στην Κωστούλα Τωμαδάκη
“Κάποιες στιγμές γράφοντας θέλεις να δεις κάτι που η λογική λέει πως δεν είναι δυνατόν να μπορείς να το δεις.“
Η λειτουργία της μνήμης φαίνεται να είναι το κεντρικό θέμα στα δωρικά, διηγήματα του Λάκη Παπαστάθη. Φτασμένος στην ηλικιακή και καλλιτεχνική ωριμότητα ,ο συγγραφέας ,νιώθει την ανάγκη για ένα προσκλητήριο ζώντων και νεκρών που άφησαν τη σκιά τους στην ψυχή του: Αλέξης Δαμιανός, Μανόλης Αναγνωστάκης , Μάνος Χατζιδάκις, Πάνος Φειδάκης. Για να μιλήσουμε μόνο για τους απελθόντες.
Βιωματικές ιστορίες που ονειροβατούν στο χείλος του ρεαλισμού , αγγίζοντας κάποιες φορές το τραγικό, αλλά πάντοτε με ένα χιούμορ, λυτρωτικό, σωτήριο.
Τόσο οι εικόνες όσο και ο λόγος στον κόσμο του Λάκη Παπαστάθη θέλουν να μιλήσουν στις αισθήσεις : αρχικά στην όραση κι ύστερα από τα μάτια να περάσουν στο στομάχι , στο αίμα στο μυαλό για να κατοικήσουν στην ψυχή..αποκαλύπτοντας μας την ομορφιά της ζωής ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει.
Τι ενεργοποίησε τη δημιουργική διαδικασία για τα βιωματικά και άκρως νοσταλγικά διηγήματα σου στα οποία συναντάμε εμβληματικούς τόπους αλλά και τους μεγάλους απόντες: Μάνος Χατζιδάκις, Αλέξης Δαμιανός, Μανόλης Αναγνωστάκης ;
Η ανάγκη μου να ξαναζήσω με τους αγαπημένους μου που έχουν φύγει. Να τους φανταστώ ζωντανούς, να ξανακαθίσω δίπλα τους. Να κερδίσω τη μάχη με το χρόνο, με τη λησμονιά. Ο κερδισμένος χρόνος ένοιωθα πως έκανε τη ζωή μου πιο πλούσια. Όταν γράφεις γι αυτούς, όταν τους σκέφτεσαι, είσαι σίγουρος πως τίποτα δεν χάνεται. Οι επιλογές των πραγματικών γεγονότων έγιναν αυθόρμητα σαν να άναψε ένα απρόσμενο φως που φώτισε πρόσωπα και πράγματα. Όμως το κείμενο δεν ήθελα να γίνει ούτε μια στιγμή χρονικό ή μαγνητοφωνημένο ντοκουμέντο. Καθώς έγραφα συνέθετα πολλές στιγμές σε μία και πρόβαλλα στην αφήγηση επιθυμίες σύγχρονες, γιατί η λογοτεχνία, οι ανάγκες του κειμένου, με τραβούσαν απ’ το μανίκι και καταλάβαινα σιγά-σιγά πως η αλήθεια του ντοκουμέντου ήταν πολύ φτωχότερη από τη μυθοπλασία ενός διηγήματος.
Θα μας πεις , αγαπητέ Λάκη, δυο λόγια για τη δικιά σου Κλυταιμνήστρα;
Αρχέγονη. Εξουσιαστική. Ζούσε μέσα στον κύκλο του αίματος που η εξουσία απαιτούσε. Πριν επενδυθούν στο γυναικείο φύλλο οι αιώνες της καταπίεσης. Μοιάζει κάπως με τη Μήδεια, με τη διαφορά πως η αρχόντισσα της Κολχίδας, μετά τις αποτρόπαιες πράξεις της, ανεβαίνει με τα σκοτωμένα παιδιά της προς τον ήλιο σαν θεά, ενώ η Κλυταιμνήστρα στο τέλος της τριλογίας του Αισχύλου είναι μια βασίλισσα ηττημένη. Ως και οι ερινύες την εγκατέλειψαν. Οι καιροί ευνοούσαν πλέον την αντρική εξουσία. Είναι δραματική ηρωίδα φτιαγμένη από μέταλλα άλλων εποχών. Πώς να την ερμηνεύσει μια σύγχρονη ηθοποιός; Καλό είναι να λες λόγια αναλύοντας το ρόλο, αλλά πώς να σταθείς στον κύκλο του αρχαίου θεάτρου με το σώμα σου, το πνεύμα σου, τη φωνή σου, λέγοντας τα λόγια της, εκπέμποντας τη δύναμή της; Τι ψυχικές δυνάμεις απαιτούνται; Ίσως να είναι λύση η αποδοχή της αδυναμίας μας να ερμηνεύσουμε με πληρότητα την ηρωίδα του Αισχύλου. Κι αυτό μπορεί να ανοίξει έναν υπόγειο δρόμο κάποιας συνάντησης μαζί της στο χρόνο, σαν ένα αόρατο νήμα να μας οδηγεί στα βάθη της ύπαρξής μας και να μας ενώνει μαζί της.
