεστώτος πλήρους κυριαρχίας σε αυτή. Η δικαιολογία κατάλυσης της κυπριακής ανεξαρτησίας με την προώθηση της παραπάνω πρότασης ήταν η αποτροπή προσχώρησης της Κύπρου στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα».
Κατά τη δεύτερη μέρα των συζητήσεων (10 Σεπτεμβρίου 1967), ο Τούρκος πρωθυπουργός, απαντώντας στις ελληνικές προτάσεις, ανάφερε (χωρίς να διαψευσθεί), ότι σε προηγηθείσες συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών ο Έλληνας υπ. Εξωτερικών, Ι. Τούμπας ανέφερε στον Ι. Τσαγλαγιαγκίλ ότι επί αρνήσεως του Μακαρίου να αποδεχθεί την προτεινόμενη λύση υπήρχε τρόπος να πεισθεί, δεδομένου – όπως είχε δηλώσει – ότι «η Ελλάς είναι σήμερον ντε φάκτο δύναμις εν Κύπρω» και ότι «ο Μακάριος έχει μόνον πολιτική εξουσία» (σελ. 3 των πρακτικών).
Ο κ. Ντεμιρέλ τόνισε ότι το σύνταγμα του 1960 προέβλεπε ομοσπονδία βασιζόμενη επί των ατόμων. Λόγω της σημερινής κατάστασης, για να αποφευχθούν στο μέλλον οι ίδιες εξελίξεις θα πρέπει να μεταβληθεί σε ομοσπονδία με γεωγραφική βάση (δηλ. Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία). Θα αποτελείτο από δύο επαρχίες, την Ελληνική και την Τουρκική. Η κάθε μία θα είχε εσωτερική αυτονομία, νομοθετική, διοικητική και δικαστική εξουσία.
Οι διάφοροι εκτός Κύπρου πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι (Ουάσιγκτον, Άγκυρα και Αθήνα), μετά το 1964 είχαν διαπιστώσει ότι το μεγάλο εμπόδιο για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επιβολή λύσης διπλής ένωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Θεωρούσαν, ως εκ τούτου, την απομάκρυνσή του από την προεδρία της Κύπρου ως αναπόδραστη αναγκαιότητα.
Σε τηλεγράφημα προς τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα (22 Αυγούστου 1964), ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζορτζ Μπολ με αφορμή τις συνομιλίες της Γενεύης για την επιβολή του σχεδίου Άτσεσον, ανέφερε συγκεκριμένα: «Το καίριο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί, αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος θα έπρεπε να απομακρυνθεί από την εξουσία.»
Όντως, αυτό είναι το καίριο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, δηλαδή με ποιο τρόπο επιχειρήθηκε η απομάκρυνση του Μακαρίου από την Προεδρία της Δημοκρατίας;
1. Με την αξιοποίηση των συνταγματικών προνοιών και μέσα από την εκλογική διαδικασία;
2. Με άσκηση πιέσεων και τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση και απομάκρυνση από την πολιτική;
3. Με δολοφονία; ή
4. Με πραξικόπημα και συνταγματική εκτροπή;
Η πορεία των γεγονότων μετά την απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον, το 1964, επιβεβαιώνει ότι χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι παραπάνω τρόποι με συνεχή κλιμάκωση και εξελικτικά.
Η απομάκρυνσή του από την προεδρία με δημοκρατικό τρόπο μέσα από την εκλογική διαδικασία φαινόταν, από την αρχή, δύσκολο εγχείρημα. Επιχειρήθηκε με τις προεδρικές εκλογές του 1968 η αμφισβήτηση και αποδυνάμωσή του. Όμως, τελικά, το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Το εντυπωσιακό ποσοστό του 95,5% σε συνδυασμό με το πολύ μικρό ποσοστό της αποχής και το 3,7% που συγκέντρωσε ο ανθυποψήφιός του, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης, αλλά ούτε και αποσταθεροποίησης. Ως εκ τούτου αποδείχθηκε αδύνατη, λόγω της ισχυρής λαϊκής υποστήριξης που είχε.
