Μιλάει στη Νίνα Ναχμία
Η Νένα Βενετσάνου, απλώνει χέρια σαν φτερούγες πουλιού και αγκαλιάζει το κοινό που την παρακολουθεί με ιερή συγκίνηση.
Το ακροατήριο, δεν ήρθε στην παράσταση για να γλεντήσει, αλλά να μαγευτεί με τη φωνή της και να κάνει την διαδρομή προς τη χώρα του ονείρου, καθηλωμένο σ αυτή την μυσταγωγία. Δεν θα χρειαστεί να του ζητήσεις να κάνει ησυχία. Δεν θ’ ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος ακόμα κι όταν η Νένα τραγουδάει τα λαϊκά της. Ξέρει τι περιμένει από αυτήν και αυτό θέλει.
Από την πρώτη της δισκογραφική εμφάνιση, το 1980, μέχρι την τελευταία η Νένα προσαρμόζει στη μουσική της την μαγεία της ποίησης που εκφράζει απαράμιλλα με την κελαϊδιστή φωνή της.
Αυτή ήταν η αφετηρία και η ροή που την οδήγησε στο συναρπαστικό ταξίδι του δικού της τραγουδιού. Μια εμμονή που είχε ένα σχήμα οξύμωρο. Από τη μια ο κόσμος την περίμενε και από την άλλη, οι εταιρίες, μαθημένες στις εύπεπτες δισκογραφικές λύσεις, την δυσκόλευαν.
«Με την «μεταπολίτευση», λέει, αντί τα πράγματα να πηγαίνουν καλύτερα, υπήρξε ένα πνευματικό καθήλωμα και μια συναισθηματική αφυδάτωση. Η δικτατορία άφησε γκρεμισμένους ανθρώπους σαν να ήρθε ένα ορμητικό ποτάμι που παρέσυρε αξίες και κριτήρια».
Μιλάει με πάθος, αλλά χωρίς θυμό για τις δυσκολίες που συνάντησε και συναντάει. «Η διαδρομή της εμμονής είναι μοναχική» λέει. Τα μάτια της λάμπουν κεριά πασχαλιάτικα καθώς παρασύρεται από την παραφορά για την δημιουργία της. Το γέλιο της, ηχηρό, τραντάζει το στήθος της.
Χωρίς χιούμορ δεν μπορείς να προχωρήσεις. Δεν είναι εύκολο να εμμένεις στην τέχνη σου. Έχει πόνο. Από την άλλη, δεν θα αισθανόμουνα καλά να προδώσω τα ιδανικά μου και να πάω σε κάτι άλλο, ανέμπνευστο και πρόχειρο, μια «…αρπαχτή» ας πούμε.
Την ρωτάω αν πιστεύει πως υπάρχει γυναικεία τέχνη.
Και βέβαια υπάρχει, μου απαντά. Εγώ έφτιαξα τα πρώτα τραγούδια, που, όχι μόνο έγιναν σημείο αναφοράς στο γυναικείο κίνημα, αλλά αγαπήθηκαν και από το ευρύ κοινό. Επειδή όμως ήμουν η πρώτη που το έκανε αυτό, βρήκα τον μπελά μου.
Καταλαβαίνεις γιατί. Σημασία έχει πάντως, να γίνει μια αρχή κι εγώ τόλμησα και την έκανα.
Αεικίνητη και ανικανοποίητη, η Νένα ψάχνει διαρκώς καινούργια πράγματα, και καινούργιες συγκινήσεις.
«Για να γίνουν αυτά, ασφαλώς θα έδωσες μάχες και θα συνεχίζεις να δίνεις, γιατί τίποτα δεν χαρίζεται. Όλα κερδίζονται.»