Στο ίδιο διήγημα “Το Καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα“,(Πόλις) γράφεις,“`.. Περνώντας τον Ισθμό συνειδητοποίησε πως υπάρχει στην Ελλάδα ένας όχι πολύ συγκεκριμένος αλλά υπαρκτός θίασος ανθρώπων που γνωρίζουν να κρατάνε το μέτρο, το όριο αυτού του τόπου αλλά και να ζητούν την ανατροπή την υπέρβαση του , αν χρειαστεί“. Πότε θα βγει στη σκηνή ο θίασος;
Πρέπει να είναι αόρατος. Και μυστικός. Μοιάζει κάπως με το θίασο του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη. Δεν μπορεί να γίνει κίνημα, ούτε πολιτικό κόμμα. Γιατί είναι ευάλωτος και κινδυνεύει από τους κάθε λογής ορθολογιστές, τους τεχνικούς της εξουσίας, τους μάνατζερ της τέχνης, τους εμπόρους των θεαμάτων, τους γιάπηδες που τα «ξέρουν» και τα μετρούν όλα, τους αμόρφωτους και ακαλλιέργητους «αναμορφωτές», τους εξυπνάκηδες, το μαζικό γούστο, τους ζαμανφουτιστές που πιστεύουν πως ό,τι και να γίνει η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει κ.λ.π. Ο θίασος αυτός μοιάζει με συνομωσία του καλού, είναι η συνείδηση του τόπου. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος να ενταχθείς σ’ αυτόν. Γίνεται αυτομάτως με τη ζωή σου και το έργο σου.
Χρειάζεται η πόλη τους ποιητές, κύριε Παπαστάθη;
Το είπε ο Αριστοφάνης στους Βατράχους. Πεντακάθαρα. Έστειλε μάλιστα να ανεβάσουν από τον κάτω κόσμο τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη γιατί η πόλη είχε έλλειψη από ποιητές. Έτσι σκέφτονταν οι αρχαίοι. Σήμερα; Μόνο ένας μικρός κύκλος ανθρώπων τους έχει ανάγκη. Μολονότι η Ελλάδα είχε πάντα σπουδαίους ποιητές. Γιατί η ποίηση είναι δύσκολη. Όχι μόνο να τη γράψεις, αλλά και να τη διαβάσεις. Πιστεύω ακόμα, πως η ποίηση τρομοκρατεί γιατί απαιτεί ένα άνοιγμα ψυχής, κάποια καλλιέργεια και πνευματικότητα. Απαιτεί επίσης από τον αναγνώστη τη συμμετοχή με όλο του το είναι και την πίστη του σε κάποια «μισοειδωμένα» που καλείται να τα φωτίσει και να τα βάλει στις αξίες της ζωής του. Η πόλη και σήμερα χρειάζεται βέβαια τους ποιητές σαν τα πολύτιμα τιμαλφή της πατρίδας μας. Ας υπάρχουν και ας μην θεωρούνται χρήσιμα και ευρείας κατανάλωσης. Τα κείμενα μένουν και όσοι πιστοί προσέλθετε.
Όλη αυτή η κρίση και η διάψευση προσδοκιών , αξιών… τα πάνω κάτω των τελευταίων χρόνων, έχει `γράψει“ στο βλέμμα των ανθρώπων; Τι βλέπει το έμπειρο μάτι του σκηνοθέτη ;
Στο βλέμμα πολλών Ελλήνων μπορεί να διακρίνει κανείς την απογοήτευση και τη λύπη, γιατί συνειδητοποίησαν πως η κρίση δεν σχετίζεται μόνο με την ανεπάρκεια των πολιτικών, τις δομές, τους θεσμούς και τις νοοτροπίες που δημιουργήθηκαν δεκαετίες τώρα. Αλλά και με τους ίδιους, με τις πολιτικές τους επιλογές, τον τρόπο ζωής, τις σχέσεις τους με το κράτος. Η απογοήτευση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη και με τη βεβαιότητα πως την κρίση θα τη βιώσουν και τα παιδιά τους. Κανείς σήμερα στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι αισιόδοξος. Θυμάμαι πως πριν τριάντα χρόνια κάποιοι πίστευαν πως η Ελλάδα έμοιαζε να είναι η τελευταία ελεύθερη χώρα του «πολιτισμένου» κόσμου. Και εννοούσαν χαλαρή σχέση με τη δουλειά, ήλιο, χαβαλέ, βεβαιότητα πως το κράτος έχει πάντα άδικο, αυθαιρεσία, ψευτοελευθερία του κάνω ό,τι θέλω χωρίς να τιμωρούμαι, ρουσφέτι, κομματικοκρατία κ.λ.π. Σήμερα; Πικρή είναι η διαπίστωση πως δεν μπορούμε να σταθούμε με ισότητα στη διεθνή κοινότητα. Έχουμε μείνει πίσω και απλώνουμε το χέρι ψωμοζητούντες.
Τι αναζητά ο Λάκης Παπαστάθης γράφοντας;
Δεν υπάρχει απάντηση. Ο συγγραφέας δεν αναζητά κάτι συγκεκριμένο, προδιαγεγραμμένο. Ζει ένα μυστήριο γράφοντας. Έχει την αρχική ιδέα και μέσα από μια διαδικασία ευτυχοδυστυχίας, ενεργοποιώντας το μυαλό, την ευαισθησία και το πνεύμα του, οδηγείται στη σύνθεση των κειμένων του χωρίς να ξέρει κάν γιατί γράφει. Η ίδια η γραφή τον οδηγεί. Όταν στο τέλος «βγει» το κείμενο είναι σαν να συνέβη ένα μικρό θαύμα.
“..Αν είμαστε φτιαγμένοι από υλικά ονείρων μήπως σ’αυτά ξαναγυρνάμε“ αγαπητέ Λάκη;
Ποιος ξέρει; Από μικρός μου άρεσε να ονειρεύομαι, έχοντας όμως πάντα την ελπίδα και την πίστη πως τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, να μπουν στη ζωή μου. Τα ουτοπικά όνειρα με φόβιζαν, με έκλειναν στον εαυτό μου. Ίσως η τέχνη να είναι ένα όνειρο που πραγματοποιείται και η καταφυγή των ανθρώπων σ’ αυτήν να επιβεβαιώνει τη Σαιξπηρική φράση πως είμαστε φτιαγμένοι από υλικά ονείρων.