του Μιχάλη Παναγιώτου.
Γιατί έχω την εντύπωση πως οι κοινωνίες των ανθρώπων μοιάζουν να έχουν, τελικά, τα χαρακτηριστικά –με τα σχετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του– που εμφανίζει ο «συνηθισμένος άνθρωπος» που κυριαρχεί μέσα σε αυτές.
Πολύ γενικό θα μου πεις και θα συμφωνήσω αμέσως μαζί σου, εξειδικεύοντας την προηγούμενη σκέψη μου.
Εκείνο που πιστεύω ότι σφραγίζει τελικά την ποιοτική ανάπτυξη μιας κοινωνίας είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη της τοποθετούνται πάνω στο ζήτημα της ηγεσίας και -κατά συνέπεια- της εξουσίας κάποιου ή κάποιων πάνω στην ανθρώπινη αγέλη.
Γιατί, σε αντίθεση με την κοινή μας πεποίθηση, δεν είναι η άποψη των εξουσιαστών που καθορίζει την κατάσταση μιας κοινωνίας, αλλά η άποψη των εξουσιαζόμενων.
Υπάρχουν διάφορα επίπεδα ηγεσίας μέσα σε μια μικρή ή μεγάλη κοινωνική ομάδα, ξεκινώντας από το κατώτερο που αντανακλά το επίπεδο της ισχύος και την θέση του «ηγέτη» μέσα στην ομάδα και καταλήγει στο ανώτερο επίπεδο όπου ο «ηγέτης» δεν ενδιαφέρεται για την άσκηση εξουσίας και κυριαρχίας αλλά δίνεται ολοκληρωτικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και των ικανοτήτων –και όχι απλά στην υποστήριξη – των υπόλοιπών μελών της ομάδας.
Όσο η ποιότητα της ηγεσίας ξεφεύγει από το πρωτόλειο επίπεδο που καθορίζεται από την θέση εξουσίας, τόσο περισσότερο ολοκληρώνεται η προσωπικότητα του κάθε ατόμου και τόσο αποτελεσματικότερα και δημοκρατικά λειτουργεί η ομάδα.
Αν από την μικρή ομάδα ή κοινότητα περάσει κανείς στην παρατήρηση κι ανάλυση της οργάνωσης ενός σύγχρονου κράτους και στην συνέχεια αναρωτηθεί για την ποιότητα της ηγεσίας σε αυτό το επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης, αντιλαμβάνεται ότι τα βήματα που έχει διανύσει η ανθρωπότητα από την εποχή των πρώτων πολιτισμών της αρχαιότητας μέχρι και σήμερα, δεν είναι πάρα πολλά.
Με την εξαίρεση λίγων φωτεινών ανθρώπων που κάτω από πολύ ιδιαίτερες καταστάσεις και για μικρό χρονικό διάστημα εξελίχθηκαν σε ηγέτες των κοινωνιών μέσα στις οποίες έδρασαν -πχ Γκάντι, Μαντέλα-, η ηγεσία εξακολουθεί να σημαίνει αποκλειστικά και μόνο εξουσία, επιβολή, και δύναμη.
Είναι έτσι επειδή το επιβάλουν οι εξουσιαστές ή μήπως επειδή το επιθυμούν οι εξουσιαζόμενοι;
Και τα δύο, όμως πιστεύω πως το καθοριστικό είναι το δεύτερο.
Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι η πεισματική προσήλωση των πολλών στο μοντέλο της μοναρχίας –κληρονομικής παλαιότερα, αιρετής στην εποχή μας– έχει να κάνει με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και την ανωριμότητα των λαών.
Όμως, το ερμηνευτικό αυτό σχήμα αποδεικνύεται εντελώς λανθασμένο όταν συγκρίνει κανείς τα υλικά μέσα και τις γνώσεις των πολιτών σήμερα, με ότι υπήρχε μερικές δεκαετίες νωρίτερα.
Δεν είναι η απουσία προόδου της ανθρωπότητας σε τεχνικό, υλικό, πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο που ευθύνεται για την αρρωστημένη επίμονη των σύγχρονων κοινωνιών στην ανελευθερία.
Στην πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο βλέπει κάποιος τον εαυτό του στην πιθανή θέση του ηγέτη, είναι παρόμοιος με το πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως πολίτη.
Κάτι φυσικά που αποδεικνύεται ξανά και ξανά με τους Έλληνες και την Ελλάδα.