Για τις επιλογές μου και για τον τρόπο που χειρίσθηκα το γυναικείο ζήτημα είμαι απόλυτα δικαιωμένη. Οι γυναίκες μου, είναι δυναμικές και μιλούν για το βαθύτερο της ύπαρξής τους. Δεν είναι καρικατούρες. Τα σώματά τους αιωρούνται στον χώρο μιας πόλης, στις σχέσεις, τους μύθους, τα οράματα. Μελοποιώ τον λόγο που θέλουν εκείνες να εκφράσουν. Δεν είναι αμέτοχες όπως ας πούμε στην «Μαίρη Παναγιωταρά». Παρακολουθώ τις μεταμορφώσεις τους μέσα στον χρόνο, ως σύμβολα ισχύος και όχι ως θύματα. Η βία βέβαια που ασκείται εναντίον των γυναικών θα υπάρχει πάντα, αλλά εγώ την γυναίκα την θέλω δυναμική, να παίρνει θέση και να απαιτεί τα δικαιώματά της.
Άνοιξες το Φεστιβάλ Γυναικείων Φωνών στις Βρυξέλες. Θέλεις να μας πεις κάτι γι’ αυτό το ενδιαφέρον γεγονός;
Είναι ένα φεστιβάλ που συνδυάζει τις τέχνες με το βίωμα. Κάποιοι καλλιτέχνες γνωρίζουν γυναίκες που έχουν χάσει τους ανθρώπους τους είτε από εξαφάνιση, είτε από άλλη αιτία. Αυτές οι εξαφανίσεις οφείλονται σε πολέμους, βασανιστήρια, απαγωγές για εμπόριο οργάνων… Είναι τρομακτικό να βλέπει κανείς πόσες τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν! Οι τραγικές αυτές γυναίκες μιλούν κι ο καλλιτέχνης καταγράφει αυτά που λένε και τα εκφράζει με το έργο του, είτε μέσω του τραγουδιού, είτε με θεατρικό έργο, εικαστικό, χορευτικό. Είναι μια συγκλονιστική εμπειρία αυτή η θεραπεία μέσω της τέχνης.
Θα μπορούσε να γίνει ένα τέτοιο φεστιβάλ και στην Αθήνα;
Γιατί όχι; Δεν ξέρω όμως αν οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα έχουν αυτή τη διάθεση, να επικοινωνήσουν με κόσμο που υποφέρει. Οι γυναίκες έχουν το δράμα τους και ένας καλλιτέχνης πρέπει να μένει στη σκιά και να το παρακολουθεί. Να εξαφανίζει τον εαυτό του και να αφήνεται στην διήγηση και τις περιγραφές για ν’ αποδώσει το δρώμενο, διαφορετικά εκτροχιάζεται και είναι σαν να γίνεται θεατής σε «ριάλιτυ σώου».
Πιστεύεις πως οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα είναι θεατές της κοινωνίας μας; δεν παίρνουν θέση;
Οι Έλληνες καλλιτέχνες ως πολίτες αυτής της χώρας συμμετέχουμε ο καθένας με τον τρόπο του, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε στα μέτρα του καθενός. Η χάρις και το ταλέντο του κάθε καλλιτέχνη πρέπει πρώτα να εξυπηρετεί τις προσωπικές του ανάγκες για να μπορέσει εν συνεχεία να συμμετέχει. Ασφαλώς και λειτουργούμε μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο. Δεν ερχόμαστε απ’ το πουθενά. Η κοινωνία πρέπει να καταλάβει αυτές τις ανάγκες μας. Στην Ελλάδα όμως που το καλλιτεχνικό αισθητήριο είναι χαμηλό, οι ήρωες και τα σύμβολα γίνονται από αυτούς που ομιλούν την… «μαναβικήν» και την «μπακαλικήν». Αυτού του είδους καλλιτέχνες αναζητούν στη χώρα μας και τους βρίσκουν άφθονους επειδή ο καλλιτέχνης έχει και βιοποριστικές ανάγκες και πρέπει να ζήσει. Έτσι μεταμφιέζεται σ’ αυτό που αρέσει ή που έμαθε ο κόσμος να του αρέσει. Η κοινωνία μας αδιαφορεί για ότι συμβαίνει στον πνευματικό χώρο. Είμαστε οι λίγοι που μείναμε να επιμένουμε στα ιδανικά μας κι’ αυτό δεν είναι εύκολο.
