του Διονύση Μεσσάρη
Πάντα η έλευση του λυκαυγούς μου έφερνε μελαγχολία και ζοφερές σκέψεις. Ίσως επειδή την έχω συνδέσει με ραντεβουδάκια άτυχων ερωτικών σχέσεων, με προετοιμασία για μονότονη άχαρη και χωρίς έμπνευση εργασία, με δίκαιη συνωμοτική δράση και εν γένει με την αίσθηση του αναπάντεχου που τον καθένα από εμάς καρτερεί στην επόμενη γωνία του, εν τέλει, μοναχικού ημεροδρόμου μας. Έχει βέβαια και δύο θετικά στοιχεία.
Το πρώτο το είχαν προσέξει και οι καλοί μας, και καθόλα μη εξαιρετέοι, αρχαίοι πρόγονοι, μάλιστα αποτελούσε και σημάδι ελπίδας, βλέπετε δεν υπήρχε ΔΕΗ τότε και το σκοτάδι τους τρόμαζε. Έχει κάποια πλεονεκτήματα να σκέφτεσαι για αυτό το μισοσκότεινο τμήμα της ημέρας εικόνες γλαφυρές, φωτεινές ζεστές και ελπιδοφόρες που θα κατέφθαναν σε λίγο. Γι’ αυτό οι αθεόφοβοι σκαρφίστηκαν την Ηώ την ομορφούλα την Ευρυφάεσσα που δαφνοστεφανωμένη σκορπίζει άνθη και δροσόσταμο με τα ροδαλά χεράκια της και που ανοίγει κάθε πρωί το καθιερωμένο ηλιακό μονοπάτι τρέχοντας με τα πέπλα να ανεμίζουν μπροστά από το φλεγόμενο άρμα. Ρε τι γράφω σήμερα!
Το δεύτερο είναι ή όξυνση της όρασης δια γυμνού οφθαλμού που επιφέρει το γεγονός ότι περνάς σταδιακά από την οξύτητα και την αντικειμενική αντίληψη των λεπτομερειών ενός λευκομέλανος film noir σταδιακά στην φλύαρη και πολύχρωμα παρδαλή εικόνα ενός ημερήσιου πανοράματος, στο χρωματιστό (αριστερή έκφραση) φιλμ, δηλαδή του κόσμου που μας περιτυλίγει καθημερινά σαν σελοφάν. Μην το ψάχνετε επιστημονικά απλά έχει να κάνει με τα δεκαπέντε εκατομμύρια ραβδία και τα πέντε εκατομμύρια κωνία του αμφιβληστροειδή μας χιτώνα.
Έτσι, βγαίνοντας στο κατώφλι της εξώθυρας μου, ένα τέτοιο πρωινό αυτών των ημερών, αμέσως πρόσεξα πάνω στο χαλάκι της πόρτας ένα γυαλιστερό χαλκόχρωμο στρογγυλό σημαδάκι. «Μάγια μου ‘χεις καμωμένα» ήταν η πρώτη μου αντίδραση και βάλθηκα να μισοφεγγαροκοπιέμαι τρομαγμένος. Άδικα όμως, η επιστημονική μου ψυχραιμία επανήλθε εντός δεκάτων του δευτερολέπτου. Έσκυψα και είδα ότι επρόκειτο για πέντε σέντς του ευρώ. «Φτου-φτου μασαλάχ μάτι πόχω». Το κέρδος μου ήταν περίπου δεκαεπτά προευρωπαϊκές δραχμές. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος θα άφηνε έναν τέτοιο μικρό θησαυρό πάνω στο χαλάκι μου, ειδικά τέτοια εποχή και πως έφτασε στην επικράτεια μου το ατυχές μικρό νόμισμα;
Το σήκωσα και το ενθυλάκωσα δεόντως, όπως θα έκανα με κάθε άλλο νόμισμα και κάλεσα τον ανελκυστήρα ορόφων. Ακουγόταν το μοτέρ βαριεστημένα να λέει «τώρα έρχομαι – τώρα έρχομαι» και μέχρι να έρθει σκεπτόμουνα. Εχθές το μεσημέρι είχα αποχαιρετήσει μία διμελή ομάδα που μου είχαν πει τα κάλαντα. Ήταν δύο πανέμορφα κοριτσάκια δεκαπέντε και δέκα ετών από την Ουκρανία. Τα καημένα ακολουθούσαν με ακρίβεια τα ήθη και έθιμα της νέας τους πατρίδας. Τα χαιρόμουνα πολύ γιατί μου έψελναν πολύ γλυκά και ήξεραν όλα τα λόγια, πράγμα σπάνιο στην εποχή μας. Ατυχώς για αυτές το χαρτζιλίκι τους δεν αυξήθηκε σημαντικά με την επίσκεψη τους σε εμένα. Δεδομένου ότι με είχαν εξαντλήσει οικονομικά πιο πριν άλλες επτά κομπανίες από όλες τις χώρες της Πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (FLOBE όπως FYROM). Σημαδιακό έτσι; Τους έδωσα λοιπόν τα τελευταία μου κέρματα ένα δίευρω, ένα μονόευρω και αυτό το πεντάλεπτο. Φαίνεται λοιπόν ότι όταν έκλεισα την πόρτα πίσω τους εκστασιασμένος με λυπήθηκαν και μου έριξαν τα σέντσια κάτω. Περιφρονητικά ίσως; Δεν τολμώ να το σκεφτώ.