Παράλληλα, επιχειρήθηκε η άσκηση πίεσης από πολλές κατευθύνσεις ώστε να υποχρεωθεί σε παραίτηση και απομάκρυνση από την ενεργό πολιτική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται μια σειρά ενεργειών της χούντας των Αθηνών, όπως
– Η ρηματική διακοίνωση της χούντας τον Ιανουάριο του 1972.
– Η πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου την ίδια χρονική περίοδο.
– Η εκκλησιαστική συνωμοσία του 1972, που είχε ως κύριους εκφραστές τους τρεις Κύπριους Μητροπολίτες και η οποία αποτέλεσε και το αποκορύφωμα αυτής της τακτικής.
Με τη δολοφονία του Μακαρίου επιτυγχανόταν η απομάκρυνσή του από την προεδρία και διαμορφώνονταν νέα δεδομένα. Όμως δεν προκαλείτο συνταγματική εκτροπή ώστε να δικαιολογηθεί η τουρκική εισβολή και η κατοχή εδαφών για την επιβολή της επιδιωκόμενης λύσης, δηλ. της διπλής ένωσης.
Ο ενδεδειγμένος λοιπόν τρόπος ήταν η πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου, μη αποκλειόμενης φυσικά και της δολοφονίας του. Ο τρόπος αυτός προκαλούσε συνταγματική εκτροπή και δικαιολογούσε την επέμβαση της Τουρκίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν δολοφονήθηκε σε ενέδρα πλησίον κάποιου από τα στρατόπεδα της Ε.Φ. από τα οποία διήλθε κατά την επιστροφή του στη Λευκωσία από την εξοχική κατοικία του Τροόδους, αλλά οι πραξικοπηματίες επιτέθηκαν εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου τη στιγμή που βρισκόταν εντός αυτού.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή η οποία ακολούθησε στις 20 Ιουλίου δεν ήσαν δύο τυχαία γεγονότα. Ήσαν οι δύο φάσεις του εγκληματικού σχεδίου που σχεδίασαν οι ΝΑΤΟικοί κύκλοι και ανέλαβαν την ευθύνη να εφαρμόσουν Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί, αξιοποιώντας και Κύπριους συνοδοιπόρους. Ήταν, τέλος, το αποκορύφωμα μιας σειράς ανεπιτυχών προσπαθειών.
Η πρώτη επιβεβαιωμένη αναφορά για σχεδιασμό πραξικοπηματικής ανατροπής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προσδιορίζεται την άνοιξη του 1965. Το σχέδιο εκπονήθηκε στην Αθήνα. Ματαιώθηκε μετά από παρέμβαση του τότε Έλληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου
Η δεύτερη επιβεβαιωμένη περίπτωση πραξικοπηματικής ανατροπής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου σχεδιάσθηκε στις αρχές του 1970. Το σχέδιο έφερε την κωδική ονομασία «ΕΡΜΗΣ» και θα εφαρμοζόταν ταυτόχρονα με τη δολοφονική απόπειρα σε βάρος του Αρχιεπισκόπου στις 10 Μαρτίου 1970. Ως αρχιτέκτονας του σχεδίου φέρεται ο τότε Διοικητής των ΛΟΚ Συνταγματάρχης Δημήτριος Παπαποστόλου, στενός συνεργάτης του δικτάτορα Δημήτριου Ιωαννίδη.
Η τρίτη επιβεβαιωμένη προσπάθεια πραγματοποίησης πραξικοπήματος ήταν στις 15 Φεβρουαρίου 1972. Συντονιστής φέρεται ο τότε πρέσβης της χούντας στη Λευκωσία Κωνσταντίνος Παναγιωτάκος. Η διενέργεια του πραξικοπήματος αποκαλύφθηκε από υποκλοπή τηλεφωνικής συνδιάλεξης του Παναγιωτάκου με το ελληνικό ΥΠΕΞ.