Εσύ γιατί διάλεξες να ζήσεις στην Ελλάδα αφού με τη φωνή που διαθέτεις θα μπορούσες να διαπρέψεις και να ζήσεις πολύ καλύτερα σε μιαν άλλη χώρα; Στη Γαλλία λόγου χάριν, μια που είσαι γαλλόφωνη κι έχεις τελειώσει Πανεπιστήμιο στο Παρίσι;
Πολλές φορές με πιάνει απελπισία με τόσες «τσίτες» που κυκλοφορούν στον τόπο μας. Η λογική μου πάντα με έδιωχνε. Η καρδιά μου με κράτησε. Όταν επέστρεψα για να ολοκληρώσω το μεταπτυχιακό μου, αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη. Δεν υπάρχουν αρχεία, δεν υπάρχει σεβασμός στην επιστήμη, τίποτα. Είναι ένας «ερπιώνας» δυστυχώς. Οι ψυχές περιφέρονται ελπίζοντας να ξαναζωντανέψουν. Οι φωνές μέσα μου με κράτησαν και η ελπίδα πως κάτι μπορούσα να κάνω. Αν δεν κάνουμε εμείς κάτι για μας, ποιος θα το κάνει; Αν η ελληνική μουσική περιφρονηθεί από μας τους ίδιους που είμαστε οι γεννήτορές της, είμαστε γελοίοι κι επικίνδυνοι, αυτόχειρες. Μ’ αυτό το σκεπτικό έμεινα.
Αυτό όμως δεν κρύβει και κάποια ματαιοδοξία;
Ίσως. Αλλά εγώ δεν θα έλεγα πως η ματαιοδοξία με κράτησε στην Ελλάδα. Απλά αγαπώ τον τόπο μου και θέλω την αναβάθμιση του. Αυτή την εμμονή έχω. Δυστυχώς όμως ελάχιστα πράγματα καταφέραμε όσοι αγωνιζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι θλιβερά χαμηλό το πολιτιστικό επίπεδο στη χώρα μας. Η ζημιά συντελέστηκε αργά και για πολλά χρόνια. Κι αυτό είναι κάτι που με καταπιέζει.
Τι σ’ αρέσει γενικά στο τραγούδι;
Όταν λέει αλήθειες. Μ’ αρέσει ότι είναι αληθινό. Όχι ότι είναι «δήθεν». Αντιπαθώ τις παρωδίες και όσους το παίζουν «κουλτούρα» δρώντας επί τους ασφαλούς και καυχώνται κι από πάνω πως παράγουν τέχνη. Όπως το «έθνικ» π.χ. που φοριέται πολύ τελευταία. Αυτοί κλέβουν χώρο από τους αληθινούς καλλιτέχνες. Σ’ αυτό βοηθούν και τα Μ.Μ.Ε και, σαν αποτέλεσμα, βλέπουμε αυτή την ισοπέδωση.
Μου φαίνεται παράξενο ν’ ακούγεται αυτό από σένα, γιατί τα Μ.Μ.Ε. δεν σε αγνόησαν. Έχεις κάνει αρκετό ραδιόφωνο, τηλεόραση, σου έχουν αφιερωθεί στήλες στον τύπο. Γενικά έχεις τύχει αρκετής προβολής. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως τα Μ.Μ.Ε. κλέβουν χώρο από τους πραγματικούς καλλιτέχνες;»
Τα Μ.Μ.Ε. είναι γενικά απαίδευτα και κυριαρχεί η άποψη των δημοσιογράφων ή κάποιων παρουσιαστών. Οι καλλιτέχνες χάσαμε το κύρος μας. Μιλούν άλλοι για μας, ενώ εμείς είμαστε οι αρμόδιοι ειδικοί να μιλήσουμε για το έργο μας. Ο καλλιτέχνης έγινε ένα παιχνιδάκι, ένα μπαλάκι στα χέρια τους ή τα πόδια τους. Όλοι έχουν άποψη, εκτός από μας. Εμείς απλά παρακολουθούμε και αισθανόμαστε σαν να μας κοροϊδεύουν.