Το έγραφε κι ο σατιρικός ποιητής Σουρής γύρω στο 1900, «ωσάν πολίτης σωστός ραγιάς, σαν πιάσει πόστο δερβέναγάς».
Διαπίστωση που παρέμενε πάντα επίκαιρη καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορία του νέο-Ελληνικού κράτους.
Το επιβεβαιώνει σήμερα και ό,τι συμβαίνει με την «πρωτο-δεύτερη φορά αριστερά» 120 έτη μετά.
Η αντίληψη του «δυτικού» πολίτη για τα ζητήματα της ηγεσίας και των σχέσεων του με την εξουσία, δεν διαφέρουν και πολύ από χώρα σε χώραΗ μοναδική σημαντική διαφορά που εγώ αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει ανάμεσα στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες είναι ολίγον σουρεαλιστική.
Στην Ευρώπη το κάδρο του ηγέτη-εξουσιαστή δεν έχει πρόσωπο, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει στην εικόνα τον εαυτό του, τον συμπέθερο, τον γείτονα, τον «ιδεολογικό-πολιτικό» του εχθρό ή φίλο.
Στην Ελλάδα, ο Έλληνας μπορεί να αγαπήσει, να λατρέψει, να μισήσει, τον εαυτό του ή συνηθέστερα τον άλλο.
Και μετά επιτίθεται αντιμάχεται ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί μεταξύ τους. Με λύσσα και για το τίποτα.
Όσο πάντως διαβάζω την ιστορία του ανθρώπου πάνω στην γη, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνομαι ότι η «δημοκρατία» ως πολίτευμα υπήρξε μονάχα για 50-100 χρόνια στην αρχαία Αθήνα και δημιουργήθηκε πάνω στην πολιτική βάση του Κράτους-Πόλις και στην σκληρή εργασία των δούλων που επέτρεπε στους ελεύθερους πολίτες την ενασχόληση τους με τα κοινά.
Σήμερα η τεχνολογία μπορεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της υποχρεωτικής εργασίας αλλά δεν θα το κάνει επειδή τα κράτη είναι πιά μεγάλα και οι μεταξύ τους σχέσεις στενές και επειδή οι άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη αντιλαμβάνονται το ζήτημα της ηγεσίας-εξουσίας με το στερεότυπο του βούρδουλα και του καρότου.
Ό,τι πιο φιλελεύθερο και κοντινό προς την εντός εισαγωγικών «δημοκρατία» σήμερα, υπάρχει στην χώρα που ζω και βασίζεται στην λειτουργία των δημοψηφισμάτων ως συστατικό του πολιτεύματος και φυσικά στην μορφή που έχει η Ελβετική Συνομοσπονδία και η οποία εξασφαλίζει πολύ μεγάλο βαθμό αυτονομίας στο επίπεδο των καντονιών και όχι μόνο.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω τον ιδιαίτερο ρόλο που έχει παίξει το διεθνές ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο στην διασφάλιση της ομαλής – πολιτικής, κοινωνικής, και οικονομικής – εξέλιξης και πορείας του μικρού κράτους των Άλπεων κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, δίνοντας του τον προνομιακό ρόλο της παγκόσμιας τράπεζας σε ένα διεθνές καθεστώς ουδετερότητας.
Ούτε μπορώ επίσης να αγνοήσω την «ιδιαίτερη» σχέση της χώρας στις μέρες μας με τις τεράστιες πολυεθνικές και το διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ούτε να παραβλέψω κάτι που επισήμανε πριν λίγες βδομάδες στο blog κι ένας άλλος φίλος που ζει τώρα στην Βόρεια Γερμανία.
Για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία της χώρας, η ελβετική κυβέρνηση δεν υπάκουσε στην συνταγματική της υποχρέωση να εφαρμόσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τους μετανάστες από την ΕΕ του 2014, γεγονός που το έκαναν γαργάρα όλοι στην Ελβετία.
Κι αυτό δεν είναι ένα καλό σημάδι για την μικρή Αλπική δημοκρατία.
Όταν γίνεται αποδεκτή από τους πολίτες μιας χώρας η πρώτη παραβίαση του Συνταγματικού τους νόμου, ακολουθεί και η δεύτερη, και μετά η τρίτη, κοκ.
Αλλά είπαμε, πουθενά όπως στην χώρα των Λωτοφάγων.