Τρία σχέδια πραξικοπήματος για ανατροπή του Μακαρίου εκπόνησε και ο Γεώργιος Γρίβας ως αρχηγός της παράνομης οργάνωσης ΕΟΚΑ Β΄.
Το πρώτο, με κωδική ονομασία «ΣΦΕΝΔΟΝΗ», τον Δεκέμβριο του 1971.
Το δεύτερο, με κωδική ονομασία «ΑΠΟΛΛΩΝ», τον Σεπτέμβριο του 1972.
Το τρίτο, με κωδική ονομασία «ΝΙΚΗ», τον Ιούλιο του 1973.
Αποκαλυπτικό του γεγονότος ότι πραξικόπημα και εισβολή ήσαν οι δύο φάσεις του ίδιου σχεδίου που εκκολάφθηκε από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είναι και αποκαλυπτικό έγγραφο του ΝΑΤΟ, με ημερομηνία 12 Ιουλίου 1974, το οποίο υπογράφει ο γενικός του γραμματέας, Γιόζεφ Λουνς και αναφέρει σχετικά, ότι συμφωνεί με την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης που του μετέφερε ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Γιόζεφ Σίσκο ότι πρέπει να τελειώνουν με το Κυπριακό πρόβλημα, καθώς και το ότι θα πρέπει να υποστηριχθούν τα τουρκικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της αποβίβασης στην Κύπρο, καθώς επίσης και για τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου.
Εν κατακλείδι, οι βασικές θέσεις καθώς και η στάση την οποία τήρησαν οι ΗΠΑ αναφορικά με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, επιβεβαιωτικές των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, καταγράφονται στα πρακτικά σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 5 Αυγούστου 1974, στις 10.50 π.μ. (ώρα ΗΠΑ), στην αίθουσα διασκέψεων του υπουργού υπό την προεδρία του Χένρι Κίσινγκερ.
Ανέφερε συγκεκριμένα, κατά την ενημέρωση, ο Χένρι Κίσινγκερ ότι
1. Υπήρχαν πληροφορίες για το επικείμενο πραξικόπημα της χούντας εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά δεν εδόθη σε αυτές ιδιαίτερη σημασία. Δεν θεωρείτο, όμως, το θέμα ζωτικό.
2. Η προτεραιότητα των ΗΠΑ να διαχειρισθούν την κρίση, διασφαλίζοντας τα δικά τους στρατηγικά και εθνικά συμφέροντα και αποτρέποντας τη διείσδυση των Σοβιετικών. Αυτό θα επιτυγχανόταν με
α. την αποφυγή διεθνοποίησης και συζήτησης του θέματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να μην λάβουν μέρος οι Σοβιετικοί, και
β. να μην υποστηριχθεί ο Μακάριος, γιατί το ενδεχόμενο της αποκατάστασής του θα του έδινε την δυνατότητα να στηριχθεί στην αριστερά στην Κύπρο και, εφόσον οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να τον αποκαταστήσουν, να απευθυνθεί στην Σοβιετική Ένωση. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν θεωρούσαν τον Μακάριο αντιαμερικανό, ούτε και σαν «Κάστρο της Μεσογείου». Αντίθετα, όπως αναφέρθηκε τα τελευταία χρόνια, είχαν καλή συνεργασία μαζί του. Το μειονέκτημά του είναι πως το ταλέντο του είναι πολύ μεγάλο για το νησί του και, συνεπώς, έμπαινε στον πειρασμό να παίζει σε μία κλίμακα η οποία είναι ανησυχητική, όχι για εμάς, αλλά για τα άλλα μέρη που ενδιαφέρονται για το Κυπριακό. Άρα, πήραμε μια επιφυλακτική θέση έναντι του Μακαρίου, η οποία δεν εξέφραζε την αντίθεση μας σε αυτόν, αλλά στόχευε στο να μην καταστήσει την επιστροφή του έναν από τους όρους της ρύθμισης.