{youtube}TNeYqPCPqsc{/youtube}
Δεν είναι όμως λίγοι οι συνάδελφοί σου που δέχονται μιαν οποιαδήποτε κατάσταση, αρκεί να προβληθούν. Τι έχεις να πεις γι’ αυτούς;
Δεν ξέρω. Με παγώνουν. Αλλά και τους φοβάμαι γιατί ξέρω πως είναι έτοιμοι για τα πάντα. Το καταλαβαίνεις εύκολα. Είναι γραμμένο στο βλέμμα τους και την αμηχανία που αισθάνονται.
Πως προσεγγίζεται το κοινό στις μέρες μας; Πιστεύεις πως έχεις το δικό σου κοινό;
Κατ’ αρχάς να σου πω πως λυπάμαι για την κατάντια του καλλιτέχνη όταν ανέχεται τα πάντα για την προβολή του. Αυτό καταντά νεύρωση. Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει αξιοπρέπεια, θάρρος ν’ αντιμετωπίζει τις δυσκολίες, να νοιώθει και να είναι ελεύθερος. Κάποια στιγμή το κοινό φεύγει. Πάει κάπου αλλού. Πρέπει να είσαι έτοιμος να το δεχτείς και να συνεχίσεις χωρίς αυτό να σε διαλύσει. Το έργο μας τελικά αντανακλά τη ζωή μας. Αν εκχωρούμε το έργο μας, τότε εκχωρούμε και τη ζωή μας. Όταν καταπατούν το έργο μας, μας ταπεινώνουν μας απαξιώνουν, χάνουμε τον εαυτό μας και τον αυτοσεβασμό μας κι αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ έναν καλλιτέχνη.
Για πες μου τώρα με τι καταπιάστηκες τον τελευταίο καιρό, γιατί ξέρω πως συνεχώς ψάχνεσαι για καινούργια πράγματα.
Κατ αρχήν κυκλοφόρησαν οι «Προσανατολισμοί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Ηλία Ανδριόπουλου. Στο πιάνο με συνόδευσε ο Αντώνης Ανισένγκο ένας εξαιρετικός μουσικός που ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Πράγματι μια ερμηνεία υψηλών απαιτήσεων που προσδίδει μια άλλη διάσταση στο έργο και στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Επίσης, πρόσφατα κυκλοφόρησα ένα νέο cd με γενικό τίτλο «Ταξιδεύοντας με την Αργώ» του Γιάννη Τάντση- Γιώργου Τσιτρούλη, έναν υπέροχο κύκλο τραγουδιών με σύγχρονη ματιά στον αγαπημένο μύθο, μικρών και μεγάλων της Αργοναυτικής εκστρατείας, όπου συμμετέχει μια πλειάδα νέων μουσικών της Θεσσαλίας διότι είναι ένας δίσκος που έγινε εξ ολοκλήρου στη Λάρισα.
{youtube}HmR7qMDp8A8{/youtube}
Έχεις κάνει πολλά και αξιόλογα πράγματα, το κοινό σου όμως πότε θα έχει την ευκαιρία να ακούσει κάτι από αυτά;
Την 1η Μαρτίου θα τραγουδήσω ζωντανά στο ‘β’ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, προσκεκλημένη στο αφιέρωμα που κάνουν στον Ηλία Ανδριόπουλο, με συνοδεία πιάνου από τον Δημήτρη Μπουζάνη. Επίσης κάθε Παρασκευή του Μαρτίου θα είμαι στο «Χαμάμ» και θα παρουσιάζω το «1000+1 Πόλεις», ένα πρόγραμμα για την ζωή στις σύγχρονες πόλεις,…της φαντασίας, της ιστορίας, της διασποράς, με τους μόνιμους συνεργάτες μου Βιβή Γκέκα, Σταύρο Αγιαννιώτη, Σόλη Μπαρκή.
Ευχαριστώ Νένα που μου αφιέρωσες τον χρόνο σου.
Η ευχαρίστηση είναι δική μου Νίνα!.