Δεν κατάλαβα πως είχα φτάσει κάτω στην είσοδο και είχα βγει στο πεζοδρόμιο, όταν βάλθηκα να κινούμαι διαγώνια προς την απέναντι γωνία όπου στεγάζεται μία υπεραγορά ή supermarket αν προτιμάτε. Φευ! Άρχισα να νοιώθω έκπληξη και αμηχανία, διότι το ίδιο νομισματάκι με περίμενε στο χαλάκι της εισόδου του καταστήματος!… Παρόλο που ήταν πολύ νωρίς παρουσιαζόταν μία σχετική υπερκινητικότητα και πελάτες μπαίνανε βιαστικοί για μία αγορά πριν την αναχώρηση για δουλειά (ευτυχώς που έχουν ακόμη). Πλησίασα και κρύφτηκα σε μία φυλλωσιά. Κοίταξα με υποψία τον πάτο της τσέπης μου από όπου υποτίθεται ότι δραπέτευσε το νόμισμα. Αλλά ήταν εκεί και ζεσταινότανε. Κοίτα να δεις τύχη! Πρόκειται για την ίδια φάση, όπως λέει η νεολαία, αλλά με άλλο νόμισμα. Μα καλά δεν φιλοτιμείται κανείς να το πάρει; Έτσι και αλλιώς αποτελεί δικαίωμα κτήσης ευτελούς αντικειμένου υπό του ευρέτου όπως περίπου έλεγε ένας καθηγητής μου. Πράγματι το πλήθος μπαινόβγαινε το κοίταγαν αλλά κανείς δεν το σήκωνε. Υπολόγισα ότι ο μέσος μισθός αυτών των πελατών είναι περίπου πεντακόσια ευρώ, δηλαδή το νόμισμα αντιπροσώπευε τρία λεπτά δουλειάς για τον καθένα τους. Όσο ο πρωινός καφές ή ο πρωινός καυγάς με το αφεντικό. Το αστείο είναι ότι οι απώλειες σε καύσεις του οργανισμού που ήθελες για να το σηκώσεις ήταν μικρότερες από την απώλεια της ζαχαρένιας σου από τον πρωινό καυγά. Δεν πειράζει το σήκωσα εγώ!
Πέραν από το κέρδος όμως μου δόθηκε και μία αφορμή για σοβαρότερη και εκτενέστερη σκέψη. Δεν ανέμενα καμία γλυκιά οπτασία πια και έτσι είχα αρκετό χρόνο. Όλοι αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι είναι φανερό ότι σε λίγο καιρό θα αρχίσουν να σκύβουν σαν και εμένα. Τουλάχιστον εγώ ασκούμε πολλά χρόνια. Δεν έχει σημασία το ποσό, ούτε φιλάργυρος είμαι, και τα δώρα μου τα κάνω και δίνω και στους πραγματικά έχοντες ανάγκη, απλά είναι η ορθή πρακτική. Αν φίλοι μου δεν σας πείθω σας λέγω και το τελευταίο. Ο Τύπος, ηλεκτρονικός και μη, έχει πληροφορίες ότι το διανυόμενο έτος θα είναι ακόμη χειρότερο. Οπότε κανονίστε την πορεία σας. Εδώ σταματάω για λίγο γιατί νοιώθω να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. «Πεταλουδίτσες πετάνε στον δροσερό αέρα του ήλιου συλλέγουν τις ακτίνες κοκ». Μην ανησυχείτε συνήλθα, κάνει καλό δοκιμάστε το και εσείς. Λοιπόν πριν μπούμε στο ευρώ έδινα πουρμπουάρ στον παρκαδόρο ένα κατοστάρικο γιατί με το πενηντάρικο στραβομουτσούνιαζε. Ήταν δηλαδή το κατοστάρικο, η ελαχιστότερη αξιοπρεπής μεγάλη χρηματική μονάς αναφοράς. Με το που μπήκαμε έπρεπε να του δίνω τριάντα δύο λεπτά περίπου. Ε! δεν μας πήγαινε, ούτε εμένα μα ούτε και του παρκαδόρου. Έτσι άρχισα να δίνω ένα ευρώ και στην συνέχεια όλα τα είδη ακρίβυναν τρεις φορές επάνω.