3. Κρίναμε πως εάν εμποδίζαμε την επιτυχία του πραξικοπήματος, ήταν εξαιρετικά πιθανή μια αλλαγή στην Ελλάδα. Ωστόσο, η πεποίθησή μας ήταν πως μια αλλαγή στην Ελλάδα θα έπρεπε να επέλθει όχι σαν αποτέλεσμα της αμερικανικής συνέργειας με την Τουρκία, κατά τη διάρκεια μιας ελληνο-τουρκικής κρίσης, αλλά σαν αποτέλεσμα της ανικανότητας της κυβέρνησης που είχε, με δική της υπαιτιότητα, μπει σε κρίση.
4. Το 1964 και 1967 στερήθηκαν (οι Τούρκοι) την ευκαιρία να παρέμβουν λόγω της μεγάλης αμερικανικής πίεσης. Εκείνη την εποχή, η μεγάλη αμερικανική πίεση ήταν αποδοτική, διότι υπήρχε μια νόμιμη κυβέρνηση στην Κύπρο που μπορούσε να κάνει έκκληση στην παγκόσμια κοινότητα και υπήρχε μια κυβέρνηση στην Ελλάδα που είχε διεθνή υποστήριξη. Το 1974, χάρη στη βλακεία της ελληνικής χούντας, στους Τούρκους έπεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. Δεν υπήρχε κυβέρνηση στην Κύπρο που να αναγνωρίζεται από οποιονδήποτε, έτσι δεν έκαναν επίθεση σε νόμιμη κυβέρνηση, αλλά ένας άνδρας που θεωρούνταν, διεθνώς, φονιάς, και υπήρχε μια κυβέρνηση στην Ελλάδα που ήταν διεθνώς απόβλητη, που κανένας δεν την υποστήριζε. Υπ? αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την τουρκική επέμβαση. Και αυτή ακριβώς ήταν η ευκαιρία.
5. Αλλά εκείνο που κανείς έπρεπε να εμποδίσει ήταν η κλιμάκωση του πολέμου, της σύγκρουσης, σε έναν πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και, βεβαίως, θα έπρεπε να επιβάλει στους Σοβιετικούς μια μη επεμβατική συμπεριφορά, τόσο στο διεθνές επίπεδο όσο και στην Κύπρο.
Η Τουρκία επικαλούμενη το πραξικόπημα της ελληνικής στρατιωτικής χούντας εισέβαλε και κατέλαβε το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνικής χούντα, όμως, βρισκόταν κάτω από την πλήρη έλεγχο των ΗΠΑ και το πραξικόπημα στην ουσία έγινε με τη συγκατάθεση αν όχι με την εντολή της κυβέρνησης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Κυρίαρχο ρόλο διεδραμάτισαν τόσο ο Χένρι Κίσιγκερ όσο και ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Γιόζεφ Σίσκο, καθώς και ο τότε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γιόζεφ Λούνς.
Έκτοτε, η Τουρκία συστηματικά επιχειρεί την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την προώθηση λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), η οποία ουσιαστικά αποτελεί τη χειρότερη μορφή νομιμοποιημένης διχοτόμησης, γιατί
– Προωθεί τον γεωγραφικό διαχωρισμό των πολιτών στη βάση της εθνοτικής και θρησκευτικής τους προέλευσης.
– Παραβιάζει μόνιμα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής και Παγκόσμιας Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
– Νομιμοποιεί πέραν των 100 χιλιάδων παράνομων εποίκων, οι οποίοι θα αποτελούν πλειονότητα στο τουρκοκυπριακό τμήμα.
– Καθιερώνεται ένα μη λειτουργικό κράτος, το οποίο θα αναπαράγει συνεχώς συγκρούσεις,
– Το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν θα εφαρμοσθεί σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η υιοθέτηση των παραπάνω όχι μόνο δεν πρόκειται να λύσει το Κυπριακό πρόβλημα, αλλά αντίθετα θα διαλύσει ένα κράτος και θα επιτείνει την αποσταθεροποίηση στον ευαίσθητο χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
* Ο Μαρίνος Σιζόπουλος είναι πρόεδρος του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του πρακτορείου.