Η αστοχία βαραίνει το κλείδωμα της ισοτιμίας μάρκου – ευρώ δύο προς ένα ενώ εμείς στα τριακόσια πενήντα τόσο προς ένα. Έτσι οι γερμανοί πέσανε στα μαλακά και εμείς στα αγκάθια. Βρήκε δε ευκαιρία το αισχρό κεφάλαιο, η ντροπή των καθαρόαιμων καπιταλιστών, να χρηματισθεί ασύστολα στην πλάτη του απλού λαού. Κρίμα που το επιτελείο των μεγάλων οικονομολόγων, καθηγητών και πάνω απ’ όλα «ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ» της κυβέρνησης δεν φάνηκε αντάξιο αυτής της φήμης. Σοσιαλιστές…καθηγητές…οικονομόλογοι (αυτή είναι η σωστή σειρά). Κρίμα! Το λιγότερο που θα μπορούσαν να κάνουν θα ήταν να εφαρμόσουν ένα ελεγχόμενο πρόγραμμα παγώματος όλων των τιμών. Δεν θα τους έλεγε κανείς τίποτε. Σοσιαλιστές υποτίθεται ότι ήταν. Έπαιξαν για άλλη μία φορά το παιχνίδι «η πτωχή πλην τιμία Ελλάς» και έκατσαν να τιμωρηθούν από την βόρειο ευρωπαϊκή δεξιά για τα μεταδικτατορικά πειράματα – καμώματα των κυβερνήσεων μας. Η κυβέρνηση! Μα και εμείς ρε παιδί μου δεν πάμε πίσω. Όταν, πριν από χρόνια, η Γερμανία βούλιαζε στις πιστωτικές κάρτες εμείς στέλναμε μηνύματα από ζωή παραδεισένια στις ελληνικές παραλίες και με χρήματα της Ευρώπης. Εισέρεε δε το χρήμα κατευθείαν στο κράτος και στους υπόλοιπους ανάξιους ιδιωτικούς εργοδότες οι οποίοι επένδυαν σε κομματικά ρουσφέτια και σε κανάλια, σε ποδοσφαιρικές ομάδες, σε μη κερδοσκοπικές, σε οίκους αισθητικής, σε όζον, σε κλινικές αισθητικής μερεμέτισης κοκ, στα νταμάρια, στα βαπόρια, στα εργοστάσια, στα λιμάνια, στην αγροτική βιομηχανία, κανείς.
Λοιπόν έχω καλά νέα. Έχω όραμα σαν τον Νοστράδαμο, καληώρα, να πω και κάτι για τους καραδοκούντες συνομωσιολόγους. Λοιπόν η σταθεροποίηση της οικονομικής μας κατρακύλας θα επέλθει όταν ο μέσος μισθός μας φθάσει να ανταποκρίνεται στο φτωχό οικονομικό αποτέλεσμα που παράγουμε. Κατά καλές πληροφορημένες πηγές, αυτό τοποθετείται κάπου στις πέντε χιλιάδες ευρώ ετήσιο εισόδημα. Αλλά ας μην στεναχωριόμαστε, ακόμα και έτσι θα είμαστε καλύτερα από πολλές χώρες της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και το κυριότερο, και το πιο ενθαρρυντικό όλων, είναι ότι αντίθετα από ότι πιστεύουν πολλοί, ο Νοστράδαμος έκανε και αρκετά λάθη. Κρατώντας τα νομισματάκια μου ανά χείρας σας δίνω θερμές εορταστικές ευχές και εις τα άλλα με υγεία.